Ποιά είναι η Monsanto ; Τι παράγει ; Με ποιό τρόπο επιτυγχάνει τους στόχους της ; Χιλιάδες νεκροί τα θύματά της ανά τον κόσμο .
O Vinod ήταν ένας έμπειρος γεωργός στο χωριό Μποτοντάμ, που καλλιεργούσε για χρόνια βαμβάκι. Θα μπορούσε ίσως να συνεχίζει να είναι ένας επιτυχημένος επαγγελματίας και οικογενειάρχης, αν οι συνάδελφοί του στα γειτονικά χωράφια δεν άρχιζαν να καλλιεργούν γενετικώς τροποποιημένο (Γ.Τ.) βαμβάκι. Μοιραία, οι καλλιέργειές του επιμολύνθηκαν από μια «παράξενη ασθένεια» και ο ίδιος δεν ήξερε πώς να το αντιμετωπίσει. Ετσι, δανείστηκε χρήματα για να αγοράσει και εκείνος τον περίφημο σπόρο βαμβακιού BT Cotton της Monsanto (Μονσάντο). Το 2003 η σοδεία του πήγε «άπατη» και αυτοκτόνησε στα 40 του χρόνια. Η γυναίκα του αντιμετωπίζει το κοινωνικό στίγμα και ταυτοχρονα μεγαλώνει σήμερα τα πέντε παιδιά τους με ημερήσιο εισόδημα 0,6 ευρώ. «Ντρέπομαι για ό,τι μας συνέβη, αλλά καταλαβαίνω τον πατέρα μου», λέει ο 17χρονος γιος του, Rajkumar, που έμεινε ορφανός στα 11 του. Ο νεαρός Ινδός ξυπνάει κάθε μέρα στις 5.30 το πρωί και περπατάει μέχρι το σχολείο του. «Θέλω να γίνω δάσκαλος, θέλω να κάνω κάτι για τη μητέρα μου και να διασώσω την υπόληψη της οικογένειάς μου», δηλώνει. Η αυτοκτονία του Vinod δεν αποτελεί, δυστυχώς, μεμονωμένη περίπτωση: υπολογίζεται ότι από το 1998 έως και το 2008 έχουν προχωρήσει στο απονενοημένο διάβημα περίπου 200.000 αγρότες (στην πλειονότητα βαμβακοκαλλιεργητές) στην κεντρική Ινδία.
«Κάθε μέρα πάνω από τρεις αγρότες αυτοκτονούν πίνοντας φυτοφάρμακο, πηδώντας σε ορμητικά ποτάμια, κρεμώμενοι από δέντρα ή αυτοπυρπολούμενοι», είχε δηλώσει παλαιότερα σε συνέντευξή της η Vandana Shiva (Βαντάνα Σίβα), διεθνώς αναγνωρισμένη φυσικός και ακτιβίστρια. Το 2002 ήταν η χρονιά-σταθμός, οπότε και επίσημα άρχισε η καλλιέργεια γενετικώς τροποποιημένου βαμβακιού. «Στο διάστημα 2002 - 2007 υπολογίζουμε ότι ένας αγρότης κάθε τριάντα λεπτά αυτοκτονούσε», συμπληρώνει o P. Sainath, βραβευμένος Ινδός δημοσιογράφος που ασχολείται με τα αγροτικά θέματα. Η κατάσταση μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει, απλώς δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία λόγω του μεγάλου πληθυσμού της χώρας. «Οι αυτοκτονίες, στην πραγματικότητα, είναι περισσότερες», τονίζει ο δημοσιογράφος στο ΟΙΚΟ και προσθέτει: «Υπάρχουν και χιλιάδες αγρότισσες αυτόχειρες, οι οποίες λόγω εθιμικού δικαίου δεν είναι ιδιοκτήτριες γης και επομένως δεν θεωρούνται αγρότισσες, γι' αυτό και δεν καταγράφονται». Δεν είναι, άλλωστε, λίγα και τα ζευγάρια που πέρασαν μαζί στην... άλλη πλευρά.
Ασύλλυπτη τραγωδία
«Στην ιστορία της Ινδίας ποτέ δεν είχαμε κύματα αυτοκτονιών· αυτό το φαινόμενο εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία με την παγκοσμιοποίηση της αγοράς. Μεταξύ άλλων, απελευθερώθηκε και η πώληση σπόρων, με συνέπεια να επιτρέπεται σε εταιρείες, όπως η Cargill και η Moνσάντο, να πωλούν ανεξέλεγκτα σπόρους που δεν είχαν αποδειχτεί ασφαλείς... Αλλά αυτά σχετίζονται με μια νεοφιλελεύθερη πολιτική», σχολιάζει ο κ. Sainath. «Δυστυχώς, είχαμε δεκάδες χιλιάδες αυτοκτονίες αγροτών και πριν από την έναρξη των γενετικώς τροποποιημένων καλλιεργειών στην πατρίδα μου», διευκρινίζει. Η αγροτική πολιτική στην Ινδία τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν τόσο αντιλαϊκή, που στο διάστημα 1991 - 2001, 8 εκατομμύρια αγρότες εγκατέλειψαν το επάγγελμα. Το σύστημα άρδευσης άρχισε να ιδιωτικοποιείται, οι επενδύσεις στην ύπαιθρο μειώθηκαν. Πολλές τράπεζες έκλειναν τα υποκαταστήματά τους εκεί, δυσχεραίνοντας το δανεισμό και ωθώντας τους παραγωγούς σε τοκογλύφους. Οι βαμβακοκαλλιεργητές, ωστόσο, υπήρξαν ανέκαθεν οι πλέον αδικημένοι μεταξύ των αγροτών. «Η πλειονότητά τους, που δραστηριοποιούνταν σε φτωχές και άνυδρες περιοχές της χώρας, δεν τύγχανε της ίδιας πολιτικής στήριξης με τους παραγωγούς ζαχαροκάλαμου», περιγράφει. Ετσι, «εγκλωβίστηκαν στη μεταβλητότητα των διεθνών τιμών και είδαν το κόστος παραγωγής τους να εκτοξεύεται στα ύψη». Το 1991, η τιμή για ένα κιλό σπόρους ήταν 9 ρουπίες (0,166 ευρώ) και το 2004 οι γεωργοί πλήρωναν για 450 γραμμάρια σπόρο BT Cotton 1.650 με 1.800 ρουπίες (30,46 με 33,23 ευρώ).
«Η κρατική παρέμβαση που συγκράτησε την τιμή ήλθε πολύ αργά. Η ζημιά είχε ήδη γίνει», σχολιάζει ο Ινδός δημοσιογράφος. Η Ινδία έχει παράδοση στην καλλιέργεια βαμβακιού - μετά την Κίνα είναι η δεύτερη παραγωγός χώρα παγκοσμίως. Τη δεκαετία του '80, οι αγρότες δελεάστηκαν από τα πολλά υποσχόμενα υβρίδια, τα οποία πολλοί εισήγαγαν στις καλλιέργειες βαμβα- κιού. Το 1998, η Μονσάντο αρχίζει συνεργασία με την ινδική Mohyco με στόχο τη δημιουργία και την προώθηση στην αγορά Γ.Τ. βαμβακιού. Πολλές εγχώριες εταιρείες έσπευσαν να συνεργαστούν με τον αμερικανικό κολοσσό, ενώ οι διαφημιστικές «επιστράτευσαν» το βαρύ πυροβολικό τους: οι Ινδοί βομβαρδίστηκαν από όλα τα Μέσα με σποτ όπου πρωταγωνιστούσαν αγαπημένοι ηθοποιοί του Μπόλιγουντ. Τους έταζαν μεγαλύτερη σοδειά με λιγότερο νερό και ελάχιστους εχθρούς. «Spay less, profit more-Monsanto seeds», ευαγγελιζόταν ένα από τα πολλά διαφημιστικά σλόγκαν. Τι άλλο να ονειρεύεται ένας αγρότης; Στην επίσημη σελίδα του Foundation for Biotechnology Awareness and Education, γίνεται διθυραμβική αναφορά στην επιτυχία του BT Cotton στην Ινδία: τα τρία αρχικά υβρίδια του BT Cotton το 2002 έγιναν 131 το 2007 και η σοδειά του αγρότη αυξήθηκε κατά 46%! Η Vandana Shiva χαρακτηρίζει το όλο σχέδιο ως τη «μεγαλύτερη επιστημονική απάτη» που έπληξε ποτέ την πατρίδα της… '
Σπόροι και φυτοφάρμακα
«Το υψηλό κόστος των σπόρων συνδέεται με το υπέρογκο κόστος των φυτοφαρμάκων, γιατί αυτού του είδους οι σπόροι χρειάζονται χημικά», επισημαίνει η κάτοχος του εναλλακτικού Νομπέλ Ειρήνης το 1993. «Επιπλέον, οι ακριβοί αυτοί σπόροι πρέπει να αγοράζονται κάθε χρόνο, γιατί είναι έτσι σχεδιασμένοι, ώστε να μην επαναχρησιμοποιούνται/αναπαράγονται», συμπληρώνει. Σε περίπτωση που ένας αγρότης αλλάξει γνώμη, δεν μπορεί να κάνει αγρανάπαυση και να επανέλθει στην παλιά «συμβατική» του καλλιέργεια. «Με την καλλιέργεια του BT Cotton εμφανίστηκαν νέες ασθένειες στο βαμβάκι, που εδώ και 300 χρόνια δεν τις ξέραμε», καταγγέλλει ο Ram Kalaspurka. «Aυτές οι ασθένειες σκότωσαν κάποια είδη δέντρων όπως τα μάνγκο και τις λεμονιές».
Ο ίδιος, πρόεδρος του Οrganic Cotton Association, είναι πεπεισμένος πως οι Γ.Τ. σπόροι έχουν εισέλθει ευρέως στην αγροτική παραγωγή της Ινδίας. Προ ολίγων ημερών, ωστόσο, και ενώ οι Ινδικές Ρυθμιστικές Αρχές τον Οκτώβριο του 2009 είχαν δώσει το «πράσινο» φως για την καλλιέργεια μιας μεταλλαγμένης μελιτζάνας, της λεγόμενης BT brinjal της Mονσάντο, ο υπουργός Περιβάλλοντος Ζαϊράμ Ράμες αποφάσισε να επιβάλει μορατόριουμ στην κυκλοφορία της. Αρχισαν άραγε οι «προύχοντες» της Ινδίας να λαμβάνουν το «μήνυμα»; Το σχέδιο, που είχε ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζεται πειραματικά, δέχτηκε σφοδρή κριτική από περιβαλλοντικές οργανώσεις, αριστερούς πολιτικούς και σκληροπυρηνικούς ινδουιστές, προς το παρόν πάντως έχει παγώσει: «Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπάρξει βιασύνη. Το μορατόριουμ θα συνεχιστεί όσο χρειάζεται, προκειμένου να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη του κοινού, κατέληξε ο Ράμες.
Θύτες και θύματα
Πολλοί χαρακτηρίζουν το φαινόμενο των μαζικών αυτοκτονιών σαν μια γενοκτονία νέας μορφής, που μαστίζει τις αγροτικές περιοχές της χώρας όπου ζει το 70% του πληθυσμού της. Σύμφωνα ωστόσο, με τον Sudhir Goel, στέλεχος της κυβέρνησης, η οποία φέρεται να προσυπέγραψε την προώθηση αυτής της μορφής γεωργίας, για τους θανάτους «δεν πρέπει να κατηγορούμε το BT Cotton. Δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη διαφήμιση· άλλωστε, δεν παραπλανούν τους καταναλωτές. Αναφέρουν, όπως εξάλλου γράφεται και στη συσκευασία, ότι για να έχεις καλή απόδοση, πρέπει να έχεις ένα καλό χωράφι, που να διαθέτει καλό αρδευτικό σύστημα». Από την άλλη πλευρά, ο βαμβακοπαραγωγός Akki Ramulu, στο χωριό Mallapuran, έχει αντίθετη άποψη. Καλλιέργησε τον επίμαχο σπόρο σε 4 στρέμματα και περίμενε να έχει σοδειά 1.800 κιλά, όπως του είχε υποσχεθεί η εταιρεία.
Ωστόσο, η παραγωγή του μόλις που έφτασε τα 200 κιλά και το φυτό, που παλιά είχε 100 κάψουλες, τώρα είχε το πολύ 20 με 30. Στον ίδιο και στους συγχωριανούς του, οι πωλητές είχαν πει ότι δεν χρειάζονται καθόλου φυτοφάρμακα. «Τα ζωύφια δεν μπορούσαμε να τα ελέγξουμε ούτε με ζιζανιοκτόνα», δηλώνει στην Greenpeace. «Είναι αλήθεια ότι τους πρώτους τρεις μήνες δεν είδαμε καθόλου το κόκκινο σκουλήκι, όταν όμως μας επισκέφτηκε, δεν μπορούσαμε να το «μαζέψουμε»». Ο Akki ψέκασε πέντε φορές με κάθε είδους φυτοφάρμακο (ακόμα και τα απαγορευμένα στον δυτικό κόσμο, λόγω τοξικότητας, Monocrotophus και Endosulfan), αλλά διαπίστωσε ότι ήταν ανώφελο, και έτσι σταμάτησε. Σήμερα πια θεωρεί τον εαυτό του τον μεγάλο χαμένο. Υπολογίζει ότι ξόδεψε 12.000 ρουπίες, δηλαδή 188,64 ευρώ, και εισέπραξε μόλις 2.000 ρουπίες, δηλαδή 31,44 ευρώ.
«Παιχνίδι» εις βάρος των αγροτών
«Οταν η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται να μας προστατέψει, εμείς πώς μπορούμε να αμυνθούμε;» αναρωτιέται ο εξαπατημένος αγρότης. Το μόνο μέτρο που η ινδική κυβέρνηση πήρε για να «σώσει» την κατάσταση ήταν η διαγραφή χρεών. «Ηταν, ωστόσο, ένα αμφιλεγόμενο μέτρο, αφού δεν συνυπολόγιζε τα χρέη σε τοκογλύφους, παρά μόνο στην τράπεζα. Παράλληλα, ίσχυσε μόνο για αγρότες που είχαν στην ιδιοκτησία τους συγκεκριμένα στρέμματα, χωρίς να λαμβάνει υπ' όψιν τις διαφορές από περιοχή σε περιοχή», εξηγεί ο P. Sainath. Εν ολίγοις, το μέτρο ανακούφισε ελάχιστους αγρότες. Το απόσταγμα της εμπειρίας τους με το BT Cotton είναι σημαντικό. Οπως παρατήρησαν οι χωρικοί στο Mallapuran, οι αντιπρόσωποι της εταιρείας τούς επισκέπτονταν τακτικά στην αρχή, με το που άρχισαν όμως τα προβλήματα, μεμιάς έγιναν άφαντοι. Τους υποσχέθηκαν αποζημίωση και έκπτωση στο σπόρο την επόμενη χρονιά, μόνο και μόνο για να αποφύγουν την κατά πρόσωπο αντιπαράθεση μαζί τους.
Οι αγοραστές βαμβακιού, από την άλλη, αρνούνταν να προμηθευτούν το μεταλλαγμένο βαμβάκι και έθεταν τον όρο να το αναμείξουν με άλλες ποικιλίες. Οι κάψες ή τα καρύδια του BT Cotton ήταν μικρότερα από τα συνηθισμένα και η ίνα κοντύτερη. Οι βαμβακοκαλλιεργητές αντιλήφθηκαν το «παιχνίδι» που παίχτηκε εις βάρος τους και αποφάσισαν την επόμενη χρονιά να μην το αγοράσουν. Χιλιάδες άλλοι συνάδελφοί τους, όμως, δεν είχαν δικαίωμα για «παραστρατήματα». Αθώοι και αδαείς, πίστεψαν τις υποσχέσεις, πήραν δάνεια, τα οποία δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν εξαιτίας της συνεχώς μικρότερης σοδειάς. Εισήλθαν σε έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο μόνο πεθαίνοντας μπόρεσαν να βγουν. «Για την κυβέρνηση είμαστε μυρμήγκια, είτε ζούμε είτε πεθάνουμε είναι το ίδιο», λέει με απογοήτευση ένας Ινδός αγρότης σε βίντεο στο YouTube, που έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Και όλα αυτά, τη στιγμή που οι αυτοκτονίες γυναικών και αντρών συνεχίζονται στην Ινδία για χρέη ακόμα και 900 ευρώ..
Το «αμαρτωλό» Bt Cotton
Μπορεί η οικονομία της Ινδίας να αναπτύσσεται γοργά, αλλά η γεωργία είναι η... αχίλλειος πτέρνα της, καθώς εκατοντάδες εκατομμύρια αγροτών έπεσαν θύματα των Γ.Τ. σπόρων της Μoνσάντο. Πώς όμως ο «θαυματουργός» σπόρος τούς οδήγησε στην καταστροφή; Οι επιστήμονες εισήγαγαν στο προϊόν αυτό μια ουσία βακτηριακής προέλευσης, την Bacillus thuringiensis. Αρχικός «στόχος» ήταν το βαμβάκι να παράγει τη δική του τοξίνη, η οποία με τη σειρά της θα εξουδετέρωνε το κόκκινο σκουλήκι, τον υπ' αριθμόν ένα εχθρό της καλλιέργειας. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαν έτσι ακριβώς όπως υπολόγιζαν οι βιοτεχνολόγοι, καθώς το εν λόγω σκουλήκι αναπτύσσει συνεχώς μεγαλύτερη ανθεκτικότητα. Ταυτόχρονα, η εξουδετέρωσή τoυ απαιτεί συνεχώς νέα, διαφορετικής τεχνολογίας, παρασιτοκτόνα.
Παράλληλα, μια σειρά «εχθρών» του βαμβακιού συνεχίζουν να πλήττουν την παραγωγή ανενόχλητοι, ενώ οι πιθανότητες επιμόλυνσης (μέσω μελισσών ή άλλων εντόμων) δεν είναι αμελητέες. Kαι όπως απέδειξε το Ινστιτούτο Προστασίας Φυτών στην Κίνα, όπου και εκεί καλλιεργείται συστηματικά το BT Cotton, μόνο ύστερα από 12 ή 13 σοδειές η τοξίνη που παράγει ο καρπός εξασθενεί!
Αυτοί που πάνε κόντρα στο ρεύμα
Navdanya: «Πνευματικό παιδί» της Vandana Shiva, είναι ένα δίκτυο που προωθεί τη βιοποικιλότητα και προστατεύει τους καλλιεργητές. Οργανώνει τη διατήρηση και την ανταλλαγή σπόρων, υποστηρίζει τη βιολογική καλλιέργεια. Παράλληλα και σε συνεργασία με το Schumacher College της Μεγάλης Βρετανίας, λειτουργεί ένα εκπαιδευτικό κέντρο για αγρότες, το «Πανεπιστήμιο της Γης» (Earth College), που μέσω των σεμιναρίων του προσπαθεί να μυήσει τους συμμετέχοντες σε γεωργικές πρακτικές, φιλικές προς το περιβάλλον. Πληροφορίες: http://www.navdanya.org
Fair Trade: Αναγνωρίζει τη μεγάλη πτώση της τιμής πώλησης του βαμβακιού τα τελευταία είκοσι χρόνια (με αποκορύφωμα τη χρονιά 2001 - 2002), που προκαλεί σοβαρές κοινωνικές αναταράξεις σε αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ινδία. Από το 2004 η οργάνωση καθιέρωσε σταθερές τιμές πώλησης του προϊόντος, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις επιμέρους συνθήκες καλλιέργειες και τις εν γένει ιδιαιτερότητες κάθε παραγωγού χώρας. Από το 2005, στην Ινδία οργανώθηκε η Agrocel Pure and Fair Cotton Grower's Association με συμμετοχή 20.000 αγροτών σε έξι πολιτείες της χώρας. «Δεν έχω μορφωθεί, θέλω όμως τα παιδιά μου να πάνε σχολείο. Χάρη στις τιμές της Fair Trade, μπορώ να το κάνω», λέει με ικανοποίηση ένας Ινδός βαμβακοπαραγωγός.
Η πανίσχυρη ΜΟΝΣΑΝΤΟ
Ο αμερικανικός γίγαντας της αγρο-βιοτεχνολογίας ελέγχει το 90% των γενετικώς τροποποιημένων φυτών και σπόρων, και κατέχει τα ρεκόρ βιομηχανικής μόλυνσης και μηνύσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Από το 1901, οπότε ιδρύθηκε στο St. Louis του Μιζούρι, δεν έχει σταματήσει να παράγει άκρως επικίνδυνα προϊόντα για την ανθρώπινη υγεία, τα οποία καταλήγουν να απαγορεύονται από δημόσιους φορείς, αφού προηγουμένως έχουν προκαλέσει σημαντικά προβλήματα.
0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας την γνώμη σας για την ανάρτηση αυτή .