Μετατρέπεται σε βόθρο (=τζαμί) η Αγιά Σοφιά

Σάββατο 11 Ιουλίου 2020 | 1 αναγνώστες άφησαν σχόλιο



Βαρύτατες ευθύνες του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Αγία Σοφία

Η απόφαση του Ερντογάν να μετατρέψει την Αγιά Σοφιά σε τζαμί εμπεριέχει έναν τεράστιο συμβολισμό για την πραγματική φύση και τους στόχους των τουρκικών ελίτ, αλλά και της τουρκικής κοινωνίας. Η γείτονα χώρα, υπό την καθοδήγηση του νεοσουλτάνου, πέτυχε να συγκεράσει επιτυχώς τα δύο αντίπαλα εσωτερικά ρεύματα: το κεμαλικό εθνικιστικό των δυτικών περιφερειών με το οθωμανικό ισλαμιστικό των ανατολικών.
Η επιστροφή στο οθωμανικό παρελθόν γίνεται πλέον αποδεκτή, αφού συνοδεύεται από ταχεία επεκτατική πολιτική – τουρκικός στρατός βρίσκεται μονίμως πλέον, εκτός της Κύπρου, σε Συρία, Ιράκ και Λιβύη- με ταυτόχρονη καταστολή του κουρδικού αυτονομισμού.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων ενστερνίζεται κατά συντριπτική πλειοψηφία το δικαίωμα της κατάκτησης. Αυτό που εν τέλει δικαιολογεί και την μετατροπή του συμβόλου της ανατολικής χριστιανοσύνης σε μουσουλμανικό τέμενος. Ένα απαραίτητο βήμα πριν από το επόμενο, που είναι η κατάκτηση και νέων, πρώην οθωμανικών περιφερειών εντός της ελληνικής και κυπριακής επικράτειας.
Όσα δηλαδή προβλέπονται στα σχέδια «2023», για τα 100 χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, και «2071», για τα 1000 χρόνια από την μάχη του Ματζικέρτ. Μην λησμονούμε ότι για να φθάσουμε στην σημερινή κορύφωση, προηγήθηκε η μετατροπή τριών ακόμη ναών αφιερωμένων στην Αγία του Θεού Σοφία σε τζαμιά: Τραπεζούντας, Νικαίας της Βιθυνίας και Αδριανουπόλεως.
Για τον λόγο αυτό, καλό είναι να μένουν στην άκρη οι τετριμμένες θεωρίες για κινήσεις απεγκλωβισμού του Ερντογάν από τη δύσκολη εσωτερική κατάσταση που αντιμετωπίζει. Γιατί αυτό είναι ένα μεγαλειώδες ψέμα, ένα βολικό αφήγημα για όσους δεν επιθυμούν να δουν ψυχρά την πραγματικότητα.
Ο τουρκικός νέο-οθωμανισμός, μέχρι αυτήν την στιγμή, είναι νικητής, και εντός και εκτός της Τουρκίας. Και η κάθε κίνηση όπως αυτή της Αγίας Σοφίας είναι επίσης μια νίκη. Οι μόνες ήττες που έχει καταγράψει είναι ο βομβαρδισμός που δέχθηκε στο Ιντλίμπ από τους Ρώσους, για να του βάλουν χαλινάρι, ο βομβαρδισμός των τουρκικών αντιαεροπορικών στην αεροπορική βάση Αλ Ουατίγια στη Λιβύη από άγνωστης προέλευσης αεροσκάφη, και η αποτροπή της μαζικής εισβολής μεταναστών στον Έβρο.
Για εμάς, όμως, η εξέλιξη με την Αγια Σοφιά μας δίνει ακόμη ένα καλό μάθημα, με την προϋπόθεση να το παραδεχθούμε. Ο Ερντογάν πήρε την απόφασή του γιατί ήταν σίγουρος ότι οι αντιδράσεις από τους κύριους παγκόσμιους παίκτες που μπορούν να τον στριμώξουν, δηλαδή τις ΗΠΑ και τη Ρωσία – η Ευρώπη δεν έχει ούτε την ισχύ ούτε τη διάθεση να το πράξει – δεν θα έκανε τίποτε περισσότερο από απλές παραινέσεις.
Κι εδώ, δυστυχώς, ευθύνη γι’ αυτό, και μάλιστα καθοριστική, έχει ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Η επιλογή του να μετατρέψει το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε όργανο προώθησης των αμερικανικών επιδιώξεων εναντίον της Ρωσίας, εμπλεκόμενος στα σύνθετα ουκρανικά εκκλησιαστικά ζητήματα, προσδοκώντας προφανώς την σθεναρή προστασία του αμερικανικού παράγοντα, προξένησε ανυπολόγιστο πλήγμα στην ενότητα του ορθόδοξου κόσμου.
Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες χωρίστηκαν σε τρία στρατόπεδα, οι προσκείμενες στην Κωνσταντινούπολη, αυτές προς την Μόσχα και οι ουδέτερες. Όπως τρεις είναι πλέον και οι Εκκλησίες στην Ουκρανία, το εκκλησιαστικό σχίσμα της οποίας υποτίθεται ότι θα θεράπευε ο πατριαρχικός τόμος.
Το αποτέλεσμα είναι, όμως, ότι οι κάκιστες -εκκλησιαστικές- σχέσεις της Μόσχας με την Κωνσταντινούπολη, ακύρωναν την δικαιολογητική βάση μιας αναμενόμενης σκληρής ρωσικής στάσης για την Αγία Σοφία, που θα έδινε, αναπόφευκτα, και στον Πούτιν αυξημένο κύρος μεταξύ των Ορθοδόξων.
Απέμενε, επομένως, μόνον ο αμερικανικός παράγων για να νουθετήσει τον ανεξέλεγκτο Ερντογάν. Ο τελευταίος, όμως, είχε διαβάσει άριστα τις αμερικανικές διαθέσεις. Ούτε ο Τραμπ, που είναι στενός του -και ίσως ελεγχόμενος- σύμμαχος, ούτε το δημοκρατικό κατεστημένο, που τρέμει μήπως η Άγκυρα ταυτιστεί τελειωτικά με τους μισητούς Ρώσους, δεν θα ρίσκαραν τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις για την Αγιά Σοφιά και τον Πατριάρχη.
Το πλήγμα για τον Οικουμενικό θρόνο είναι συντριπτικό. Η ιστορία θα γράψει ότι επί ποιμαντορίας του κ.κ. Βαρθολομαίου η Αγιά Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη έγινε τζαμί.
Το μάθημα, λοιπόν, για το οποίο μιλήσαμε στην αρχή, αφορά και στην πολιτική της Ελλάδας. Όλοι όσοι με μεγάλη ευκολία ζητούν την ταύτιση με έναν σύμμαχο, παραχωρώντας του γη και ύδωρ, που ως προστάτης θα μας εξασφαλίσει απέναντι στον άγριο γείτονα, ας το ξανασκεφθούν με μεγαλύτερη σύνεση.
Να το σκεφθούν επίσης και όσοι ελπίζουν ότι μια συμφωνία, ένα deal, με «ξεπούλημα» της Κύπρου ή του Καστελόριζου, με μοίρασμα στο Αιγαίο, θα φέρει την εποχή της αέναης ειρηνικής συνύπαρξης. Κάθε υποχώρηση θα είναι απλώς μια ήττα πριν από την ακόμη πιο οικτρή επόμενη.
ΥΓ. Είναι πράγματι θλιβερή η διαπίστωση για το πόσο χαμηλό είναι το επίπεδο αντίληψης της διεθνούς και εσωτερικής πραγματικότητας από την εκκλησιαστική ηγεσία.
Λίγες ημέρες πριν ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος διαβεβαίωνε με σιγουριά ότι ο Ερντογάν δεν θα τολμούσε να προχωρήσει στην μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, βασιζόμενος στις γνωστές επιφανειακές αναλύσεις που βρίθουν στις αθηναϊκές ελίτ.
Πού πήγε άραγε η συσσωρευμένη σοφία αιώνων από τις εκκλησιαστικές κεφαλές;

“Για να τελειώνουμε με τα τουρκικά παραμύθια περί αποστρατικοποίησης νησιών”- Άρθρο του Στρατηγού Κ. Ζιαζιά

Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020 | 0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο




Γράφει ο
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΙΑΖΙΑΣ
Στρατηγός-Επίτιμος Α/ΓΕΣ


Τα ελάχιστα που οφείλει να γνωρίζει ο κάθε πατριωτικά σκεπτόμενος Έλληνας, για την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ώστε να αντιμετωπίζει τις ψυχολογικές επιχειρήσεις, που καθημερινά διεξάγουν οι Τούρκοι είτε με δηλώσεις αξιωματούχων της, είτε με παραβιάσεις της εθνικής κυριαρχίας της Χώρας μας με υπερπτήσεις πάνω από Ελληνικά Νησιά του Αιγαίου, με παραβιάσεις του Εθνικού Εναέριου Χώρου και των Εθνικών Χωρικών Υδάτων, αλλά και με συνεχείς εκδόσεις ΝΑVΤΕΧ σε ευαίσθητες περιοχές της Υφαλοκρηπίδας της Χώρας μας, είναι, όχι βέβαια αυτά που σαφώς με ιδιοτελή και απλουστευτική προσέγγιση η Τουρκία λέει, ότι «όλα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου είναι και οφείλουν να μείνουν αποστρατιωτικοποιημένα», αλλά η αλήθεια είναι ότι το καθεστώς των νησιών δεν είναι ενιαίο, αλλά διέπεται από τρεις διαφορετικές συνθήκες, με βάση τις οποίες μπορεί να γίνει μια διαφοροποίηση των νησιών αυτών σε τουλάχιστον τρεις επιμέρους ομάδες. 
  • Με την Συνθήκη της Λωζάνης (άρθρο 4 ), επιβάλλεται η πλήρης αποστρατικοποίηση των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Ίμβρου, Τενέδου, Λαγουσών και των Στενών.
Με την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζανης, που έγινε κατόπιν αιτήσεως της Τουρκίας και με την σύμφωνο γνώμη των συμβαλλομένων μερών αρα και της Ελλάδος, με την Συνθήκη του Μοντρέ του 1936, η Τουρκία πέτυχε να αλλάξει το καθεστώς των Στενών.
Το καθεστώς των νησιών στο Αιγαίο αποτελούσε τμήμα του διεθνούς συστήματος των Στενών, που είχε καθιερωθεί με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Στο προοίμιο της Σύμβασης του Μοντρέ, αναφέρεται ρητά ότι αυτή υποκαθιστά τη Συνθήκη της Λωζάνης στο μέρος που αφορά την αποστρατικοποίηση των Στενών, η οποία παύει να ισχύει εξ ολοκλήρου. 
Στο ειδικό πρωτόκολλο της Σύμβασης του Μοντρέ (1936), αναφέρεται ρητά ότι επιτρέπεται ο άμεσος επανεξοπλισμός της ζώνης των Στενών (Δαρδανέλια, Θάλασσα του Μάρμαρα, Βόσπορος), χωρίς όμως να γίνεται ονομαστική αναφορά σε κανένα νησί, ελληνικό ή τουρκικό.
Η Τουρκία, προχώρησε άμεσα στην οχύρωση της Ίμβρου και της Τενέδου και χαρακτήρισε τα δύο αυτά νησιά επιτηρούμενες ζώνες. Η Συνθήκη της Λωζάνης για αυτά τα νησια προέβλεπε τα εξής:
«Η διατήρησις της τάξεως (ενν. σε Ίμβρο και Τένεδο), θα εξασφαλίζεται εν αυταίς δι’ αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ, του ιθαγενούς πληθυσμού, τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως υπό τους διαταγάς της οποίας θα διατέλει».
Η προβλεπόμενη τοπική διοίκηση, έπρεπε να αποτελείται από «τοπικά στοιχεία», κατά τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Τον Οκτώβριο του 1912, η Ίμβρος είχε 8.506 κατοίκους, όλους Χριστιανούς, ενώ η Τένεδος 5.172,  3.752 Έλληνες, 1.403 Τούρκους, 10 Αρμένιους και 7 Εβραίους.
Οι Τούρκοι φρόντισαν αμέσως μετά την παραχώρηση των δύο νησιών να παραβιάσουν τη Συνθήκη της Λωζάνης και συνέχισαν τα εγκλήματα μέχρι τη δεκαετία του ’70, χωρίς ποτέ να λογοδοτήσουν στη διεθνή κοινή γνώμη γι’ αυτά.
Μεγάλη ευθύνη έχει βέβαια και η χώρα μας, η αντίδραση της οποίας ήταν πάντα από ανύπαρκτη έως υποτονική.
Η Ελλάδα φυσικά αντιτείνει πως αφού η Συνθήκη έπαψε να εχει ισχύ για την Τουρκία, δεν παράγει έννομα αποτελεσματα για την Ελλάδα. Με αυτήν, καταργήθηκε η υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης των Στενών και η Διεθνής Επιτροπή των Στενών, τα καθήκοντα της οποίας ανέλαβε εξ ολοκλήρου η Τουρκία. Με δεδομένο ότι η τελευταία είχε ήδη εξοπλίσει τα ηπειρωτικά εδάφη της ζώνης των Στενών, με το πέρας της διάσκεψης έσπευσε να οχυρώσει και τα νησιά της ζώνης αυτής (δηλαδή τα νησιά της Προποντίδας, την Ίμβρο και την Τένεδο), ενώ η Ελλάδα οχύρωσε αντίστοιχα την Λήμνο και την Σαμοθράκη. Μάλιστα, κατά την διάρκεια της συνεδρίασης της τουρκικής εθνοσυνέλευσης που επικύρωσε την Σύμβαση του Μοντρέ στις 31 Ιουλίου 1936, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Τεβφίκ Ρουστού Αράς (Tevfik Rustu Aras), ανέφερε ότι «Με την Σύμβαση του Μοντρέ αναθεωρείται και ο όρος της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 που προέβλεπε καθεστώς αποστρατικοποίησης για τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στην γείτονα και φίλη Ελλάδα, γεγονός που μας δίνει ιδιαίτερη ικανοποίηση».
Η χώρα μας υποστηριζει και αυτό είναι το διεθνές ορθόν, ότι αποτελεί νομική αυθαιρεσία η ερμηνεία ότι οι υποχρεώσεις για αποστρατιωτικοποίηση παρέμειναν για τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, ενώ καταργήθηκαν για την Ίμβρο, την Τένεδο και τις Λαγούσες Νήσους.
Καμία από αυτές τις νήσους, δεν αναφέρεται ρητά, ονομαστικά στα κείμενα της Σύμβασης του Μοντρέ.
  • Με την Συνθήκη της Λωζανης (άρθρο 13 ), είχε επιβληθεί καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης των νησιών Λέσβου, Χίου, Σάμου και Ικαρίας. Απαγορεύτηκε να υπάρχουν σε αυτά ναυτικές εγκαταστάσεις ή οχυρωματικά έργα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις περιορίστηκαν σε όσους καλούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία.
    Τέλος, οι αστυνομικές δυνάμεις των νησιών θα πρέπει να είναι ανάλογες σε αριθμό με αυτές που υπάρχουν και στις άλλες περιοχές της χώρας. Η χώρα μας αποδέχεται τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μερική αποστρατιωτικοποίηση της Λέσβου, της Χίου, της Σάμου και της Ικαρίας. Παραδέχεται όμως ότι από το 1974 άρχισε να εξοπλίζει με ταχείς ρυθμούς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου,  επικαλούμενη το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, ως αντίβαρο στην « Τουρκική Στρατιά του Αιγαίου».
  • Τα ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ παραχωρήθηκαν από την Ιταλία στην Ελλάδα με την Συνθήκη των Παρισιων του 1947. Με το άρθρο 14 της Συνθήκης επιβαλλόταν στην Ελλάδα υποχρέωση αποστρατικοποιησης, επιτρέποντας μόνο περιορισμένο αριθμό προσωπικού  εσωτερικής ασφαλείας, με τον ανάλογο οπλισμό του. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα παραβιάζει τη Συνθήκη των Παρισίων, όμως υπάρχουν δύο σημαντικοί παράμετροι, που πρέπει να ληφθούν υπόψιν.
           – Αρχικά η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος στην εν λόγω Συνθήκη, η οποία αποτελεί «res inter alios acta» για αυτήν, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλον. Σύμφωνα δε με το άρθρο 34 της Συνθήκης της Βιεννης για το Δίκαιο των Συνθηκών,
«μια Συνθήκη δεν δημιουργει υποχρεώσεις η δικαιώματα για τρίτες χώρες» .
            – Πρέπει άλλωστε να έχουμε υπόψη ότι η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων δεν προβλέφθηκε κατόπιν αιτήματος ή πίεσης της Τουρκίας -η οποία όπως αναφέραμε δεν συμμετείχε στην Διάσκεψη Ειρήνης, αλλά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία επεδίωκε στο πλαίσιο της ψυχροπολεμικής στρατηγικής της τον περιορισμό των δυτικών στρατιωτικών δυνάμεων στην ανατολική Μεσόγειο, ώστε να περιορίσει την απειλή που θα μπορούσαν να αποτελέσουν για τις δικές της δυνάμεις στην περιοχή. Το καθεστώς αποστρατικοποίησης στα ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ  απηχεί τις πολιτικές σκοπιμότητες της Μόσχας εκείνη την χρονική περίοδο . Ωστόσο με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβιας στην πράξη έπαψε να ισχύει ως ασύμβατο με τη συμμετοχή χωρών σε στρατιωτικούς συνασπισμούς .
Οι σημαντικότεροι  λόγοι ομως  που επέβαλλαν στην Χώρα μας την στρατιωτικοποίηση  των  νήσων  του Ανατολικού Αιγαίου ειναι :
  • Η επιθετική πολιτική της Τουρκίας, που εκδηλώθηκε κυρίως μετά την εισβολή στην Κύπρο.
  • Η ίδρυση και οργάνωση από την Τουρκία, αμέσως μετά την πρώτη επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (20/7/1975), της Στρατιά του Αιγαίου (4η Στρατιά)(Ege Ordusu), με έδρα την Σμύρνη, απέναντι από τα Ελληνικά νησιά, που βρίσκεται εκτός των νατοϊκών σχεδιασμών, η οποία διαθέτει μεγάλο αριθμό αποβατικών σκαφών και ειδικεύεται κυρίως στις αμφίβιες επιχειρήσεις, οι οποίες βέβαια δεν θα χρησιμοποιηθούν εναντίον των Κούρδων …..
  • Η διατηρηση της απειλής του casus belli σε περίπτωση άσκησης του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια.
  • Η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Χώρας μας στο Αιγαίο από το 1974 και μετά. 
  • Το ειδικό επιχειρησιακό περιβάλλον του Ανατολικού Αιγαίου (εγγύτητα νήσων στα Μικρασιάτικα παραλία, μεγάλη απόσταση από τον ηπειρωτικό κορμό της Χώρας, καιρικές συνθήκες, απαίτηση διεξαγωγής ειδικών επιχειρήσεων) και η εξέλιξη της απειλής, η οποία περιλαμβάνει τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα όπως η πρωτοβουλία δράσεων και  ο αιφνιδιασμός.
     -Γενικα η Χώρα μας υποχρεώθηκε να προβεί στις αναγκαίες αμυντικές προπαρασκευές στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που θα της επιτρέψουν, αν χρειαστεί να ασκήσει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 51 του Χάρτη του Ο.Η.Ε.
«Καμία διάταξη αυτού του Χάρτη δεν θα εμποδίζει το φυσικό δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας, σε περίπτωση που ένα μέλος των Ηνωμένων Εθνών δέχεται ένοπλη επίθεση, ως τη στιγμή που το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσει τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια…».
Το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας έχει χαρακτήρα jus cogens (αναγκαστικού δικαίου) και συνεπώς έχει υπέρτερη ισχύ σε σχέση με τυχόν συμβατικές υποχρεώσεις, δηλαδή διαθέτει αυξημένη νομική ισχύ και υπερισχύει όλων των άλλων διεθνών κανόνων, σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 64 της Συμβάσεως της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών.
Άλλωστε το άρθρο 103 τον Χάρτη του Ο.Η.Ε. παραμερίζει κάθε αντίθετη συμβατική δέσμευση, όπως είναι σχετικά άρθρα της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων.
Το πολύ ισχυρό δικαίωμα της νόμιμης άμυνας, δεν μπορεί να κατασταλεί από τους έωλους τουρκικούς ισχυρισμούς ότι τα νησιά μας έχουν στρατιωτικοποιηθεί για επιθετικούς σκοπούς, κάτι που προκαλεί θυμηδία….
Η νομική αφύπνιση της Τουρκίας 97 χρόνια μετά την Συνθηκη της Λωζανης και 72 χρόνια μετά την Συνθήκη των Παρισίων, ειναι ανιστόρητη και νομικώς αβάσιμη. 
Η Άγκυρα φαίνεται, στην περίπτωση της (απο)στρατιωτικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, να επιδιώκει την δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» μεταξύ της επικράτειας της και της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία θα επέτρεπε στην Τουρκία να εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της στην περιοχή σε καιρό ειρήνης, ενώ παράλληλα θα περιόριζε σημαντικά την ικανότητα της Ελλάδας να αμυνθεί  σε περίπτωση εχθρικής ενέργειας .
Η Χώρα μας οφείλει να ενδυναμώσει την άμυνα της ευαίσθητης περιοχής του Αιγαίου και ο λαός μας πρέπει να ειναι ενημερωμένος για τα εθνικά μας θεματα.
Η ΣΤΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΗΤΑΝ ΣΟΦΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ, ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΕΒΛΕΠΑΝ, ΕΚΤΙΜΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΟΥΣΑΝ ΠΙΟ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ .