Η επικοινωνία αποτελεί το μέσον μεταδώσεως του πολιτισμού και η γλώσσα πρωταρχικόν μέσον της επικοινωνίας.
Μία γλωσσολογική ανάλυσις είναι δυνατόν να μας πληροφορήση όχι μόνον διά την ύπαρξιν αλλά και διά την ποιότητα και έκτασιν ενός πολιτισμού, καθώς και διά τον εντοπισμόν -αν και όχι επακριβώς- των πηγών του.
Όσον και αν διά πολλούς είναι δυσάρεστον, πρέπει να δεχθούμε την αδιάσειστον αλήθειαν οτι η ελληνική γλώσσα ήτο δημιούργημα και μέσον μεταδώσεως παγκοσμίως, ενός πολιτισμού, υψίστου μεγαλείου, ακατανοήτου και σήμερον ακόμη και εν πολλοίς αδιερευνήτου.
Η "ομιλία" αποτελεί ένα πολύπλοκον και πολυποίκιλον ενδοεπικοινωνιακόν εγκεφαλικόν σύστημα και "επεξεργασία" περιπλοκωτέρα απ' ότι εις το "κέντρον της ομιλίας" έχει αποδωθή. Διάχυτες και πολλαπλές εγκεφαλικές "περιοχές" συνεργάζονται ώστε να αποδωθή ο "λόγος" εις την πλήρην του έκφρασιν και με το πλήρες περιεχόμενόν του (προϋπόθεσις απαράβατος: κατανόησις εις την "αποδοχήν" και απόδοσις "κατανοητή").
Μία πολύ εξελιγμένη γλώσσα δεν είναι αποτέλεσμα ενός εξελιγμένου εγκεφαλικού κέντρου ομιλίας, μόνον. Αποτελεί το αποτέλεσμα μιάς διάπλοκης εξελικτικής διεργασίας πολλών εγκεφαλικών περιοχών, συνεργαζομένων περιπλόκως, αδιαφόρως εάν "εκφράζεται" με τρόπο φαινομενικώς απλόν. Συγχρόνως συνεργούν, κρίσις, μνήμη, συναίσθημα, "συνείδησις", αλληγορία, μεταφορά, συσχετίσεις, γνώσεις, υποθέσεις, σκοπιμότητες, "αξίες", η υπολανθάνουσα αίσθησις του ανεκφράστου και του ακροτάτου λεκτικού φράγματος πέραν του οποίου δεν είναι δυνατόν να υπάρχη "κενόν", ψυχολογικόν υπόβαθρον, νοητική δυναμική κ.λ.π.
Ο λόγος είναι δυνατόν να έχη αφαιρετικάς ή προσθετικάς ιδιότητας εις τοιούτον βαθμόν ορισμένας φοράς ώστε να φαίνεται σχεδόν ανεξαρτητοποιημένη ολότης από το αντικείμενόν του, το οποίον είναι δυνατόν να αποκτά επιπροσθέτους "επιγενείς" (λογογενείς) διαστάσεις, αδιαφόρως εάν πολλές πραγματικές του δεν αποδίδονται λεκτικά. Το πιθανότερον, βεβαίως είναι η "αφαίρεσις" ακόμη και η αλλοίωσις εις βαθμόν ακόμη που να υφίσταται ελαχίστη θεωρητικοπραγματική συσχέτισις.
Η ενδοδομή της ελληνικής γλώσσης, πέραν από την δυναμική της περιγραφικής της ικανότητος, κατώρθωσε πολλές φορές να παραβιάζη και τους περιγραφικούς "ορίζοντας" δίχως να χάνεται εις ασαφείας.
Οι Έλληνες, άριστοι γνώστες και δημιουργοί της "νοηματικής" των λέξεων, κατόρθωσαν να αποδώσουν με εσωτερικήν αριθμοσοφικήν και βαθυτάτη νοηματικήν ακρίβειαν την "ουσίαν" του αντικειμένου.
Διά τον Ελληνικό Λόγο θα αποτελούσε ιεροσυλία μία έκφρασις όπως: ο χωμάτινος ουρανός της ενδοχώρας, ή το ουράνιον υπέδαφος, ή η κοπρεία σελήνη ή ..... επί του προκειμένου το ..... κατσικοπέλαγος, δηλ. το Αιγαίον (όπως υποστηρίζουν πολλοί). Ο σημερινός όμως, έκφυλος διασυρμός του Ελληνικού Λόγου επιτρέπει πολλά. Οι έκφυλοι υπέρμαχοι δύνανται να αποδίδουν λεκτικώς την γλαύκη ως σκονισμένη αιγοπροβιά και το απαστράπτον, παλλόμενον, κυματώδες γαλάζιο και υπερδύναμο υγρό στοιχείον ως κατσικοκοπάδι!. Όχι όμως οι πρόγονοι ημών. Ποτέ, ένας τόσο ψευδής, εσφαλμένος και ανοηματικός χαρακτηρισμός μορφής, περιεχομένου, θρύλων, ιστορίας και δυναμικής δεν θα εδίδετο από τους αρχαίους Έλληνας.
Το Αιγαίον (ομού μετά του Ολύμπου) αποτελεί ύψιστον και πολυσήμαντον ορόσημο της Ελληνικής Φυλής, πλημμυρισμένο από μνήμες και θρύλους που ανταυγάζουν εις την λεκτικήν έκφρασιν, στο όνομά του: Αιγαίον. Δεν ήτο δυνατόν οι Έλληνες να αποστερήσουν το νοηματικό περιεχόμενον και της εξελικτικής του ακολουθίας το μεγαλείον, από μία θάλασσα την οποίαν είχαν σχεδόν Θεοποιήσει. Οι θρύλοι, αλλά και αι εμπειρίαι, ακόμη αι εμπειρίαι αι οποίαι έγιναν θρύλοι, συγχρόνως με την "ουσίαν" του αντικειμένου "αποτυπώνονται" εις την λέξιν η οποία "χαρακτηρίζει" το αντικείμενον.
Μία γλωσσολογική ανάλυσις είναι δυνατόν να μας πληροφορήση όχι μόνον διά την ύπαρξιν αλλά και διά την ποιότητα και έκτασιν ενός πολιτισμού, καθώς και διά τον εντοπισμόν -αν και όχι επακριβώς- των πηγών του.
Όσον και αν διά πολλούς είναι δυσάρεστον, πρέπει να δεχθούμε την αδιάσειστον αλήθειαν οτι η ελληνική γλώσσα ήτο δημιούργημα και μέσον μεταδώσεως παγκοσμίως, ενός πολιτισμού, υψίστου μεγαλείου, ακατανοήτου και σήμερον ακόμη και εν πολλοίς αδιερευνήτου.
Η "ομιλία" αποτελεί ένα πολύπλοκον και πολυποίκιλον ενδοεπικοινωνιακόν εγκεφαλικόν σύστημα και "επεξεργασία" περιπλοκωτέρα απ' ότι εις το "κέντρον της ομιλίας" έχει αποδωθή. Διάχυτες και πολλαπλές εγκεφαλικές "περιοχές" συνεργάζονται ώστε να αποδωθή ο "λόγος" εις την πλήρην του έκφρασιν και με το πλήρες περιεχόμενόν του (προϋπόθεσις απαράβατος: κατανόησις εις την "αποδοχήν" και απόδοσις "κατανοητή").
Μία πολύ εξελιγμένη γλώσσα δεν είναι αποτέλεσμα ενός εξελιγμένου εγκεφαλικού κέντρου ομιλίας, μόνον. Αποτελεί το αποτέλεσμα μιάς διάπλοκης εξελικτικής διεργασίας πολλών εγκεφαλικών περιοχών, συνεργαζομένων περιπλόκως, αδιαφόρως εάν "εκφράζεται" με τρόπο φαινομενικώς απλόν. Συγχρόνως συνεργούν, κρίσις, μνήμη, συναίσθημα, "συνείδησις", αλληγορία, μεταφορά, συσχετίσεις, γνώσεις, υποθέσεις, σκοπιμότητες, "αξίες", η υπολανθάνουσα αίσθησις του ανεκφράστου και του ακροτάτου λεκτικού φράγματος πέραν του οποίου δεν είναι δυνατόν να υπάρχη "κενόν", ψυχολογικόν υπόβαθρον, νοητική δυναμική κ.λ.π.
Ο λόγος είναι δυνατόν να έχη αφαιρετικάς ή προσθετικάς ιδιότητας εις τοιούτον βαθμόν ορισμένας φοράς ώστε να φαίνεται σχεδόν ανεξαρτητοποιημένη ολότης από το αντικείμενόν του, το οποίον είναι δυνατόν να αποκτά επιπροσθέτους "επιγενείς" (λογογενείς) διαστάσεις, αδιαφόρως εάν πολλές πραγματικές του δεν αποδίδονται λεκτικά. Το πιθανότερον, βεβαίως είναι η "αφαίρεσις" ακόμη και η αλλοίωσις εις βαθμόν ακόμη που να υφίσταται ελαχίστη θεωρητικοπραγματική συσχέτισις.
Η ενδοδομή της ελληνικής γλώσσης, πέραν από την δυναμική της περιγραφικής της ικανότητος, κατώρθωσε πολλές φορές να παραβιάζη και τους περιγραφικούς "ορίζοντας" δίχως να χάνεται εις ασαφείας.
Οι Έλληνες, άριστοι γνώστες και δημιουργοί της "νοηματικής" των λέξεων, κατόρθωσαν να αποδώσουν με εσωτερικήν αριθμοσοφικήν και βαθυτάτη νοηματικήν ακρίβειαν την "ουσίαν" του αντικειμένου.
Διά τον Ελληνικό Λόγο θα αποτελούσε ιεροσυλία μία έκφρασις όπως: ο χωμάτινος ουρανός της ενδοχώρας, ή το ουράνιον υπέδαφος, ή η κοπρεία σελήνη ή ..... επί του προκειμένου το ..... κατσικοπέλαγος, δηλ. το Αιγαίον (όπως υποστηρίζουν πολλοί). Ο σημερινός όμως, έκφυλος διασυρμός του Ελληνικού Λόγου επιτρέπει πολλά. Οι έκφυλοι υπέρμαχοι δύνανται να αποδίδουν λεκτικώς την γλαύκη ως σκονισμένη αιγοπροβιά και το απαστράπτον, παλλόμενον, κυματώδες γαλάζιο και υπερδύναμο υγρό στοιχείον ως κατσικοκοπάδι!. Όχι όμως οι πρόγονοι ημών. Ποτέ, ένας τόσο ψευδής, εσφαλμένος και ανοηματικός χαρακτηρισμός μορφής, περιεχομένου, θρύλων, ιστορίας και δυναμικής δεν θα εδίδετο από τους αρχαίους Έλληνας.
Το Αιγαίον (ομού μετά του Ολύμπου) αποτελεί ύψιστον και πολυσήμαντον ορόσημο της Ελληνικής Φυλής, πλημμυρισμένο από μνήμες και θρύλους που ανταυγάζουν εις την λεκτικήν έκφρασιν, στο όνομά του: Αιγαίον. Δεν ήτο δυνατόν οι Έλληνες να αποστερήσουν το νοηματικό περιεχόμενον και της εξελικτικής του ακολουθίας το μεγαλείον, από μία θάλασσα την οποίαν είχαν σχεδόν Θεοποιήσει. Οι θρύλοι, αλλά και αι εμπειρίαι, ακόμη αι εμπειρίαι αι οποίαι έγιναν θρύλοι, συγχρόνως με την "ουσίαν" του αντικειμένου "αποτυπώνονται" εις την λέξιν η οποία "χαρακτηρίζει" το αντικείμενον.
αίγ: (η ρίζα εκ του αΐσσω). Σημαίνει δόνησις, κλονισμός, σεισμός, σείω, πάλλω, εξακοντίζω.
αΐσσω: κινούμαι μετά ταχείας και ορμητικής κινήσεως, ρίπτομαι, ορμώ, απαστράπτω εις το φως.
αιγαίος, α, ον: θαυμαστός, επίφθονος
αιγαίομαι: οργίζομαι κλπ
αίγεν και αίγες: υψηλά κύματα
αιγιαλός: (αΐσσω+αλς) ένθα η θάλασσα ορμά
Αιγεύς: εκ του αΐγεν: κύματα
Αιγαίων-ωνος: ο εκατόγχειρ υιός του Ουρανού και της Γαίας, έχων άμεσον σχέσιν με το αιγαίον....
Αίγη: μυθική βασίλισσα των Αμαζόνων η οποία επνίγη εις το αιγαίον ... (πρό του Τρωικού Πολέμου)
Αιγήεις ή Αιγίς: μυθικό τέρας, υιός της Γαίας, το οποίον επέφερε παντού απ' όπου διήρχετο τον όλεθρον και τον θάνατον. Από το στόμα του εξήρχοντο φλόγες αι οποίαι κατέστρεψαν την Αίγυπτον, την Φοινίκην, την Λιβύην και την Φρυγίαν. Tο εφόνευσε τελικώς η Αθηνά η οποία εχρησιμοποίησε το "δέρμα" του διά να επενδύση την ασπίδα της.
αία: η Γαία
αιγίς-ίδος: η ασπίς του Διός, εκπέμπουσα τρόμον και έκπληξιν (εκ του αΐσσω: κινούμαι βιαίως, ορμώ. Όθεν μεταγενέστερα ορμητική θύελα=καταιγίς, ως σεισθείσα αιγίς).
αιονοιω: υγραίνω, περιέχω
αιγίζω: σχίζω εις δύο
αΐγδην: ορμητικώς, μεθ' ορμής
Αίγλη: σπινθηροβολία, φως, κραδασμός, δόνησις, απότομος κίνησις, λαμπηδών, πάσα απαστράπτουσα στιλπνότης, ή, λάμψις, λαμπρότης, δόξα.
Αιγιής φυλή: μία των φυλών της Αττικής λαβούσα το όνομα εκ του Αιγέως.
αεί....αεί....αιών
αίξ: γίδα, κατσίκα
Ευκόλως συμπεραίνεται οτι η ετυμολογία διά το αιγαίον, πρέπει, λαμβάνοντας υπ' όψιν την δημιουργίαν του, τους θρύλους και την ιστορία του, καθώς και την "εμφάνισίν" του και την "εικόνα" του, να προκύπτει εκ του αΐσσω ή εκ του αιγ- και αίγλη ή και αιγίζω και όχι όπως θέλουν ορισμένοι -από σκοπιμότητα ή ανοησία- από την αίγα.
Το ίδιο ισχύει βεβαίως και διά την λέξη αιγίς. Μεγαλειώδεις δυνάμεις και Θεότητες όπως ο "Ζεύς" και η "Αθηνά" είναι αδύνατον να έφερον αιγοπροβιές ως αμυντικά τους ή επιθετικά τους όπλα. Η συμμετοχή των εις την δημιουργίαν του πολιτισμού και εις τας εν γένει διαμορφώσεις, εξελίξεις και ανακατατάξεις ήτο ασυλλήπτου μεγέθους και η αλληγορία των "μύθων" οδηγεί εις την υπόθεσιν της χρησιμοποιήσεως "τεχνολογικών" και υπερτεχνολογικών επιτευγμάτων υψίστης δυναμικής και όχι .....βυρσοδεψικής προελεύσεως!
Μανώλης Καπουσίδης
0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας την γνώμη σας για την ανάρτηση αυτή .