Η ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ.
Είναι και η ιστορία του Κύκλωπα μια γραμμική γραφή
στις πινακίδες της Πύλου. Αν είναι για να την αποκρυ-
πτογραφήσεις, θα αναγκαστείς να βουτήξεις σε βαθιά νερά. Πιο
βαθιά απ' ό,τι βούτηξες στην ιστορία της Κίρκης. Εδώ το
φροντιστήριο χρειάζεται νά 'ναι διεπιστημονικό. Interdisciplinäres
Seminar, που λένε.
Πρέπει η αρμάδα σου νά 'ναι λαμπρή και τρικάταρτη. Για την
επιχείρηση δε δικάνε1 οι στρατιώτες μόνο και οι λοχαγοί. Τέτοιος
πόλεμος είναι πολύ σπουδαία υπόθεση, παρά ώστε να τον
εμπιστευθούμε στους στρατηγούς, που έλεγε ένας συνετός
πολιτικός.
Και κύρια δεν πρέπει να μας ξεφύγει το ασήμαντο. Γιατί τότε
αλλίμονο στη χώρα. Το ελάχιστο θα σώσει το πλείστο. Σύμφωνα
και με το παλιό υποβλητικό σχήμα του πολύπειρου γυρολόγου:
Για το καρφί εχάθηκε το πέταλο· για το πέταλο εχάθηκε το άλογο·
για το άλογο εχάθηκε ο ιππέας· για τον ιππέα εχάθηκε η μάχη- για
τη μάχη εχάθηκε ο πόλεμος· για τον πόλεμο εχάθηκε η
αυτοκρατορία.
Ν' αρχίσουμε, λοιπόν μέτρια, ταπεινά και δίκαια. Με τάξη και
κλιτότητα, που λέει ο Ερωτόκριτος.
Εκαθότανε μια φορά κοντά στα βούρλα, δίπλα σε μια πηγή, η
Μέριμνα. Cura τηνε γράφει ο λατίνος μυθοποιός2, Κι εμείς οι
νεοέλληνες, ή ελληνοεβραίοι αλλιώς, τηνε λέμε Φροντίδα, ή
Έγνοια.
Η Μέριμνα εσύμπαιζε στα δάχτυλα της τον πηλό.
Και με το χάζι και το παίζοντας έπλασε ένα αγαλματάκι.
Εστέκοταν και το θωρούσε.
Περνάει τότε από μπροστά της ο Δίας, ο Jupiter. Και τηνε
βλέπει με το παιχνίδι της1.
-Καλώς τα πολεμάς, βασιλαρχόντισσα, τη χαιρετάει.
-Καλό νά 'χεις, κι η αφεντιά σου, τον αντιχαιρετάει.
-Και σαν τι τάχατες καμώματα σκαρώνεις αυτού δα;
-Να! του λέει η Μέριμνα. Επιάστηκα να κάμω ένα
πλασματάκι. Αλλά το καημενούλι μου είναι ξερό και άλαλο.
Εσύ, πού 'σαι ο άρχος κι ο ταγός σε ούλα, κάμε να το
φυσήξεις. Να ψυχωθεί και να μιλήσει. Για να σε προσκυνάει
ύστερα.
-Μετά χαράς, αρχοντοπούλα μου, της απαντάει ο Δίας. Πιάνει,
φυσάει τη λάσπη. Κι αμέσως το πλάσμα εζωντάνεψε.
Καθόντανε κι οι δύο, και χαίρουνταν το έργο τους.
-Και πώς να το βαφτίσουμε; ρωτά η Μέριμνα. Λέω να του
δώσω τ' όνομα μου. Εγώ δεν τό 'πλασα;
-Όχι, και να σου λείπει η χάρη! της κραίνει ο Δίας. Το δικό
μου τ' όνομα θα δώσουμε. Γιατί εγώ του φύσηξα ζωή.
Έτσι, επιάστηκαν οι δύο θεοί, και τράβαγαν, ο ένας από δω ο
άλλος από κει. Δεν έβρισκαν την άκρη. Τότε σηκώνεται από τα
χώματα η Γη, η Humus, και με το στόμα του Κρόνου, του
Saturnus, δικάζει, και δίνει τη λύση.
- Ούτε το δικό σου, ούτε το δικό σου. Το δικό μου όνομα θα
λάβει, εδίκασε. Εσύ, Μέριμνα, που τό 'πλασες, θα το δυναστεύεις
και θα το κατέχεις σε όλη του τη ζωή. Εσύ, Δία, που τού 'δωκες
ζωή και γνώση, θα το οδηγάς και θα πλουταίνεις το μυαλό του.
Για να σε δοξολογά, και να σε σέβεται. Κι όταν θα πεθαίνει, η
πνοή του θα γυρίζει σε σένα. Το όνομα όμως θα το λάβει από
μένα. Γιατί από δικά μου στοιχεία συντελέστηκε. 'Εξ ών
συνετέθη. Έτσι θα λένε. Και σαν στερέψει ο χρόνος που του
ορίστηκε, πάλι σε μένα θα ξαναγυρίζει. Kai εις γήν άπελενσει.
Έτσι θα λένε. Από μένα λοιπόν, τη Humus, θα το φωνάξουμε
homo. Που πάει να ειπεί άνθρωπος1.
Από τις τρεις κατανομές του μύθου εμείς θα κρατήσουμε την
πρώτη. Γιατί αυτή έχει το μάμαλο. Όπως ακριβώς συμβαίνει και
με τις κατανομές των βουλευτικών εκλογών.
(Οι υπουργοί κι οι βουλευτάδες που μας κυβερνούν όλη τους
τη φαιά ουσία τη σπαταλάνε στον εκλογικό νόμο. Αυτοί, μάτια
μου, δεν είναι για να νοιαστούν τον τόπο. Αυτοί είναι μάγεροι
μόνο. Και αρχιμάγεροι και αρχι-τρίκλινοι. Το μόνο που τους
πονάει είναι ο εκλογικός νόμος, οι τρεις κατανομές, το
βουλευτιλίκι τους. Το σαμάρι του γάιδαρου, δηλαδή, με το
στρώμα, τη μπροστελίνα, τα κολιτσάκια, τις σαμαροπαΐδες του. Ο
γάιδαρος ας ψοφήσει. Η δική τους Μέριμνα δε φτάνει μακρύτερα
από την κοιλιά και τα σκέλια τους).
Το ότι όρισε, λοιπόν, η φύση τη ζωή μας να την κατέχει η
μέριμνα είναι εύκολο να το καταλάβουμε. Αρκεί να ρίξουμε ένα
βλέμμα στους σκοπούς και τους στόχους που θέτει ο καθένας μας.
Από τη στιγμή που θα νοήσει ως τη στιγμή που θα τα κλείσει,
περνά τη ζωή του μέσα σε στόχους.
Κάθε φορά που θα πετύχουμε το στόχο που έχουμε, αμέσως
έχει εμφανισθεί στον ορίζοντα καινούργιος. Η ζωή μας είναι μια
παραπομπή σε συνεχώς εμφανιζόμενους στόχους, κατά το
ακόλουθο σχήμα.
Πρώτο επίπεδο. Να τελειώσω το Λύκειο- να πετύχω
στις πανελλήνιες· να λάβω το πτυχίο- να βρω δουλειά- να
παντρευτώ- να γεννήσω ένα ή δύο παιδιά- να χτίσω σπίτι-ν'
αγοράσω αυτοκίνητο- να κάνω διακοπές στη Σιθωνία.
Δεύτερο επίπεδο. Να χτίσω και εξοχικό- να βελτιώσω τους
τροχούς μου από τη Φάου-Βε στη Μπι-Εμ-Τά-μπλιγιου- να κάνω
διακοπές στην Καζαμπλάνκα- να γραφτώ και στους μασόνους.
1"Ανθρωπος από το άνδρες + ώψ (πρόσωπο). Το άλλο τάχα από το
άνω+θρώσκω+όπωπα, είναι αγράμματο και κακόηθες. Κοίτα τα
Λεξικά. Ο Ερρίκος Στέφανος έτυμολογεί άπό το άναθρεϊν.
Τρίτο επίπεδο. Ν' αποχτήσω κοινωνική επιφάνεια- να
δημοσιογραφήσω στον κίτρινο τύπο- να ιδούν ο κόσμος τη
μουσούδα μου και στο τελεβίζιο, να θαγμάξουν να διασκεδάσω
στο καμπαρέ του Παρισιού «Λατινικός Παράδεισος».
Τέταρτο επίπεδο. Εδώ οι γεύσεις είναι ντελικάτες, οι επιδόσεις
ανώτερες, και η τεχνολογία προηγμένη. Να διχτυωθώ σε
διασυνδέσεις διεθνείς· να γίνω μέλος της Ακαδημίας των
αθάνατων κρανίων, της ζωντανής κοκαλίστρας αλλιώς· νά 'χω
οδηγό στη λιμουζίνα μου· νά 'χω και τη φρουρά μου από γορίλλες
και χωροφυλάκους· να δοκιμάσω και τη λεγόμενη «δημιουργική
μοιχεία», μέσω ειδικών πολυτελών γραφείων. Τον περίφημο
Schöpferischen Ehebruch, που λένε οι γερμανοί.
Μ' ένα λόγο, οι συνεχώς εμφανιζόμενοι νέοι στόχοι κάνουν τη
ζωή μας κάπως όμοια με την Ανάβαση των Μυρίων από τις
Σάρδεις στα Κούναξα, και από τα Κούναξα στο «θάλαττα
θάλαττα» του Ξενοφώντα. Κάθε στόχος στην πορεία μας είναι κι
ένας σταθμός. Και η απόσταση ανάμεσα στους σταθμούς
μετριέται με παρασάγγες. Τριάντα στάδια ο καθένας. Ήγουν
χιλιόμετρα πέντε κόμμα τέσσερα.
Έρχεται, λοιπόν, μια ωραία πρωΐα στις δυσμές του βίου μας, κι
έχουμε θέσει ακόμη ένα σκοπό. Όμως ο σκοπός αυτός βρίσκεται
στην αντίπερα όχθη. Γκρεμιζόμαστε απότομα μέσα στον άπατο
χάνδακα του θανάτου μας, κι έχουμε καρφωμένα τα μάτια μας
αντίκρα. Τι τύφλωση! Πεθαίνουμε, δηλαδή, χωρίς να
καταλάβουμε ότι πεθάναμε. Όπως ακριβώς εζήσα-με, χωρίς να
υπάρξουμε. (Ζει το ζώο, υπάρχει ο άνθρωπος).
Μ' ερωτάς πώς έζησα χωρίς να υπάρξω; Μα είναι
απλό. Γιατί στην προσπάθεια και στον αγώνα μου να πετύχω
όλους τους στόχους που συνεχώς έθετα, ήμουν τόσο
απορροφημένος από τη φροντίδα τους, ώστε δεν είχα μάτια για
τίποτα βαθύτερο. Και αυτό είναι το νόημα των λόγων που είπε ο
Κρόνος στη Μέριμνα: «Κι εσύ, Μέριμνα, θα τον κατέχεις και θα
τον δυναστεύεις όσο ζει».
Αλλά εδώ ακριβώς είναι το στίγμα και η στιγμή, που
εμφανίζεται το σύμπτωμα του υποστασιακού μας καρκίνου.
Κοιτάζει ο στοχαστής γιατρός την ακτινογραφία του πνευματικού
μας θώρακα, και με μια μελαγχολική ηρεμία ψιθυρίζει σιγά:
- Μωρέ μπράβο σου! Που το 'κονόμησες ετούτο το παράσημο;
Κι είσαι μόλις δεκαοχτώ χρονώ!
Η παραβολή σημαίνει: Απορροφημένοι από τους στόχους και
τη μέριμνα να τους πετύχουμε, λησμονούμε πως η ζωή μας είναι
και κάτι άλλο. Κάτι περισσότερο από μια κίνηση μπίλιας σε λεία
επιφάνεια. Και μη νομίζεις ότι, αν πας στην Επίδαυρο να ιδείς
Αισχύλο, ή αν ακούς τα βρά-δυα μουσική δωματίου, κυλάς έξω
από αυτή τη λεία επιφάνεια.
Η μέριμνα δε μας αφήνει να σκεφθούμε πάνω σε κά-
ποια ερωτήματα ουσίας και βάσης: Ποιοι είμαστε, από πού
ερχόμαστε, για πού τραβάμε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι θα γίνουμε
όταν πεθάνουμε; Ποιος όρισε τέτοια τη φύση και τη μοίρα της
ζωή μας; Και τι λογής είναι αυτός που την όρισε τέτοια; Γιατί
υπάρχει το φυσικό κακό και το ηθικό κακό; To malum physicum
και το malum morale, που λένε; Πώς ημπορούμε να βοηθήσουμε
αποτελεσματικά τον άνθρωπο με βάση τη γνώση, και όχι με βάση
την ψευτιά και το δόλο των παπάδων; Μήπως η ζωή μας γίνεται
να γίνει αλλιώτικη; Και τι πρέπει να κάνουμε για να πετύχουμε
αυτό το έργο της ανάγκης;
Αυτά τα βαθύτερα προβλήματα τα βλέπουμε όλοι και τα
βρίσκουμε απλά. Όπως βλέπουμε συνηθισμένη την κορυφή του
'Εβερεστ με μάτι τόσο αυτονόητο. Για δοκίμασε όμως, παλικαρά
μου, να την ανεβείς!
Και αυτό είναι το κακό. Η δυσκολία τους μας σπρώχνει να τα
προσπερνάμε. Ή να τα λύνουμε με μια μονοκοντυλιά. Εννοώ ότι
υιοθετούμε αμέσως και αβασάνιστα τις ακαταμέτρητα γελοίες
παραστάσεις που φυτεύουν μέσα μας οι θρησκείες. Και ο δόλος
τους βέβαια.
Συμπέρασμα. Η αδιάκοπη μέριμνα να πραγματώσουμε τους
στόχους που θέτουμε, σκεπάζει τη ζωή μας έτσι, ώστε όλα τα
βαθύτερα της να βυθίζουνται στο σκότος. Μπαίνουμε σ' ένα είδος
οντολογικής ομίχλης, που κρύβει το τοπίο της ύπαρξης μας. Και
να ζεις μες στη λήθη σημαίνει ότι δε ζεις στην α-λήθεια.
Τι είναι η αλήθεια; Είναι εκείνο που βλέπεις και ζεις,
όταν αναδυθείς από τη λήθη1. Το α- είναι στερητικό. Η αλήθεια
είναι το έξω από τη λήθη, που μέσα της μας βυθίζει συνέχεια η
μέριμνα να πραγματώσουμε τους στόχους μας.
Ζώντας μέσα στην οντολογική λήθη ζούμε σαν πεθαμένοι.
Τούτη τη ζοφερή πραγματικότητα οι ποιητές την ιστόρησαν
ανάγλυφα και ζαλιστικά. Θυμηθείτε τον Έλιοτ της Έρημης
Χώρας. Κάθεται σ' ένα γιοφύρι του Τάμεση, παρατηρεί όλους
αυτούς που τρέχουν στη δουλειά τους με τη φροντίδα της, και
βλέπει νεκρούς να περπατάνε. Για την Αθήνα μας, λ.χ., με το
ανάλογο μάτι θά 'βλεπες στην οδό Πανεπιστημίου μέρα νύχτα
στρατιές από κυλιόμενα φέρετρα.
Ανύπαρχτη Πολιτεία,
Μέσα στην καστανή καταχνιά μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Χύνοννταν στο Γιοφύρι της Λόντρας ένα πλήθος, τόσοι πολλοί, Δεν
τό ' χ α σκεφτεί πως ο θάνατος είχε ξεκάνει τόσους πολλούς1.
Είναι γνωστό ότι ο Έλιοτ αυτή την εικόνα των νεκρών στο
γιοφύρι της Λόντρας τη δανείστηκε από το Δάντη. Ο μεγάλος
φλωρεντινός φτάνει σε μια κοιλάδα στην Κόλαση, και βλέπει
τόσες σκιές πεθαμένων, που παγώνει το αίμα του. Το στόμα του
γίνεται παπούτσι με γλώσσα. Όταν τον συνεφέρνει ο Βιργίλιος,
καταφέρνει να αρθρώσει: πόσοι νεκροί, θεέ μου! δεν είχα σκεφτεί
ότι ο θάνατος έχει ξεκάνει τόσους πολλούς2.
Πάνω σ' αυτή την άλλη όψη της πραγματικότητας δεν
έχουμε εικόνα. Γιατί η μελέτη της ιστορίας κακόμαθε τη σκέψη
μας να σταματάει σε πρόσωπα που μετριούνται.
Λέμε, για παράδειγμα, Κάννες ίσον ο ανόητος ύπατος
Τερέντιος Ουάρρων. Στάλινγκραντ ίσον ο τραγικός στρατάρχης
φον Πάουλους και ο Γκαίρινγκ που τον πήρε στο λαιμό του. Για
προσπάθησε όμως να ιδείς έναν-έναν τους πενήντα χιλιάδες
ρωμαίους λεγεωνάριους και ιππείς που έπεσαν στις Κάννες, ή
τους ενενήντα χιλιάδες στρατιώτες που πάγωσαν στο
Στάλινγκραντ; Και που ο καθένας τους σαν ύπαρξη βαραίνει όσο
ο Ουάρρων και ο φον Πάουλους!
Και κατά προέκταση, για προσπάθησε να αντικρύσεις όλους
τους ανθρώπους της γης που έχουν πεθάνει από την εποχή των
τελευταίων παγετώνων μέχρι σήμερα; Και βέβαια που θα παγώσει
το αίμα σου, σαν του Δάντη.
Όταν, λοιπόν, κάτω από την πίεση της μέριμνας ζούμε σ' αυτή
την οντολογική λήθη, είμαστε στην ουσία πεθαμένοι και
ανύπαρκτοι. Όπως ουσιαστικά είμαστε ανύπαρκτοι ο κάθε
έλληνας για τους κατοίκους της Γουατεμάλας.
Και για να το ειπώ αντίστροφα. Σε ρωτώ, αναγνώστη
μου, ποιόνε ξεύρεις από τα είκοσι εκατομμύρια της Πόλης του
Μεξικού; Ποιόνε ξεύρεις από τη χώρα του Πακιστάν με τα εκατόν
δέκα εκατομμύρια της; Κανέναν.
Έξω από τις πέντε δέκα εκατοντάδες ανθρώπους που
γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, ο καθένας από μας για τους
άλλους κι ο καθένας από τους άλλους για μας είναι ο κανένας.
Και ταχιά θα λείψουν κι αυτές οι πέντε δέκα εκατοντάδες.
Λίγο ακόμη και θα τα ξεχάσεις όλα. Λίγο ακόμη και θα σε
ξεχάσουν όλα, που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος.
Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σαρτρ, ο πιο γνήσιος
από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Υπαρξης, είναι ο
κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους
με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη
μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες.
Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει
απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την
ονομάζει «Ο δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη
man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και
σημαίνει τις, κάποιος.
Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό
ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες.
Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον
άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε
αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την
οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης.
Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα
ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους
στην ερημιά, στα άγρια μεσάνυχτα, στις από-γκρεμνες σπηλιές
του «τί είναι;» και στις κώχες του «τί πρέπει;» Είναι η φυσική
σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας.
Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την
πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρε-λαίνουνται,
άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τουςσαν το Βαν Γκογκ,
που πέθανε στα τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης».
Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομά-
ζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz.
Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει
και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η
ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι:
ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη.
Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το
κανένας.
Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι
ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κανένας.
Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του
ένας ή του κανένας, του τις ή του οντις, μας την έδωκε με τρόπο
ακραία αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο.
Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες
λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει,
έπάμεροι- τί δε τις; τί δ' ου τις; σκιάς δναρ άνθρωπος1.
Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; ο
άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου2.
Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου,
έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της.
Καθότανε και κοίταζε ετούτον το θηριάνθρωπο, πού
'χε στη μέση το κούτελο ένα μάτι σα μαύρο φεγγάρι. Περιδιάβαζε
την ατελείωτη κατεβασιά της κεφάλας του, και τις ζαρωματιές της
που κατέβαιναν σα ρέματα, και πάσχιζε να τηνε ξεχωρίσει από
τους γύρω βράχους. Έκανε να κοιτάξει τα δέρματα των αυτιών
του, και κατέβαζε τα μάτια σα δαρμένο σκυλί. Κι όταν άνοιγε το
2το «σκιάς δναρ» εμείς οι λεβέντες το κάνανε «περί όνου σκιάς»!
στόμα του, όταν άνοιγε εκείνο τον καιάδα, χασμουρητά
ρινόκερου και κροκόδειλου τον έκαναν να πισωπατά.
Αλλά σαν είδε σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν' αρπάζει τα
συντρόφια του δύο δύο, να τα χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να
συντρίβουνται και να καταρρέουν τα κόκαλα τους με το σαλαγητό
σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο- σαν είδε να ρουφάει από
το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σα νά 'πινε το γάλα καρύδας,
τότε... Ε' τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια, πόδια,
μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τά 'χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυ-
πάνε σα βουρλισμένα κρόταλα.
- Τωώρα... βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει.
Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να
περιμένει.
Και το μάτι του Κύκλωπα να λουχτουκιά ανάμεσα στα
τσίνορα από φύλλα φραγκοσυκιάς. Και το στόμα του, λαγκάδα
σκοτεινή, να ξερνοβολά ογκανητά, ερευγμούς, ανθρώπινα κρέατα
και κρασιά.
- Ποσειδώνα μου, η χάρη σου. Τι πήγες και γέννησες!
τραύλισε. Με ποια δράκαινα έσμιξες και τό 'καμες ετούτο το
αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού;
Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.
- Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό,
δηλαδή, και φημισμένο στο ντουνιά. Αυτό δεν είναι όνομα,
μπόγια μου. Αυτό είναι ο ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους
δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου. Που τους ακούει ο
κόσμος στα ράδια και στις εφημερίδες. Το όνομα του είναι τίτλος
και κατάθεση της φήμης και της δόξας.
Ετότες ήταν που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία
φόβου και εναντίωσης τού 'ρθε η έμπνευση για το δικό του όνομα,
που θά 'λεγε στον Κύκλωπα, εάν τον ερωτούσε. Αφού αυτός είναι
το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα1.
Εκεί τον εξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο
παραλοϊ-σμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.
- Και πώς σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Πού 'σαι και
τσιρβελής.
Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της
μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.
- Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο
πατέρας μου, κι όλοι μου οι σύντροφοι.
Ούτις εμοί γ' όνομα. Οντιν δέ με κικλήσκουσι μήτηρ ήδε πατήρ
ήδ' άλλοι πάντες εταίροι1.
Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες, και με την
παραυτίδα του.
- Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους
βλάκες να ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θά 'χες
ένα όνομα της προκοπής.
Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο
Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδυά δύο σύντροφοι. Δύο
βραδυές τέσσερες σύντροφοι. Τρεις βραδυές έξι σύντροφοι. Και
τελευταίος εγώ, απόσωσε αχνός σαν την άχνα. Έτσι μου είπε.
Σαν τους αμερικανούς τό 'μοιασα, όταν σκαρώνανε
«τον πόλεμο των άστρων», συλλογίστηκε πικρόχολα. Θα ιδούμε
στο τελεβίζιο όλο τον πλανήτη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός,
θα ευφρανθεί η ψυχή μας το θέαμα, θα φωνάξουμε: ωραία! κι
ύστερα θα πεθάνουμε κι εμείς. Τελευταίοι και με εικόνα.
Τότες ήρθε ο καιρός, για να μπει στο μυαλό του η
Αθηνά. Ο καιρός, με την έννοια που το λέγανε οι έλληνες. Η
κατάλληλη στιγμή, που αλλίμονό σου αν την αφήκεις και
προσπεράσει.
Γιατί βρέθηκε σ' εκείνη την πίεση, που έπρεπε να συμπιεστεί
το ασυμπίεστο. Να στιφτεί το μάρμαρο.
Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας του Οδυσσέα. Ο μεγάλος
αγώνας, ο Kampf, η μια από τις τέσσερες οριακές καταστάσεις
του ανθρώπου, που λένε στη Φιλοσοφία της Ύπαρξης. Αλλά
μήπως δεν το λέει κι ο Πλάτων; "Ενθα δή πόνος τε και άγων
έσχατος ψνχϋ πρόκειται2.
Το μυαλό του εγίνηκε εκείνη η χιονοστιβάδα από τα
δέκα χιλιάδες άρματα του Κόνιεφ και του Ζούκωφ, που
εκατέβαιναν και ισοπέδωναν τα όρη.
Κουβαλάει το δυνατό κρασί από τα ασκιά· μεθάει κουνουπίδι
τον Κύκλωπα- περιμένει να βουλιάξει στον υδράργυρο του ύπνου-
ξύνει με το μπαλταδάκι κοφτερά τη μύτη του παλουκιού· τι
παλούκι, δηλαδή, αυτό ήταν ολόκληρο κατάρτι- και ύστερα το
καίει στη φωτιά.
Κι όταν ο Πολύφημος ξερνοβολά και ροχαλίζει, σα να
κατρακυλάνε στη ροβόλα δέντρα ξερριζωμένα και χαλικω-σιές,
του το μπήγει στο μάτι μ' ένα ουααά! που το παλούκι έφτασε ως
το μυαλό. Έτσι έκαμε τον κόκλη καίκο. Το μονόφθαλμο τυφλό.
Αχνιζε και καιγότανε και τσιτσίριζε το ξύλο και η σάρκα. Και
η γλήνα του ασπραδιού περέχυνε ολάκερη την προσκαμουσιά του
ανθρωποφάγου.
Ακκούμπησε στην άκρη της σπηλιάς ξεπνοημένος.
- Ούτε για να κυριέψω την Τροία δεν ίδρωσα τόσο! απόσωσε.
Και σαν μέρωσε η μέρα και χάραξε η αυγή, γατζώνε-ται αυτός
και το κάθε συντρόφι ένα κριάρι στην κοιλιά, και ξαναβγαίνουν
στο φως από τη γούφα της φοβερής κλεισμάρας. Σα να
ξαναβγήκαν από την κόλαση. Όπως θα ιστορήσει σε μια
παρακατιανή ραψωδία, τη Νέκυια.
Ο Κύκλωπας σκούζει, τινάζεται, βλάστη μά, σπαρταράει.
Χτυπιέται και παραγουλιάζεται απάνω στους βράχους, σαν ένα
πελώριο χταπόδι, που μόνο ο πατέρας του με την τρίαινα θα
δύνοταν να καμακώσει.
Ο Οδυσσέας δύο λιθοπέτια μακρυά, καβάλα στο καράβι του,
σα νά 'τανε καβάλα στην ευνή της Κίρκης, γυρίζει και κοιτάει στο
νησί. Βλέπει το μόστρο να ασπαί-ρει, και με τις οιμωγές και τις
βλαστήμιες του να ξεγδέρ-νει στα τυφλά τους δεκαέξι αέρηδες.
Βάζει τότε τις δύο απαλάμες στο στόμα του χωνί, και του
φωνάζει.
- Εεεέ, Πολύφημε. Άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε ποτές,
ποιος σου πούλησε την άγρια τυφλομάρα στο φεγγί σου, που ένα
τό 'χες και κείνο όρτσα, να τους ειπείς ο Οδυσσέας. Ο γιος- του
Λαέρτη. Ο καστροκα-ταλύτης...
Κύκλωψ, αϊ κέν τις σε καταθνητών ανθρώπων όφθαλμοϋ
εϊρηται άεικελίην άλαωτύν φάσθαι Όδνσσήα πτολιπόρθιον
εξαλαώσαι1.
Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείω-
σε ο Οδυσσέας. Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η
ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε
άνθρωπος του μέλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια. Είτε στο
ρόλο του Οδυσσέα, είτε στο ρόλο των συντρόφων. Όχι βέβαια του
Κύκλωπα. Γιατί ο Κύκλωπας είναι ο λόγος της φύσης και ο
ορισμός της μοίρας μας.
Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι,
ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην
αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας. Αυτή μας παλεύει, να μη δέσουμε
δεσμούς συναγωγούς φιλίας με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης
μας. Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κανένας.
Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύνα-
μη, που μας τη φόρτωσαν οι θεοί, ο Δίας η Μέριμνα η Γη, φενάκη
και δόλωμα, για να μη νιώθουμε άκοπα και χάρισμα το πολύτιμο
νόημα της ίδιας της ζωής μας· αν φτάσουμε να πληρώσουμε το
ακριβό λύτρο που αξιώνει η φύση και η ουσία της ανθρώπινης
μοίρας μας· αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από
τον απλοϊκά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο,
από τη φλογέρα του βοσκού στο φλάουτο του Μότσαρτ (Zauberflöte),
από το Man στην Existenz, από το Ουτις στο Οδυσσέας· αν
γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το
πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας· αν
περπατήσουμε το βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι, και όχι
κοιμισμένοι και νεκροί που σαλαγιού-νται σαν πρόβατα στο
Γιοφύρι της Λόντρας ή στην οδό Πανεπιστημίου,
τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της
σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του
Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον
άνθρωπο με όνομα. Ένα άγαλμα ορατό και ωραίο ωσάν το
Δορυφόρο του Πολύκλειτου.
Ποιοι είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα; Είναι εκείνοι που ο
καθένας τους είναι ένας Κανένας, και Κανένας θα μείνει. Μας
είναι και θα μας μείνουν τόσο άφαντοι και άγνωστοι όσο και οι
κάτοικοι του Λάγκος και της Μοζαμβίκης σήμερα, ή οι κάτοικοι
της Σκυθίας και της Βαι-τικής εχθές.
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα είναι κάποιοι «ομογενείς» , κατά
την πονεμένη έκφραση του Μυριβήλη, που έζησαν στο χωριό και
στον καιρό του Σολωμού, του Καποδίστρια, του Βενιζέλου, του
Καβάφη, και όποιου άλλου μεγάλου και τιμημένα επώνυμου1.
Είναι οι χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι που έζησαν και
βουλιάξανε άγνωστοι και ανώνυμοι για μας στην άπειρη λήθη του
σύμπαντος.
Όμοια, όπως εβούλιαξε ο παπούς του παπού μου και η
γιαγιά της γιαγιάς σου. Γνωρίζεις, τίμιε αναγνώστη, να μου ειπείς
ποιο ήταν το όνομα της γιαγιάς της γιαγιάς σου; Την εσκέφθηκες
ποτέ σου έστω και μία φορά; Που ημπορεί να ήταν και έμορφη,
σαν τη Μπαλατσινού! Πού ξέρεις;
Ο Σολωμός όμως και ο Κολοκοτρώνης, ο Βενιζέλος ο
Κάλβος, και οι άλλοι μεγάλοι και τίμιοι επώνυμοι είναι ο Κανένας
που ενίκησε τον κύκλωπα της Μέριμνας, και κα-ταστάθηκε να
γίνει ο ένας με τ' όνομα.
Είναι οι άνθρωποι, που, ένας ένας στο πόστο του, εκά-μανε
τον αγώνα και ζήσανε την αγωνία, που έκαμε και έζησε στην
αρχή της Κυκλώπειας ο Κανένας, για να γίνει στο τέλος ο
Οδυσσέας.
Δρόμος, ε!
0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας την γνώμη σας για την ανάρτηση αυτή .