β. Μέγας Βασίλειος
• «Μὴ δειλιάζεις ἀπὸ τὰ ξύλα τῶν δαυλῶν τούτων τῶν καπνιζόντων. Μὴ δειλιάζετε ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ πιθανολογήματα... τὰ ὁποῖα εἶναι σκέτα ξύλα, μᾶλλον δὲ δᾷδες ποὺ ἀπώλεσαν καὶ τοῦ δαυλοῦ τὴν ζωντάνια καὶ τοῦ ξύλου τὴν ἰσχύ, μὴ ἔχοντα δὲ οὔτε καὶ τοῦ πυρὸς τὴν φωτεινότητα ἀλλὰ ὡς δᾷδες καπνίζουσες καταμελανώνουν καὶ σπιλώνουν ὅσους τὰ πιάνουν καὶ φέρουν δάκρυα στὰ μάτια u8005 .σων τὰ πλησιάζουν.»
• «Ἂν μάλιστα θέλῃς νὰ καταλάβῃς τὴν ἀπὸ καπνίζοντες δαυλοὺς βλάβη, θυμήσου τὸν Σολομῶντα, ποὺ ἔλεγε: καθὼς τὰ ξυνὰ σταφύλια στὰ δόντια καὶ ὁ καπνὸς στὰ μάτια ἔτσι καὶ ἡ παρανομία.»
• «Εἶναι δὲ ἐχθροὶ οἱ Ἕλληνες, διότι διασκεδάζουν καταβροχθίζονταςμὲ ὀρθάνοιχτο τὸ στόμα τὸν Ἰσραήλ. Στόμα δὲ λέγει ἐδῶ ὁ προφήτης τὴ σοφιστικὴ τὸν λόγου δύναμη, ἡ ὁποία τὰ πάντα ἐχρησιμοποίησε, γιὰ νὰ παραπλανήσῃ τοὺς ἐν ἁπλότητι στὸν θεὸν πιστεύσαντας.» («Πρὸς τοὺς νέους».)
γ. Μέγας Ἀθανάσιος
[Ἀπὸ τὸ ἔργο του «Κατὰ Ἑλλήνων». Τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἀκολουθοῦν ἐλήφθησαν ἀπὸ τὴν ἔκδοση «Ἔργα Ἀπολογητικά», ἐποπτείᾳ τοῦ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Παν. Χρήστου, μτφρ. τοῦ καθηγητῆ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Στέργιου Σάκκου.]
• «Τοιοῦτοι θεοὶ εἰς αὐτοὺς ὁ Ἔρως καὶ ἡ Ἀφροδίτη τῆς Πάφου, εἰς τὴν Κρήτην ὁ περιβόητος ἐκεῖ Ζεύς, καὶ ὁ ἐν Ἀρκαδίᾳ Ἑρμῆς... ἡμεῖς ἔχομεν ἕνα παράδειγμα ἐναντίον πάσης εἰδωλολατρίας, ὅτι δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐφεῦρον ὄχι δι’ ἄλλο τίποτε ἀλλὰ διὰ τὰ πάθη ἐκείνων ποὺ τὴν ἔπλασαν, ὅπως καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ πρὸ πολλοῦ ἐμαρτύρησε λέγουσα “Ἀρχὴ τῆς πορνείας ἡ ἐπινόησις τῶν εἰδώλων”.» (Σοφ. Σολ. 14,12: 9,15-10.)
• «...οἱ λεγόμενοι φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες τῶν εἰδωλολατρῶν, ὅταν μὲν κατηγοροῦνται, δὲν ἀρνοῦνται ὅτι οἱ παρουσιαζόμενοι ὡς θεοὶ εἶναι μορφαὶ καὶ τύποι ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν, ὅταν δὲ ἀπολογοῦνται,λέγουν ὅτι ἔχουν τὰ ὁμοιώματα, διὰ νὰ τοὺς ἀπαντᾷ τὸ θεῖον διὰ μέσου αὐτῶν καὶ νὰ τοὺς ἐμφανίζεται –διότι, λέγουν, δὲν εἶναι δυνατὸν ἀλλιῶς νὰ γνωρίσουν τὸν ἴδιον τὸν ἀόρατον, παρὰ μόνον μὲ τὰ τοιαῦτα ἀγάλματα καὶ τὰς τελετάς. Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ εἶναι ἀκόμη φιλοσοφώτεροι ἀπ’ αὐτοὺς καὶ νομίζουν ὅτι λέγουν περισσότερον βαθυστόχαστα πράγματα, ἰσχυρίζονται ὅτι τὰ ὁμοιώματα κατεσκευάσθησαν καὶ ἐζωγραφήθησαν, διὰ νὰ ἐπικαλοῦνται δι’ αὐτῶν καὶ νὰ ἐμφανίζωνται θεῖοι ἄγγελοι καὶ θεῖαι δυνάμεις, ὥστε ἐμφανιζόμενοι διὰ μέσου αὐτῶν νὰ τοὺς διδάσκουν τὴν γνῶσιν τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγουν, ὅτι αὐτὰ εἶναι διὰ τοὺς ἀνθρώπους ἕνα εἶδος γραμμάτων, τὰ ὁποῖα διαβάζοντες οἱ ἄνθρωποι δύνανται νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ κατανοήσουν τὸν Θεόν, διὰ τῆς ἐμφανίσεως τῶν θείων ἀγγέλων ποὺ γίνεται διὰ μέσου αὐτῶν. Αὐτὰ βέβαια ἐκεῖνοι ἔτσι τὰ μυθολογοῦν, διότι ἀσφαλῶς δὲν θεολογοῦν, μὴ γένοιτοἑξῆς· ὅτι, ἐνῷ οἱ Πελασγοὶ ἔμαθαν τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους, δὲν γνωρίζουν αὐτοὶ τοὺς θεοὺς ποὺ λατρεύονται εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ λατρεύουν ἄλλους θεοὺς διαφορετικοὺς ἀπὸ τοὺς θεοὺς ἐκείνων. Καὶ εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἡ θεωρία καὶ ἡ θρησκεία τῶν ἐθνικῶν, οἱ ὁποῖοι κατελήφθησαν ἀπὸ τὴν μανίαν τῶν εἰδώλων, καὶ δὲν συναντῶνται τὰ αὐτὰ εἰς τοὺς αὐτούς.» (23) [Τὴν ἐπίθεση κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας συνεχίζει ὁ Ἀθανάσιος καὶ στὸ ἀπολογητικὸ ἔργο του «Περὶ Ἐνανθρωπήσεως»:]
• «Οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων ἔγραψαν πολλὰ μὲ ἀληθοφάνειαν καὶ τέχνην· ἐπαρουσίασαν λοιπὸν κάτι τόσον μέγα ὅσον ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ; Διότι μέχρι τοῦ θανάτου των τὰ σοφίσματά των εἶχον τὴν ἀληθοφάνειαν, ἀλλὰ καὶ ὅσα ἐθεωροῦσαν, ὅταν ἦσαν ζῶντες, ὅτι ἔχουν ἰσχύν, ἦσαν ἀντικείμενα ἀνταγωνισμοῦ μεταξύ των, καὶ ἐφιλονείκουν μεταξύ των διὰ τὴν θ εωρίαν των. Καὶ τὸ παραδοξότατον εἶναι, ὅτι, ἐνῷ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐδίδαξε μὲ πτωχοτέρας λέξεις, ἐπεσκίασε τοὺς περιφήμους σοφιστὰς καὶ κατήργησε τὰς διδασκαλίας ἐκείνων καὶ προσήλωσεν ὅλους πλησίον του καὶ ἐγέμισε τὰς ἐκκλησίας αὐτοῦ. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστον εἶναι, ὅτι μὲ τὴν κάθοδόν του ὡς ἀνθρώπου εἰς τὸν θάνατον κατήργησε τὰ μεγάλα λόγια τῶν σοφῶν περὶ τῶν εἰδώλων. Ποίου ἀλήθεια ὁ θάνατός ποτε ἐξεδίωξε δαίμονας;» (50, 5-15.)
δ. Τατιανὸς
[Ὁ Τατιανὸς (Β΄ αἰ. μ.Χ.), ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ἀπολογητὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔγραψε τὸ ἔργο μὲ τίτλο «Πρὸς Ἕλληνας».]
• «Οἱ Ἕλληνες δὲν δημιούργησαν τίποτε δικό τους, ἀλλὰ ὅλα τὰ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους» (παρ. 1).
• «Συνέβη γραφαῖς τισιν ἐντυχεῖν βαρβαρικαῖς, πρεσβυτέραις μὲν ὡς πρὸς τὰ Ἑλλήνων δόγματα, θειοτέραις δὲ ὡς πρὸς τὴν ἐκείνων πλάνην» (παρ. 29).
• «Ἑπομένως ἀπεδείχθη ἀπ’ τὰ προειρημένα, ὅτι ὁ Μωυσῆς εἶναι ἀρχαιότερος τῶν (Ἑλλήνων) ἡρώων τῶν (ἑλληνικῶν) πόλεων, τῶν δαιμόνων. Καὶ πρέπει νὰ πιστεύωμε στὸν ἀρχαιότερο κατὰ τὴν ἡλικία παρὰ στοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὰ δόγματα ἐκείνου ὡς ἀπὸ πηγή, ὄχι κατ’ ἐπίγνωση. Διότι οἱ σοφιστὲς αὐτῶν χρησιμοποιοῦντες πολλὴνπεριέργειαν, ὅσα ἔμαθαν ἀπὸ τοῦ Μωυσέως καὶ τῶν ὁμοίως μὲ αὐτὸν φιλοσοφούντων, ἐπεχείρησαν νὰ παραχαράξουν, πρῶτον μὲν διὰ νὰ νομισθοῦν, ὅτι λέγουν κάτι δικό τους, δεύτερον δὲ διὰ νὰ ἐπικαλύψουν ὅσα δὲν κατενόησαν μὲ κάποιαν ἐπίπλαστον ρητορολογίαν καὶ νὰ διαστρέψουν τὴν ἀλήθεια εἰς μυθολογίαν.»
• «(Ὁ Πλάτων ἦταν) κοιλιόδουλος» (παρ. 2).
• «(Ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν) κόλαξ» τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου.
• «(Ὁ Μ. Ἀλέξανδρος ἦταν) μειράκιον μανιακόν».
• «(Ὁ Ἡράκλειτος ἦταν) ἀμαθής» (παρ. 3).
• «(Ἡ φιλοσοφία τοῦ Ἡρακλείτου ἦταν) Ἡρακλείτου σκότος».
• «(Ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἦταν) ἀλαζών».
• «(Ὁ Δημόκριτος ἦταν) ἀβδηρολόγος» (παρ. 17).[Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ποίηση, φιλοσοφία καὶ τέχνη:]
• «Ποιητικὴν δέ, μάχας ἵνα συντάσσητε θεῶν καὶ ἔρωτας καὶ ψυχῆς διαφθοράν» (παρ. 1β).
• «οἱ ποιηταὶ ψευδολόγοι καὶ διὰ σχημάτων ἐξαπατῶντες τοὺς ἀκροωμένους» (παρ. 22α).
• «Δίκαιος καὶ σώφρων εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος τὴν πορνεύσασα αὐτὴ γυναῖκα (τὴν Ἑλένη) μετέφερε στὰ Ἠλύσια πεδία;» (παρ. 10).
• «Ἔπειτα πῶς δὲν ντρέπεσθε, νὰ ἔχετε τόσες ποιήτριες ὄχι γιὰ τίποτε χρήσιμο, ἄπειρες πόρνες;» (παρ. 34α).
• «Καὶ ἡ μὲν Σαπφὼ γύναιον πορνικόν, ἐρωτομανές, καὶ τὴν ἑαυτῆς ἀσέλγειαν ᾂδει» (παρ. 33α).
• «(Σεῖς οἱ Ἕλληνες) ρητορικὴν μὲν γὰρ ἐπ’ ἀδικίᾳ καὶ συκοφαντίᾳ συνεστήσασθε» (παρ. 16).
• «Δὲν ρίπτετε εἰς τὸν βόθρον τὰ ὑπομνήματα τῆς κακίας μαζὶ μὲ τὸν ποιήσαντα Πυθαγόρα;... Ὁ σώφρων, ὁ ὁποῖος παρέδωσε διὰ συγγραμμάτων ληρήματα καὶ φλυαρίες, ἔγινε ἐνδοξότερος ἐξ αἰτίας τῆς χαλκευτικῆς (χάλκινος ἀνδριάντας), ἡ ὁποία σῴζεται ὣς σήμερα. Καὶ τὸν ψευδολόγο Αἴσωπο κατέστησαν ἀείμνηστον ὄχι μόνο τὰ μυθολογήματα ἀλλὰ καὶ ἡ περισπούδαστη πλαστικὴ τοῦ Ἀριστοδήμου... νὰ χάσκωμε ἐνώπιον τῶν ἔργων τοῦ Καλλιάδου... Ποιό λόγο ἔχετε γιὰ τὸν θηλυπρεπῆ Γανυμήδη (σημ.: ἄγαλμα) τοῦ Λεωχάρους καὶ τὸν τιμᾶτε ὡς κάτι σπουδαῖο κτῆμα, καθὼς καὶ γιὰ τὸ γύναιον μὲ τὰ βραχιόλια, τὸ ὁποῖο ἐδημιούργησε ὁ
Πραξιτέλης;» (παρ. 34α-34β).
• «Τώρα μόνο μὲ σᾶς (τοὺς Ἕλληνες) συμβαίνει νὰ μὴν ὁμοφωνῆτε οὔτε στὰ λόγια. Πράγματι οἱ Δωριεῖς δὲν ἔχουν τὴν ἴδια λέξη μὲ τοὺς Ἀττικούς, καὶ οἱ Αἰολεῖς δὲν ὁμιλοῦν ὁμοίως μὲ τοὺς Ἴωνες. Ἀφοῦ παρατηρεῖται τόση διάσταση σὲ πράγματα ποὺ δὲν ἔπρεπε, ἀπορῶ, ποιόν πρέπει νὰ καλῶ Ἕλληνα» (παρ. 10).
• «Πάψτε νὰ θριαμβολογῆτε γιὰ ξένους λόγους καὶ νὰ στολίζεστε ὅπως ὁ κολοιὸς (καρακάξα) μὲ πτερά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δικά σας. Ἐὰν κάθε πόλη ἀφαιρέσῃ ἀπὸ σᾶς τὴ λέξη της, θὰ ἐξασθενήσουν τελείως τὰ σοφίσματά σας. Ἐνῷ ζητεῖτε νὰ μάθετε, ποιός εἶναι ὁ θεός, ἀγνοεῖτε τὰ δικά σας. Χάσκοντες δὲ πρὸς τὸν οὐρανὸ πέφτετε κάτω στὰ βάραθρα. Μὲ λαβύρινθους ὁμοιάζουν οἱ διατυπώσεις τῶν βιβλίων σας, οἱ δὲ ἀναγιγνώσκοντες ὁμοιάζουν μὲ τὸν πίθο τῶν Δαναΐδων... Ἀρχὴ τῆς φλυαρίας σας ἔγιναν οἱ γραμματικοί,καὶ τεμαχίζοντας τὴν σοφία ἔχετε ἀποκοπῆ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ σοφία... Γι’ αὐτὸ δὲν εἶσθε τίποτε ὅλοι, ἰδιοποιούμενοι μὲν τοὺς λόγους, συζητοῦντες δὲ ὅπως ὁ τυφλὸς μὲ τὸν κουφό... Ἀντιληφθέντες λοιπὸν ὅτι εἶσθε τέτοιοι σᾶς ἐγκαταλείψαμε» (παρ. 26).
ε. Ἐφραὶμ ὁ Σύρος
• «Μίσησε φορέματα μαλακὰ (τῶν Ἑλλήνων), μίσησε βαψίματα ὄμορφα, μίσησε ὀμορφιὰ καὶ τὰ συνοδεύοντα αὐτὰ δαιμονικὰ ᾄσματα, κιθάρες καὶ αὐλούς, τοὺς κρότους τῶν χορῶν καὶ τὶς ἄτακτες φωνές. Δὲν γνωρίζεις, ἄθλιε, πὼς ὅλα τοῦτα σπορὰ τοῦ διαβόλου εἶναι;... Ποιά γραφὴ ἐπαινεῖ τοὺς αὐλίζοντες, τοὺς κιθαρίζοντες, τοὺς γελῶντες, τοὺς χορεύοντες καὶ τοὺς ἀγαπῶντες τὸν κόσμο κι ὅλα τὰ τοῦ κόσμου;... Ἂς τιμήσωμε τὶς ἑορτὲς τοῦ Κυρίου μὲ αὐλοὺς καὶ μὲ κιθάρες ὡς χριστιανοὶ καὶ ὄχι ὡς Ἕλληνες μὲ δάφνες καὶ ἄνθη ἢ μὲ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ μοιάζῃ μὲ ἑλληνικό.»
στ. Θεόφιλος Ἀντιοχείας [Συνέγραψε τρία βιβλία μὲ τίτλο «Πρὸς Αὐτόλυκον».]
• «Τί ὠφέλησε τὸν Ὅμηρο τὸ ὅτι περιέγραψε τὸν Ἰλιακὸ πόλεμο καὶ ἐξαπάτησε πολλοὺς ἢ τὸν Ἡσίοδο ὁ κατάλογος τῆς Θεογονίας τῶν ὀνομαζόμενων ὑπ’ αὐτοῦ θεῶν ἢ τὸν Ὀρφέα οἱ 365 θεοί;.. Τί δὲ ὠφέλησε τὸν Ἄρατο ἡ σφαιρογραφία τοῦ κοσμικοῦ κύκλου ἢ αὐτοὺς ποὺ εἶπαν ὅμοια πράγματα μ’ αὐτόν, πλὴν τῆς κατ’ ἄνθρωπον δόξας, τὴν ὁποίαν ἐκέρδισαν ὄχι κατ’ ἀξίαν; Τί ἀληθὲς εἶπαν; ἢ τί ὠφέλησαν τὸν Εὐριπίδηκαὶ τὸν Σοφοκλῆ ἢ τοὺς ἄλλους τραγῳδιογράφους οἱ τραγῳδίες, τὸν Μένανδρο καὶ τὸν Ἀριστοφάνη καὶ τοὺς λοιποὺς κωμικοὺς οἱ κωμῳδίες ἢ τὸν Ἡρόδοτο καὶ τὸν Θουκυδίδη οἱ ἱστορίες τους ἢ τὸν Πυθαγόρα τὰ ἄδυτα ἁγιαστήρια καὶ οἱ στῆλες τοῦ Ἡρακλέους ἢ τὸν Διογένη ἡ κυνικὴ φιλοσοφία ἢ τὸν Ἐπίκουρο τὸ δόγμα ὅτι δὲν ὑπάρχει θεία πρόνοια ἢ τὸν Ἐμπεδοκλῆ ἡ διδασκαλία τῆς ἀθεότητας ἢ τὸν Σωκράτη ὁ ὅρκος εἰς τὸν Κύνα;.. Γιατί πέθανε ἑκουσίως, ποιόν καὶ ποιᾶς φύσεως μισθὸ ἤλπιζε, ὅτι θὰ λάβῃ μετὰ θάνατον; Τί δὲ ὠφέλησε τὸν Πλάτωνα ἡ παιδεία, τὴν ὁποία διεμόρφωσε, ἢ τοὺς ἄλλους φιλοσόφους τὰ δόγματά τους...; Αὐτὰ λέμε, γιὰ νὰ ἐπιδείξουμε τὴν ἀνωφελῆ καὶ ἄθεη διάνοιά τους. Ὅλοι αὐτοί, ἀγαπήσαντες τὴν κενὴ καὶ μάταιη δόξα, οὔτε αὐτοὶ ἐγνώρισαν τὴν ἀλήθεια οὔτε ἄλλους βεβαίως προέτρεψαν πρὸς τὴν ἀλήθεια» (βιβλ. Γ΄, παρ. 2-3).
• «καθὼς εἶσαι φρόνιμος, εὐχαρίστως ἀνέχεσαι τὶς (ἑλληνικές) μωρίες» (βιβλ. Γ΄, παρ. 4).
• «Πλάτων δέ, ὁ δοκῶν Ἑλλήνων σοφώτερος γεγενῆσθαι, εἰς πόσην φλυαρίαν ἐχώρησεν» (βιβλ. Γ΄, παρ. 16),
• «(Οἱ Ἕλληνες σοφοί) οὐχὶ καὶ περὶ σεμνότητος πειρώμενοι γράφειν ἀσελγείας... ἐδίδαξαν ἐπιτελεῖσθαι...;» (βιβλ. Γ΄, παρ. 3).
• «Συναντιέται σ’ αὐτοὺς (τοὺς Ἕλληνες) καὶ ἡ ἀνθρωποφαγία, πρώτους δὲ ἀναγράφουν ὡς διαπράξαντες τὴν ἀνθρωποφαγία τοὺς θεούς, τοὺς ὁποίους τιμοῦν» (βιβλ. Γ΄, παρ. 8).
• «Τί μοι λοιπὸν καταλέγειν τὰ περὶ Διονύσου καὶ Ἀφροδίτης τῆς ἀναισχύντου;» (βιβλ. Γ, παρ. 3).
[Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ποιητές:]
• «ὑπὸ δαιμόνων δὲ ἐμπνευσθέντες καὶ ὑπ’ αὐτῶν φυσιωθέντες (= ἀλλαζονευθέντες) ἃ εἶπον δι’ αὐτῶν εἶπον· φαντασίᾳ καὶ πλάνῃ ἐλάλησαν· καὶ οὐ καθαρῷ πνεύματι ἀλλὰ πλάνῳ».
• «Τὰ πλάνα πνεύματα εἶναι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι καὶ τότε ἐνήργησαν σ’ἐκείνους (δηλ. στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες)» (βιβλ. Β΄, παρ. 8).
[Γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπιστήμη:]
• «Ἀλλὰ καὶ περὶ τῆς κοσμολογίας ἀσύμφωνα ἀλλήλοις καὶ φαῦλα ἐξεῖπον» (βιβλ. Β΄, παρ. 8).
• «Πολλοὶ λοιπὸν ἀπ’ τοὺς (Ἕλληνες) συγγραφεῖς ἐμιμήθησαν (τοὺςἙβραίους) καὶ ἠθέλησαν νὰ συντάξουν διήγησιν περὶ τούτων καὶ λαμβάνοντας ἀπὸ ἐδῶ (ἀπὸ τὴν Βίβλο) τὶς ἀφορμὲς εἴτε περὶ τῆς κτίσεως τοῦ κόσμου εἴτε περὶ τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου δὲν διετύπωσαν οὔτε κἂν ἕνα σπινθῆρα ἄξιο τῆς ἀλήθειας. Φαίνεται δέ, ὅτι τὰ ὑπὸ τῶν φιλοσόφων ἢ συγγραφέων καὶ ποιητῶν λεγόμενα εἶναι ἀξιόπιστα ἐξ ἀπόψεως ἐκφραστικοῦ καλλωπισμοῦ· ἀλλ’ ὁ λόγος τους δεικνύεται μωρὸς καὶ κενός, καθ’ ὅσον ἡ φλυαρία τους εἶναι ἄφθονη, δὲν εὑρίσκεται δὲ σ’ αὐτὰ ἡ τυχὸν ὑπάρχουσα ἀλήθεια» (Β, 12).
• «Τῶν προφητῶν μεταγενέστεροι γενόμενοι οἱ (Ἕλληνες) ποιηταὶ καὶ φιλόσοφοι ἔκλεψαν ἐκ τῶν Ἁγίων Γραφῶν» (Α, 14).
• «Ὅλα δὲ αὐτὰ μᾶς διδάσκει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ ἐκφρασθὲν διὰ τοῦ Μωυσέως καὶ τῶν λοιπῶν προφητῶν, ὥστε τὰ συγγράμματα ἡμῶν τῶν θεοσεβῶν (Ἑβραίων) εἶναι ἀρχαιότερα, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον ἀποδεικνύεται, ὅτι εἶναι ἀληθέστερα ἀπὸ ὅλους τοὺς (Ἕλληνες) συγγραφεῖς καὶ ποιητές» (Β, 30).
• «Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ νομοθέτες εὑρίσκονται νὰ νομοθετοῦν μεταγενέστερα. Ἐὰν ἀναφέρῃ κανεὶς τὸν Σόλωνα τὸν Ἀθηναῖο, αὐτὸς ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Κύρου καὶ Δαρείου, κατὰ τὸν χρόνο τοῦ προειρημένου προφήτου Ζαχαρίου, ζήσαντος πολλὰ ἔτη μεταγενέστερα (τοῦ Μωυσέως). Ἐὰν ἀναφέρῃ κανεὶς τοὺς νομοθέτες Λυκοῦργο, Δράκοντα ἢ Μίνωα, προηγοῦνται τούτων σὲ ἀρχαιότητα τὰ ἱερά μας (=ἑβραϊκά) βιβλία, ἀφοῦ τὰ γράμματα τοῦ θείου νόμου, τοῦ δοθέντος σ’ ἐμᾶς διὰ τοῦ Μωυσέως, δεικνύονται προγενέστερα καὶ τοῦ Διός, βασιλέως τῶν Κρητῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ Τρωικοῦ πολέμου» (Γ 23).
• «(Οἱ Ἕλληνες ἦσαν) ἄθλιοι καὶ δυσσεβέστατοι καὶ ἀνόητοι... καὶ φιλοσοφήσαντες ματαίως», (ἐνῷ ὁ Μωυσῆς) «περὶ τῆς γενέσεως τοῦ κόσμου ἐξιστορῶν, διηγήσατο τίνι τρόπῳ (= διηγήθηκε μὲ ποιό τρόπο) γεγένηται ὁ κατακλυσμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, οὐ Πύρραν οὐδὲ Δευκαλίωνα ἢ Κλύμενον μυθεύων» (Γ 18).
ζ. Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς [Ἀπὸ τὸ ἔργο του «Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας»:]
• «...τοὺς βάρβαρους Θρᾷκες, τοὺς ἀνόητους Φρύγες καὶ τοὺς δεισιδαίμονες Ἕλληνες» (13,2).
• «Ὅμως τὰ δράματα καὶ τοὺς ποιητὲς ποὺ γράφουν δραματικὰ ἔργα γιὰτὰ Λήναια, ποὺ εἶναι πλέον τελείως μεθυσμένοι, ἀφοῦ τοὺς στεφανώσουμε κάπου μὲ κισσό, ἂς τοὺς κλείσουμε στὰ γερασμένα βουνά, τὸν Ἑλικῶνα καὶ τὸν Κιθαιρῶνα, παραδομένους σὲ παράξενη ἀφροσύνη ἀπὸ τὴ βακχικὴ τελετὴ μὲ συντροφιὰ τοὺς Σατύρους καὶ τὸν θίασο τῶν Μαινάδων καὶ ἂς κατεβάσουμε ἀπ’ τοὺς οὐρανοὺς ἐπάνω τὴν ἀλήθεια μαζὶ μὲ τὴν λαμπρότατη φρόνηση στὸ ἅγιο ὄρος τοῦ Θεοῦ (ἐννοεῖ τὸν λόφο τῆς Σιών) καὶ τὸν ἅγιο χορὸ τῶν προφητῶν» (2,2).
• «Ἄνδρες ἀνάξιους τοῦ ὀνόματος τοῦ ἄνδρα, ἀπατηλούς, ποὺ μὲ τῆς μουσικῆς τὸ πρόσχημα διέφθειραν τὴ ζωή» (3,1). [Ἀναφέρεται στὸν Ὀρφέα, τὸν Πίνδαρο καὶ τὸν Ἀρίωνα.]
• «Ἂς ἐγκαταλείψουν τὸν Ἑλικῶνα καὶ τὸν Κιθαιρῶνα, κι ἂς κατοικήσουν τὴ Σιών... Πράγματι ὁ βασιλεὺς Δαβίδ, ὁ κιθαριστής, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἀναφέραμε, προέτρεπε πρὸς τὴν ἀλήθεια, ἀπέτρεπε ἀπ’ τὰ εἴδωλα» (2,4 καὶ 4,1).
• «Ἂς χαθῇ λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ εἰσήγαγε τὴν ἀπάτη ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες, εἴτε ὁ Δάρδανος ποὺ ἐδίδαξε τὰ μυστήρια της Μητρὸς τῶν Θεῶν, εἴτε ὁ Ἠετίων ποὺ συνέστησε τὰ ὄργια καὶ τὶς τελετὲς τῶν Σαμοθρᾳκῶν, εἴτε ὁ Μελάμπους. Αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους ἐγὼ θὰ τοὺς ἐχαρακτήριζα ἀρχεκάκους πατέρες ἄθεων μύθων καὶ ὀλέθριας δεισιδαιμονίας, ποὺ κατεφύτευσαν στὸν ἀνθρώπινο βίο σὰν σπέρμα κακίας καὶ φθορᾶς τὰ μυστήρια» (13,3).
• «Τώρα εἶναι καιρὸς ν’ ἀποδείξω, ὅτι αὐτὰ τὰ ὄργιά σας εἶναι γεμᾶτα ἀπάτη καὶ τερατῳδία. Κι ἂν ἔχετε μυηθῆ, θὰ γελάσετε μᾶλλον μὲ αὐτοὺς τοὺς μύθους ποὺ τιμᾶτε. Διακηρύσσω φανερὰ τὰ ἀπόκρυφα, μὴ ἐντρεπόμενος ν’ ἀναφέρω αὐτὰ ποὺ ἐσεῖς δὲν ντρέπεσθε νὰ προσκυνῆτε. Ἡ ἀφρογενὴς λοιπὸν καὶ Κυπρογενής, ἡ φίλη τοῦ Κυνίρα (ἐννοῶ τὴν Ἀφροδίτη τὴν ὀνομαζόμενη Φιλομειδῆ, διότι προέκυψε ἀπὸ αἰδοῖα, ἀπ’ τὰ μόρια ἐκεῖνα ποὺ ἀπεκόπησαν ἀπ’ τὸν Οὐρανό, τὰ λάγνα, ποὺ μετὰ τὴν ἀποκοπή τους ἀσέλγησαν στὸ κῦμα), εἶναι γιὰ σᾶς ἄξιος καρπὸς ἀσελγῶν μορίων» (14,1).
• «Ἀλλὰ τί παράδοξο εἶναι, ἂν οἱ βάρβαροι Τυρρηνοὶ μυοῦνται σὲ τόσο αἰσχρὰ παθήματα, ἀφοῦ οἱ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες (ντρέπομαι ποὺ τὸ λέγω) τιμοῦν τὴν γεμάτη ντροπὴ μυθολογία τῆς Δηοῦςἐκδηλώνοντας τὴν ἱερομανία μὲ ὠμοφαγία, διανέμουν τελετουργικῶς τὰ κρέατα ἀπ’ τοὺς φόνους, στεφανωμένοι μὲ τοὺς ὄφεις, κραυγάζοντας Εὐάν, δηλαδὴ ἐκείνη τὴν Εὔα (51, 5), ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας ἐπακολούθησε ἡ πλάνη. Καὶ σημεῖο τῶν βακχικῶν ὀργίων εἶναι ὁ ὄφις» (12,2).
• «Τὰ μυστήρια στὴν Ἄγρα ὅμως καὶ στὸν Ἁλιμοῦντα τῆς Ἀττικῆς ἔχουν περιορισθῆ στὴν Ἀθήνα· ἀλλὰ εἶναι παγκόσμιο αἶσχος οἱ ἀγῶνες καὶ οἱ φαλλοὶ ποὺ ἀφιερώνονται στὸν Διόνυσο» (34,2).
• «Οἱ θεοί σας εἶναι ἀπάνθρωποι δαίμονες, καὶ ὄχι μόνο ἐπιχαίρουν γιὰ τὴν φρενοβλάβεια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπολαύουν καὶ ἀνθρωποκτονίες, εὑρίσκοντας ἀφορμὲς ἡδονῆς ἄλλοτε στὶς ἔνοπλες μονομαχίες στὰ στάδια καὶ ἄλλοτε στοὺς ἀναρίθμητους ἀγῶνες στοὺς πολέμους, γιὰ νὰ μποροῦν ἄνετα νὰ χορταίνουν μὲ ἀνθρώπινους φόνους» (42,1).
• «Σὲ ποιό σημεῖο ἀσέλγειας ἔφθασε ἐκεῖνος ὁ Ζεύς, ποὺ τόσες ἡδονικὲς νύκτες πέρασε μὲ τὴν Ἀλκμήνη; Δὲν ἦσαν πολλὲς οἱ ἐννέα νύκτες στὸν ἀκόλαστο αὐτὸν (ἄλλωστε ὅλος ὁ βίος του ἦταν σύντομος γιὰ τὴν ἀκράτειά του), γιὰ νὰ μᾶς σπείρῃ τὸν ἀλεξίκακο θεὸ (Ἡρακλῆ);» (33,3).
• «Παραλείπω τώρα τὸν Διόνυσο τὸν Χοιροψάλα, ποὺ προσκυνοῦν οἱ Σικυώνιοι τοποθετῶντας τον ἐπὶ τῶν γυναικείων μορίων, σεβόμενοι ὡς ἔφορο τοῦ αἴσχους τὸν ἀρχηγὸ τῆς ὕβρεως» (39,1).
• «Ἀλήθεια πόσο καλύτεροι εἶναι οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ σὲ χωριὰ καὶ πόλεις τιμοῦν τὰ ἄλογα ζῷα, ἀπ’ τοὺς Ἕλληνες, ποὺ τέτοιους θεοὺς προσκυνοῦν; Διότι ἐκεῖνα, ἂν καὶ θηρία, τοὐλάχιστον δὲν εἶναι μοιχικὰ οὔτε αἰσχρουργά, καὶ κανένα τους δὲν ἐπιδιώκει τὴν παρὰ φύσιν ἡδονή» (39,3).
• «Ἂς περιοδεύσουμε τώρα σύντομα καὶ ἂς καταλύσουμε τοὺς ἀγῶνες κι αὐτὰ τὰ ἐπιτάφια πανηγύρια, τὰ Ἴσθμια καὶ τὰ Νέμεα καὶ τὰ Πύθια κι ἐπάνω ἀπ’ ὅλα τὰ Ὀλύμπια» (34,1).
• «Ὁ Πραξιτέλης, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ποσίδιππος στὸ ἔργο του «Περὶ Κνίδου»,κατασκευάζοντας τὸ ἄγαλμα τῆς Κνιδίας Ἀφροδίτης τὸ ἔκαμε ὅμοιο στὸ εἶδος μὲ τὴν ἐρωμένη του Κρατίνη, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ δυστυχεῖς νὰ προσκυνοῦν τὴν ἐρωμένη u964 τοῦ Πραξιτέλη... Αὐτοὶ (οἱ Ἕλληνες), ἀφοῦ ἀπέρριψαν τὴν ντροπὴ καὶ τὸν φόβο, ζωγραφίζουν στὰ σπίτια τους τὶς ἀσελγεῖς πράξεις τῶν δαιμόνων. Παραδομένοι στὴν ἀσέλγεια στολίζουν τοὺς θαλάμους τους μὲ ζωγραφικοὺς πίνακες τοποθετημένους ψηλὰ στὸν τοῖχο, θεωρῶντας εὐσέβεια τὴν ἀκολασία• καὶ ὅταν εἶναι ξαπλωμένοι στὸν καναπέ, ἀκόμη καὶ στὰ ἀγκαλιάσματά τους κυττάζουν ἐκείνη τὴ γυμνὴ Ἀφροδίτη, τὴν δεμένη κατὰ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν Ἄρη... Αὐτὰ εἶναι τὰ ἀρχέτυπα τῆς ἡδυπάθειάς σας, αὐτὲς εἶναι οἱ θεολογίες τῆς ὕβρεως, αὐτὲς εἶναι οἱ διδασκαλίες τῶν θεῶν ποὺ συμπορνεύουν μὲ σᾶς... Τέτοιες εἶναι καὶ οἱ ἄλλες εἰκόνες σας, δηλ. οἱ Πανίσκοι κι οἱ γυμνὲς Κόρες καὶ οἱ μεθυσμένοι Σάτυροι καὶ τὰ τεντωμένα μόρια» (53,60, 61).
• «Ἂς ἐξετάσουμε τώρα καὶ τῶν φιλοσόφων τὶς δοξασίες περὶ τῶν θεῶν,γιὰ τὶς ὁποῖες καυχῶνται• ἴσως θὰ βροῦμε, ὅτι καὶ ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία ἀπὸ κενοδοξία εἰδωλοποιεῖ τὴν ὕλη ἢ ἴσως θὰ μπορέσουμε νὰ δείξουμε κατ’ ἀκολουθία, ὅτι θεοποιῶντας κάποια δαιμόνια ὀνειρεύεται τὴν ἀλήθεια... Ὁ Κροτωνιάτης Ἀλκμαίων θεωροῦσε θεοὺς τοὺς ἀστέρες, ποὺ ἐνόμιζε ὅτι εἶναι εἴδωλα. Δὲν θὰ ἀποσιωπήσω τὴν ἀναισχυντία τους· ὁ Χαλκηδόνιος Ξενοκράτης δέχεται ἑπτὰ ἀστρικοὺς θεούς, τοὺς πλανῆτες, ὡς ὄγδοο δὲ θεὸ ὑπαινίσσεται τὸν κόσμο, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπ’ τὸ σύνολο τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων. Οὔτε θὰ προσπεράσω τοὺς Στωικούς, ποὺ λέγουν ὅτι τὸ θεῖο διήκει διὰ μέσου ὅλης τῆς ὕλης, ἀκόμη καὶ τῆς ἀτιμότερης, οἱ ὁποῖοι καταισχύνουν μὲ τὴν ἀδεξιότητά τους ὅλη τὴν φιλοσοφία. Καὶ ἀφοῦ ἔφθασα ἐδῶ, δὲν θεωρῶ δύσκολο νὰ μνημονεύσω καὶ τοὺς Περιπατητικούς. Ὁ ἀρχηγὸς τῆς αἱρέσεως (Ἀριστοτέλης), ἐπειδὴ δὲν κατενόησε τὸν πατέρα τῶν ὅλων, τὸν καλούμενο ὕπατο, νομίζει ὅτι ὁ λεγόμενος ὕπατος εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ σύμπαντος· δηλαδὴ ἐκλαμβάνοντας ὡς θεὸ τὴν ψυχὴ τοῦ κόσμου, ἀντιφάσκει ὁ ἴδιος πρὸς τὸν ἑαυτό του. Διότι αὐτὸς ποὺ περιορίζει τὴν πρόνοια ἕως τὴ σελήνη,ἔπειτα ἐκλαμβάνοντας τὸν κόσμο ὡς θεό, παρεκκλίνει δογματίζοντας ὡς θεὸ τὸν ἄμοιρο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος πάλι ὁ Ἐρέσιος Θεόφραστος, ὁ μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλη, θεωρεῖ θεὸν ἄλλοτε τὸν οὐρανὸ κι ἄλλοτε τὸ πνεῦμα. Μόνο τὸν Ἐπίκουρο θὰ παραλείψω ἑκουσίως, διότι νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τίποτε, ἀσεβῶντας μὲ ὅλα ὅσα λέγει. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ποντικός; Δὲν σύρεται κι αὐτὸς μερικὲς φορὲς πρὸς τὰ εἴδωλα τοῦ Δημοκρίτου;» (64, 66).
• «Ἀπὸ ποῦ, ὦ Πλάτων, ὑπαινίσσεσαι τὴν ἀλήθεια; Ἀπὸ ποῦ ἡ ἄφθονη χορηγία u964 τῶν λόγων μαντεύει τὴν θεοσέβεια; Σοφώτερα, λέγει, εἶναι ἀπὸ αὐτοὺς τὰ γένη τῶν βαρβάρων. Γνωρίζω τοὺς διδασκάλους σου, ἔστω κι ἂν θέλῃς νὰ τοὺς κρύψῃς· ἔμαθες τὴν γεωμετρία ἀπ’ τοὺς Αἰγυπτίους,τὴν ἀστρονομία ἀπ’ τοὺς Βαβυλώνιους, ἔλαβες τὶς σπουδαῖες ἐπῳδὲς ἀπ’ τοὺς Θρᾷκες, πολλὰ σὲ δίδαξαν οἱ Ἀσσύριοι, ἐνῷ τοὺς ἀληθινοὺς νόμους καὶ τὴν δοξασία περὶ τοῦ Θεοῦ τὰ χρωστᾷς στοὺς Ἑβραίους» η. Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς
• «Καὶ πραγματικὰ μᾶς λέει ψευδῶς, ὅτι δὲν θὰ μποροῦσαν οἱ ψυχές, ἂν δὲν μάθαιναν αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ πανοῦργος σοφιστεία τῶν Ἑλλήνων,ποὺ διακρίνεται ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀοριστολογία καὶ ὀξύτητα καὶ ἡ σερνάμενη στὰ δικαστήρια ῥητορική τους, νὰ πλασθοῦν…» («Διάλογος μετὰ Τρύφωνος» 19,26.)
• «Ἀλλὰ μὴν τολμᾶτε νὰ τερατολογῆτε, γιὰ νὰ μὴν κατηγορηθῆτε ὅτι ξεμωραθήκατε, ὅπως οἱ Ἕλληνες.» («Διάλογος μετὰ τοῦ Τρύφωνος»,67,1,2.)
• «Κατάλαβέ το καλά, Τρύφων, ὅτι ὅσα διαστρέβλωσε ὁ διάβολος φρόντισε νὰ λεχθοῦν μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων.» («Διάλογος μετὰ τοῦ Τρύφωνος», 69,1,2.)
θ. Ὠριγένης
• «Ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι, ὅτι ὁ Πλάτων, ἀφοῦ ἔμαθε τὶς φράσεις τοῦ “Φαίδρου” ἀπὸ κάποιους Ἑβραίους καὶ ἀκόμη ἀφοῦ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ λόγια τῶν προφητῶν, παρέθεσε τὰ (δικά του) λόγια...» («Κατὰ Κέλσου»,6,19.)
• «Πῶς πραγματικὰ νὰ μὴν εἶναι μικρὸς αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει (θεία) πρόνοια ἢ ὅτι τὰ πάντα ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἄτομα καὶ κενὸ καὶ ποὺ λέει ἀκόμη τὶς ἠλιθιότητες καὶ φλυαρίες τῆς ἔξω (=ἑλληνικῆς) θεωρούμενης σοφίας; Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀληθινὰ μωρὸς καὶ οἱ θεωρίες αὐτὲς εἶναι ἀληθινὰ μωρές. Καὶ ἂν ἐξετάσῃς μὲ μιὰ καὶ μόνη ματιὰ κάθε ἑλληνικὴ καὶ βαρβαρικὴ φιλοσοφία, θὰ πῇς ὅτι στὰ σημεῖα ποὺ διαφωνεῖ πρὸς τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μωρία.» («Πεπραγμένα ἐκ τῶν ἔργων Βασιλείου καὶ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ», 16,49.)
ι. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς
• «Τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς γιορτὲς οὔτε νὰ παίζῃς οὔτε νὰ χορεύῃς, γιατὶ τὰ παιχνίδια κι οἱ χοροὶ ἔργα τοῦ διαβόλου εἶναι. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄθεοι καὶ οἱ πεπλανημένοι, ποὺ δὲν πίστευαν στὸ Θεό, ποὺ δὲν ἤλπιζαν μήτε Ἀνάσταση μήτε Κρίση, ἐκεῖνοι τὰ ἔκαμναν αὐτὰ καὶ χόρευαν καὶ ἔπιναν καὶ χαίρονταν μὲ τὰ παιχνίδια.» ια. Κύριλλος Ἱεροσολύμων
• [Στὸ ἔργο του «Προκατηχήσεις»:] «Ἔχεις πολλοὺς ἐχθροὺς καὶ πρέπει νὰ ἔχῃς πολλὰ βέλη, γιατὶ πρὸς πολλοὺς θ’ ἀκοντίζῃς καὶ πρέπει νὰ μάθῃς πῶς θὰ κατακοντίζῃς τοὺς Ἕλληνες.»
ιβ. Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης
• «Νὰ μὴν εἴμαστε μὲ τὰ λό ια εὐσεβεῖς καὶ στοὺς τρόπους Ἕλληνες.
Εἶναι τιποτένιοι ἐκεῖνοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ τηροῦν μύθους ἑλληνικούς.
Πῶς τολμοῦν καὶ μεταλαμβάνουν τὰ θεῖα μυστήρια, αὐτοὶ ποὺ εΙναι χειρότεροι τῶν Ἑλλή νων;»
Αρχική σελίδα
0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε μας την γνώμη σας για την ανάρτηση αυτή .