Για σχεδόν επτά αιώνες ολόκληρη η Εγγύς Ανατολή και μεγάλο μέρος της κεντρικής Ευρώπης ήταν η σκηνή αιματηρών πολέμων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία και το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων ήταν η κύρια αιτία.
Η υποδούλωση χριστιανικών λαών, οι θρησκευτικοί πόλεμοι και ο Σταυρός εναντίον της Ημισελήνου που μοιραία επακολούθησαν και οι διαδοχικές επαναστάσεις όλων αυτών των λαών που επιδίωκαν την απελευθέρωσή τους, δημιούργησαν μια κατάσταση, η οποία παρέμενε ως μια σταθερή πηγή κινδύνου όσο η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατηρούσε το στίγμα που της είχαν αφήσει οι Σουλτάνοι.
Οι δύο πρώτες παράγραφοι είναι μια ευθεία καταγγελία του καθεστώτος των Σουλτάνων και κατά συνέπεια μόνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ο ίδιος θεωρεί ως την αποκλειστική υπεύθυνη για τους αιματηρούς πολέμους στην Εγγύς Ανατολή και στην Κεντρική Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι αυτή η κατηγορία είναι βάσιμη, έχει τοποθετηθεί στην κορυφή, παραλείποντας τελείως την οποιαδήποτε αναφορά στο καθεστώς των Νεοτούρκων, για να τονίσει το φιλελεύθερο πνεύμα του μεταρρυθμιστή χωρίς να διευκρινίσει βέβαια ότι μέσα στο πλαίσιο γενοκτονίας συνέχισε μέχρι το 1923, την πολιτική που άρχισε το 1894 αναφορικά με τη συστηματική καταστροφή όλων των μη μουσουλμανικών λαών της Aυτοκρατορίας.
Η εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1922, όταν το εθνικό κίνημα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά θριάμβευσε ενάντια των αντιπάλων του, έθεσε οριστικά τέλος σε αυτό το καθεστώς αστάθειας και αδιαλλαξίας.
Σπάνια, πράγματι, πραγματοποιήθηκε σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μια αλλαγή τόσο ριζική στη ζωή ενός έθνους.
Σε μία αυτοκρατορία σε παρακμή, η οποία ζει κάτω από ένα θεοκρατικό καθεστώς όπου η έννοια του δικαίου και της θρησκείας συγχέονται, αντικαταστάθηκε από ένα κράτος εθνικό και σύγχρονο, γεμάτο σθένος και ζωή.
Είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε σε αυτές τις παραγράφους την σύγχυση που υπάρχει ανάμεσα στις έννοιες της αστάθειας και αδιαλλαξίας. Διότι είναι αλήθεια ότι το νέο καθεστώς δημιούργησε σταθερότητα συνεχίζοντας τη γενοκτονία, εφόσον οι διαφορές είχαν εξαλειφθεί αλλά αυτό επιτεύχθηκε χάρη στην αδιαλλαξία η οποία αποδείχθηκε μέσω της γενοκτονίας και την τελική της φάση που ήταν η χειρότερη δυνατή. Έτσι η αλλαγή ήταν ριζική, επειδή επρόκειτο απλά για μια πραγματική δικτατορία και τίποτα λιγότερο. Αναφορικά με την κριτική στην αντιπαράθεση του θεοκρατικού καθεστώτος, όπου η έννοια του δικαίου και της θρησκείας συγχέονται, είναι εξίσου προσβλητική που προέρχεται από έναν πολιτικό ο οποίος ζει σε ένα κράτος, όπου το κράτος και η εκκλησία δεν διαχωρίζονται καθόλου. Ο Βενιζέλος υπολόγιζε στην άγνοια αυτού του γεγονότος από την πλευρά της επιτροπής του Νόμπελ;
Υπό την καθοδήγηση του μεγάλου μεταρρυθμιστή Μουσταφά Κεμάλ Πασά, το απολυταρχικό καθεστώς των Σουλτάνων καταργήθηκε και το κράτος γίνεται εντελώς κοσμικό. Το έθνος στο σύνολό του όρμησε προς την πρόοδο, φιλόδοξο, και δικαίως, στο να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των πολιτισμένων εθνών. Όμως το κίνημα για την εδραίωση της ειρήνης συμπορευόταν με όλες τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις που έδωσαν την πραγματική κατάσταση του στο νέο ακραιφνώς εθνικό κράτος της Τουρκίας. Πράγματι, η Τουρκία δεν δίστασε να αποδεχθεί πιστά την απώλεια επαρχιών που κατοικούνταν από άλλες εθνότητες, και ειλικρινά ικανοποιημένη με τα εθνικά και πολιτικά σύνορά της που ορίζονται από τις Συνθήκες έγινε ένας πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης στην Εγγύς Ανατολή.
Αυτή τη φορά ο Μουσταφά Κεμάλ παρουσιάζεται ως ένας μεγάλος μεταρρυθμιστής χωρίς να διευκρινίζει ότι πρόκειται για την περίπτωση της απόλυτης δικτατορίας. Βέβαια ο Βενιζέλος δεν θα μπορούσε να το ξέρει, αλλά αυτά είναι τα ίδια χαρακτηριστικά που θα καθορίσουν στη συνέχεια το καθεστώς του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Στάλιν. Η Τουρκία έγινε βεβαίως ένα κράτος λαϊκό, αλλά μόνο με μουσουλμάνους, πράγμα που συνεχίζει να προξενεί σύγχυση μέχρι και τις μέρες μας, εφόσον όλοι οι άλλοι είχαν εξολοθρευτεί ή εξαιρεθεί. Όσον αφορά στην πρώτη γραμμή των πολιτισμένων λαών, είναι καλύτερο να αποφευχθεί αυτό το παράδειγμα γενοκτόνου. Με το να γράφει ότι η Τουρκία αποδέχθηκε πιστά την απώλεια επαρχιών που κατοικούνταν από άλλες εθνότητες, ο Βενιζέλος δεν χρησιμοποιεί μόνο έναν ευφημισμό, αλλά διαπράττει σοβαρό σφάλμα προπαγάνδας. Η Τουρκία δεν αποδέχθηκε αυτές τις παραχωρήσεις παρά μόνο επειδή ήταν αναγκαστικές, επειδή είχε χάσει τους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και επίσης τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι αυτές οι ήττες που την ανάγκασαν να αποχωριστεί από τα εδάφη της που είχε καταλάβει, και τίποτε άλλο.
Είναι εμείς οι Έλληνες, που αιματηρές μάχες που διήρκησαν αιώνες μας έφεραν σε μια κατάσταση συνεχούς ανταγωνισμού με την Τουρκία, οι οποίοι είχαμε πρώτοι την ευκαιρία να αντιληφθούμε τα αποτελέσματα της ριζικής αλλαγής που εμφανίστηκαν σε αυτή τη χώρα, τους διαδόχους της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από την επόμενη μέρα της καταστροφής της Μικράς Ασίας, έχοντας διακρίνει τη δυνατότητα συνεννόησης με την αναγεννημένη Τουρκία, μετά τον πόλεμο ως εθνικό κράτος, της τείναμε το χέρι που το δέχτηκε με ειλικρίνεια.
Οι αναφορές στην Μικρασιατική καταστροφή και οι σχετικές εξηγήσεις δεν είναι μόνο ακατάλληλες για να μιλήσουμε για αυτά τα γεγονότα, αλλά είναι απλώς απαράδεκτες για τα αμέτρητα θύματα αυτών των φρικαλεοτήτων του πολέμου και όλο το σύνολο των εξόριστων από τις πατρογονικές τους εστίες. Όσο για την αναγεννημένη Τουρκία, γιατί να μην δούμε μέσα σε αυτήν την έκφραση την συγκεκριμενοποίηση του αποτελέσματος της γενοκτονίας που προέκυψε από την εξολόθρευση όλων των πληθυσμών που θεωρούνταν εκφυλισμένοι από την τούρκικη οπτική πλευρά, δηλαδή από την πλευρά κάποιου που κρίνει ότι είναι ισχυρός έναντι των αδύναμων. Και όσον αφορά τους Έλληνες, δεν μπορούσαν να τείνουν το χέρι, εφόσον τα χέρια τους είχαν κοπεί εκείνη την εποχή μαζί με την απώλεια της περιοχής του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Μαζί με την ακρωτηριασμένη Θράκη, πώς θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε χωρίς να μας εξαναγκάσουν, αυτή την ανθρωπιστική φρίκη.
Αυτή η επαναπροσέγγιση μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα αναφορικά με τις δυνατότητες συνεννόησης ανάμεσα σε λαούς που τους χωρίζουν οι πιο σοβαρές διαφορές, εφόσον αυτοί αφήσουν να εισχωρήσει η ειλικρινής επιθυμία για ειρήνη, δεν έχει ως αποτέλεσμα παρά μόνο οφέλη τόσο για τις δύο χώρες όσο για τη διατήρηση της ειρηνικής τάξης στην Εγγύς Ανατολή.
Αλλά ο άνθρωπος στον οποίο αυτή η πολύτιμη συμβολή στην υπόθεση της ειρήνης οφείλεται είναι ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ Πασά.
Έτσι έχω την τιμή όντας αρχηγός της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1930, όταν η υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου σηματοδότησε μια νέα εποχή στο μονοπάτι της Εγγύς Ανατολής προς την ειρήνη, να θέσω την υποψηφιότητα του Μουσταφά Κεμάλ Πασά για να τιμηθεί με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Παρακαλώ δεχθείτε, Κύριε, τη διαβεβαίωση της βαθύτατης εκτίμησής μου.
Οι παράγραφοι του τέλους αγγίζουν τα όρια της πολιτικής αθωότητας γιατί μετά από όλες αυτές τις τρομακτικές απώλειες, αυτές τις γενοκτονίες, να μιλάμε για ειλικρινή επιθυμία για την ειρήνη, φτάνει να καταδειχθεί η ανικανότητα όχι μόνο στο να αναλυθεί σωστά το παρελθόν αλλά επίσης στο να κατανοηθεί στρατηγικά το μέλλον. Ευτυχώς, για τον Βενιζέλο, πέθανε το 1936 και δεν μπόρεσε να δει την συνέχεια του κεμαλισμού. Ευτυχώς επίσης, ο Μουσταφά Κεμάλ πέθανε το 1938 και δεν είχε τον χρόνο να προσθέσει περισσότερα ελαττώματα στις σκέψεις του Βενιζέλου. Γιατί αυτές οι τελευταίες αποδεικνύουν σαφώς την ανικανότητά του να κρίνει στοιχεία και καταστάσεις σαφείς σε σχέση με την ιστορία. Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι ότι αυτή η συστατική επιστολή του τοποθετήθηκε εκεί όπου της άξιζε να είναι και που κανείς στην Επιτροπή Νόμπελ δεν την έλαβε υπόψην του. Διότι η δικαιοσύνη της Ανθρωπότητας δεν χρειάζεται συστάσεις.
Ν. Λυγερός
Μετάφραση από τα γαλλικά Βίκυ Τσατσαμπά