ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Καδμείοι, εκείνος πόχει την αρχή στα χέρια
και στην πρύμνα της πολιτείας γυρνάει το δοιάκι
χωρίς να κλή τα βλέφαρά του ο ύπνος--- πρέπει
σύμφωνα να μετρά με τους καιρούς τα λόγια.
Γιατί αν μας έρθουν βολικά, ο θεός η αιτία,
μ’ αν πάλιν, ο μη γένοιτο, κακό μας λάχη
ένας ο Ετεοκλής πολλά στην πόλη απ’ όλους
μυριόστομα θα ’χη ν’ ακούη μοιρολόγια
και θρήνους, π’ άμποτε ο διαφεντευτής ο Δίας
την Καδμεία ’π ’ αυτά στ’ αλήθεια ας διαφεντεύη.
Μα τώρα πρέπει εσείς--- κι όποιος του λείπει ακόμη
της ώρας του η ακμή κι οπού έχει πια περάση---
μεγάλη αξαίνοντας τη ζώρη του κορμιού του,
καθένας με τα χρόνια του, καθώς ταιριάζει,
να βοηθάη την πατρίδα του και των θεών της
τους βωμούς, για να μη χάσουν τις τιμές τους,
τα τέκνα του, τη μάννα γης, γλυκειά θροφό μας∙
γιατί μικρούς, που στο καλόγνωμό της χώμα
σερνόσαστε, αναδέχτη της ανατροφής σας
όλο το βάρος και σας τράνεψε κατοίκους
ασπιδοφόρους, για να γίνετε μια μέρα
τέτοιοι πιστοί σ’ αυτή της την ανάγκη.