ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Κατέβηκα χθες στον Πειραιά με τον Γλαύκωνα, τον γιό του Αρίστωνα. Ήθελα να προσευχηθώ στη θεά και συνάμα να δω με ποιο τρόπο θα κάνουν τη γιορτή, καθώς τη διοργάνωναν για πρώτη φορά. Μου φάνηκε λοιπόν πως είναι ωραία και η λιτανεία των ντόπιων, όμως κι αυτή που έκαναν οι Θράκες δεν μου φαινόταν πως υστερούσε. Αφού προσευχηθήκαμε και παρακολουθήσαμε τη γιορτή κινήσαμε κατά την πόλη. Βλέποντάς μας όμως από μακριά να τραβάμε για το σπίτι, ο Πολέμαρχος, ο γιός του Κέφαλου, πρόσταξε τον δούλο του να τρέξει και να μας παρακαλέσει να τον περιμένουμε. Ο δούλος έπιασε τον μανδύα μου από πίσω. Ο Πολέμαρχος σας παρακαλεί να τον περιμένετε, είπε. Γυρίζοντας τον ρώτησα, που ήταν, και αυτός μου απάντησε. Έρχεται ακριβώς πίσω, περιμένετε. Και βέβαια θα τον περιμένουμε, είπε ο Γλαύκωνας.
Και αμέσως μετά έφτασε ο Πολέμαρχος και μαζί του ο αδελφός του Γλαύκωνα Αδείμαντος, ο Νικήρατος, ο γιός του Νικία, και κάποιοι άλλοι που μάλλον γύριζαν από τη λιτανεία.