Λόγια και έργα του ΑΠΡΟΣΚΥΝΗΤΟΥ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Ἡ ὀνομασία Γέρος τοῦ ἐγεννήθη, ἐπειδὴ ἦτο πολύξερος, ἔξυπνος, εἶχε πονηρίες. Ὅθεν καὶ τὸ τραγούδι τοῦ παλαιοῦ χαλασμοῦ τῶν Κολοκοτρωναίων: «Ὁ Θοδωράκης πολὺ πονηρεμένος - Ἐγλύτωσε ὁ καημένος». - Εἰς τὰ ἔθνη, ὁποὺ ἡ παιδεία δὲν εἶναι ἐξαπλωμένη καὶ ἡ ἐπιστήμη δὲν φωτίζει τοὺς νέους, οἱ γέροντες ἔχουν τὰ πρωτεῖα τῆς γνώσεως· ὅποιος εἶδε πρωϊμώτερα τὸν ἥλιο, ἔχει καὶ πρᾶξιν περισσότερη τῆς ζωῆς.
Ἀπέδιδε τὴν ἐπιρροήν του εἰς τὴν Πελοπόννησον εἰς τὰ ἀκόλουθα: Οἱ ἀνδρειότεροι τῆς Πελοποννήσου δὲν ἐζοῦσαν πλέον εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως. Τὸ ὄνομα τῆς οἰκογενείας του. Ἡ εἴδησις ὁποὺ εἶχε τῶν τόπων διὰ τὴν περασμένην του κλέφτικην ζωήν, καὶ τέλος ἐγνώριζε καὶ ὁμιλοῦσε εἰς τοὺς ἐντοπίους τὴν γλώσσαν των. Ἂν ἐζοῦσαν, ἔλεγεν, οἱ παλαιοί, ἠθέλαμεν κυριεύσει μὲ εὐκολίαν τὴν Πελοπόννησον τὸν πρῶτον χρόνον.
Ἐδιηγεῖτο μὲ πολλὴν χάριν τὸν ἀκόλουθον μύθον: Ἕνας Σουλτάνος μίαν φορὰν ἠθέλησε νὰ περιηγηθεῖ τὸ βασίλειόν του, νὰ μάθει τὰ διάφορα ἤθη τῶν ὑπηκόων του, καὶ νὰ τοὺς διοικεῖ ὅπως πρέπει. Οἱ αὐλικοί του ἐναντιώνοντο εἰς αὐτήν του τὴν ἀπόφασιν, παρασταίνοντές του ὅτι εἶναι ἄμαθος εἰς τὲς κακοπάθειες καὶ τοὺς κινδύνους τοῦ ταξιδίου. Ὁ Σουλτάνος ἐπέμενε. Τότες ἕνας γέρος Τοῦρκος, μὲ μεγάλην ὑπόληψιν, εἶπε τοῦ Σουλτάνου: «Εἶναι τρόπος νὰ περιηγηθεῖς καὶ νὰ μάθεις τὰ ἤθη τῶν ὑπηκόων σου, χωρὶς νὰ ταξιδεύσεις. Κάμε νὰ σοῦ φτιάσουν τσαντήρια, ὅπου ὅλα, ἀπὸ τὸ χῶμα ἕως τὰ ξύλα ὁποὺ ἔχουν, νὰ τὸ σκεπάζουν, νὰ εἶναι ἀπὸ τὸν τόπον ὁποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ μάθεις. Κοιμᾶσαι ἔπειτα εἰς καθένα ἀπὸ αὐτὰ μίαν νύκτα καὶ εἰς τὸν ὕπνον σου θὰ σοῦ παρουσιασθεῖ ὁ τόπος ἀπ᾿ ὅπου εἶναι τὸ τσαντήρι μὲ τοὺς κατοίκους του καὶ μὲ τὰ ἔργα ὅπου συνηθίζουν, καὶ ἔτσι ἠμπορεῖς νὰ μάθεις ὅ,τι ἐπιθυμεῖς, χωρὶς νὰ κακοπάθεις ταξιδεύοντας». Ὁ Σουλτάνος ἐκαταπείσθη εἰς τοὺς λόγους τοῦ γέρου, καὶ ἔκαμε καὶ τοῦ ἔφτιασαν τσαντήρια, ὅπως ὁ γέρος τοῦ εἶχε παραστήσει. Τοῦ ἔφτιασαν τσαντήρια ἀπὸ κερεστὲ τῆς Ρούμελης, ἄλλο ἀπὸ τῆς Ἀνατολῆς, ἄλλο ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου καὶ ἄλλο ἀπὸ τοῦ Μορέως, καὶ εἰς καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἐκοιμήθη μία νύκτα. Κοιμώμενος εἰς τὸ τσαντήρι τῆς Ρούμελης εἶδε πολέμους, ἄτια νὰ χλιμιντροῦνε. Ἐκοιμήθη εἰς τὸ τσαντήρι τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐκοιμήθη γλυκά, ὡσὰν νὰ πίει ἀφιόνι. Ἐκοιμήθη εἰς ἐκεῖνο τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶδε τὸ Νεῖλο νὰ χύνει πλημμύρα θησαυροῦ, ἀλλὰ πλούτη τυφλά. Ἐκοιμήθη καὶ εἰς τὸ τσαντήρι τοῦ Μορέως καὶ εἶδε τρεῖς χιλιάδες διαβόλους μὲ δαυλοὺς ἀναμμένους στὸ χέρι νὰ τρέχουν καὶ νὰ κάνουν ταραχὴ ἀνυπόφερτη.
Μοῦ ἔλεγεν ὁ Νικηταρᾶς, ὅτι ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐρωτήθη μία φορά: Ποῖος ἠξεύρει περισσότερα, ὁ διάβολος ἢ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη: Ὁ ἄνθρωπος· ἐπειδὴ ἂν καλολογαριάσεις ζεῖ (καὶ τὸ ἀπέδειχνε) μόνον εἴκοσι χρόνους καὶ ἠξεύρει τόσα, καὶ ὁ διάβολος εἶναι ἀπέθαντος (λέξις τοῦ Νικηταρᾶ). Ἡ ἀπάντησις τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη ἔχει τὴν δύναμιν νὰ φανερώνει τὸν πλοῦτο τῶν κεφαλαίων, τὰ ὁποῖα ἐπισωρεύει ἡ παράδοσις τῶν αἰώνων.
Εἰς τὴν Τριπολιτζά εἶχον γράψει σάτιραν ἐναντίον τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τὴν ἐτοιχοκόλλησαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἦτον Κυριακὴ καὶ ἐσυνάχθη κόσμος καὶ ἐδιάβαζεν. Ὁ Γέρο Κολοκοτρώνης ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν νὰ λειτουργηθεῖ, καὶ ὅταν εἶδε τὸν κόσμον συμμαζωμένον, ἔστειλε τὸν Γραμματικόν του νὰ ἰδεῖ τί τρέχει. Ὁ Γραμματικὸς ἐπέστρεψε καὶ ἐμούδιαζε νὰ τοῦ εἰπεῖ. Ἔμαθε τέλος πάντων, τί εἶναι. Τότε ἐπῆγε, τὴν ἐξεκόλλησε καὶ τὴν ἐπῆρε στὸ χέρι καὶ ὅταν ἀπόλυσεν ἡ ἐκκλησία, τὴν ἔδωκε τοῦ παπᾶ καὶ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ τὴν διαβάσει μεγαλοφώνως εἰς τὸν λαόν. Ἔπειτα, εἶπε: «Κρίνετε, ἂν μὲ βρίζουν δίκαια». Καὶ τινὲς λέγουν, ἐπρόσθεσε: «Ὁ κάλπικος παρὰς μένει στὸ νοικοκύρη του».
Ὅσες φορὲς καὶ ἂν ἐγράφθη εἰς ξένην στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, δὲν ἐκρέμασε ποτὲ φούντα εἰς τὸ σπαθί του, ἐξηγῶν κατὰ γράμμα τοὺς στίχους τοῦ πολεμιστηρίου ἄσματος τοῦ Ρήγα: «Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα κανένας νὰ χαθεῖ, - Ἢ νὰ κρεμάσει φούντα γιὰ ξένον στὸ σπαθί».
Ὁ Συνταγματάρχης κ. Πορὶ δε Σαὶν Βενσάν, εἰς τὴν ἔκθεσίν του τῆς ἐπιστημονικῆς ἐκστρατείας τῆς Πελοποννήσου, λέγει, ὅτι ὁ Κυβερνήτης δείχνοντάς του μίαν φορὰν τὸν Γέρο Κολοκοτρώνη τοῦ εἶπε: «Ἰδοὺ ὁ Ὀδυσσεὺς τῆς Νέας Ἑλλάδος!» καὶ τοῦ ἀνέφερε καὶ στίχους τοῦ Ὁμήρου πρὸς ἀπόδειξιν. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ κατὰ τρία πράγματα ὁμοιάζουν πολὺ οἱ δύο οὗτοι ἄνδρες: κατὰ τὸ πνεῦμα, τὸν πατριωτισμόν, καὶ τὴν ἀκοίμητον πάλην μὲ τὰς μυστηριώδεις δυνάμεις τῆς τύχης. Καὶ οἱ δύο ἔζησαν τόσον, ὥστε ἐγήρασαν καὶ ἐχαίροντο εἰς τὸ δείλι τους τὲς ὧρες τῆς αὐγῆς του.
Εἰς τὸν Μυστρά, ἂν δὲν σφάλλω, τοῦ ἐκατάδωκαν δύο γυναίκας ἀτίμου διαγωγῆς, αἱ ὁποῖαι ἐξέκλιναν τοὺς στρατιώτας του. Ἔκαμε καὶ τοῦ τὲς ἔφεραν, καὶ βλέποντας ἕνα χωράφι μὲ τσουκνίδες, ἔκαμε καὶ τὲς ἐγύμνωσαν καὶ τὲς ἐκύλησαν εἰς τὲς τσουκνίδες.
Ἕνας ἀνεψιὸς τοῦ Ἀλῆ Φαρμάκη, ὅταν ἦταν κλεισμένοι εἰς τὸν πύργο τοῦ θείου του, ἔλεγε πρὸς τὸν Κολοκοτρώνη: «Κρίμας ὁποὺ δὲν εἶσαι Τοῦρκος, μέγας ἀφέντης θὰ γίνουσουν».- «Ἂν γίνω Τοῦρκος, θὰ μὲ σουνετεύσουν;». - «Βέβαια!... » - «Ἐμᾶς, ὅταν μᾶς βαπτίζουν, μᾶς κόβουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς μας τρίχες καὶ τὲς βάζουν εἰς τὸ εἰκόνισμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν γίνω Τοῦρκος, εἰς τὸν ἄλλον κόσμον θὰ μὲ τραβοῦν ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ ὁ Μωάμεθ ἀπὸ τὴν ψωλή καὶ δὲν θέλω νὰ βάλω εἰς παρόμοια διαφορὰ δύο τέτοιους προφητάδες».
Ὅταν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον τὸν ἐπήγαιναν εἰς τὴν Ὕδρα, εἰς τὸν δρόμον τὸν ἀπήντησε ἕνας καὶ τὸν ὕβριζε καὶ ἔπτυε. Στρεφόμενος τότε πρὸς τοὺς στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τριγύρω του, καὶ εἰς τὸν κόσμον, εἶπε: «Κρίνετε σεῖς, ἂν μοῦ πρέπει τοιαύτη καταισχύνη». Οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ λοιποὶ ἔδιωξαν τὸν ὑβριστὴν κακὴν κακῶς.
Ὅταν ἔπειτα ἀπὸ τὴν καταδίκην του τοῦ ἐδόθη εἴδησις, ὅτι ὁ Βασιλεὺς τοῦ χαρίζει τὴν ζωὴν καὶ μόνον τὸν ἀφήνει εἴκοσι χρόνους φυλακήν, εἶπε: «Θὰ γελάσω τὸν Βασιλέα, δὲν θὰ ζήσω τόσους».
Εὑρισκόμενος εἰς τὰς Ἀθήνας ἔβγαλε εἰς τὰ ὀπίσθια ἕνα σπειρί. Διὰ νὰ μάθει πόσον ἦτο μεγάλο ἔκραξεν ἕναν νὰ τοῦ τὸ ἰδεῖ· καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπεκρίθη, εἶναι σὰν ρεβίθι. Κράζει ἄλλον ἔπειτα, τὸν ρωτᾶ καὶ τοῦ λέγει, εἶναι σὰν καρύδι. Κράζει τρίτον καὶ τοῦ λέγει, εἶναι σὰν αὐγό. «Περίεργον, ἐστράφη τότε καὶ εἶπε, ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ὡς τὸν κ... μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ μάθω τὴν ἀλήθεια».
Ἀγαποῦσε νὰ φορεῖ περικεφαλαίαν, ὡς σημεῖον ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ. Τὴν ἐφόρει καὶ εἰς τὰ ἀποβατήρια τοῦ Βασιλέως εἰς Ναύπλιον καὶ ἦτον ὁ μόνος μὲ τὴν περικεφαλαίαν του. Δὲν μετεμορφώθη ὅμως ἀπὸ Θεόδωρος εἰς Σόλωνα ἢ Ἐπαμεινώνδα. Εἶχε ἀρκετὸν νοῦν καὶ πατριωτισμόν, διὰ νὰ μὴ στέρξει εἰς τὴν μεταμόρφωσιν· εἶχε καὶ ὑπόληψιν εἰς τὸ βάπτισμά του.
Εἰς τὴν θανὴν τοῦ μακαρίτου Ἀ. Ζαΐμη, ἀκολουθώντας τὸ λείψανον ἔκλαιγεν ἀπαρηγόρητα. Ὁ κύριος Τ. ζηλωτὴς νὰ ἀκούσει τὴν καρδίαν του, τοῦ λέγει: «Δὲν ἐνθυμεῖσαι τὲς διχόνοιές σας;» Ἀπεκρίθη: «Ἐσταθήκαμεν συχνὰ ἐχθροὶ ἀνάμεσόν μας, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐμίσησα ποτέ». Δείχνοντάς του συγχρόνως ἄλλον ἔξοχον ἀγωνιστὴν τῆς πατρίδος, τοῦ εἶπε: «Ἐσταθήκαμε συχνὰ φίλοι, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀγάπησα ποτέ».
Ἐδιάβαζεν ὁ Κολοκοτρώνης, ὄντας εἰς Ζάκυνθον, τὸ Εὐαγγέλιον, εἰς τὴν ἔκδοσιν τὴν Ἀγγλικήν, τὴν ἐμποδισμένην ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἔτυχε παρὼν ὁ Δικαῖος Φλέσσας, τότε νέος καὶ ἀναγνώστης. «Μὴν διαβάζεις, τοῦ λέγει, δὲν πρέπει, ἔχει ἀφορισμὸν ὁ Πατριάρχης. Ἐσὺ ποὺ διαβάζεις εἶσαι καταραμένος, ὀργισμένος ἀπὸ τὸν Θεόν». Τοῦ τὸ δευτεροεῖπε. Ἄναψεν ὁ γέρος. Σοῦ ἁρπάζει τὸν Δικαῖον ἀπὸ τὰ μαῦρα περίσσια μαλλιά του, τὸν βάνει κάτου, καὶ ἐτρόμαξαν οἱ φίλοι του νὰ τὸν γλυτώσουν ἀπὸ τὰ χέρια του.
Ὁ Κολοκοτρώνης, μοῦ φαίνεται, ἐνθυμήθη τὸ Πατριαρχικὸ ἀφοριστικὸ τοῦ ἔτους 1804, μὲ τὸ ὁποῖο βέβαια δὲν ἦταν εἰς ἁρμονίαν. Ὁ νέος ἀναγνώστης ἔσυρεν ἀθέλητα τὸ δοξάρι του σὲ χορδὴν μεστὴν ἀπὸ παλαιὲς λύπες τῆς καρδίας του· οἱ δοξαριές του ἐπόνεσαν διότι ἐνθυμήθη τὸ αἷμα τῶν συντρόφων, καὶ τὸ Παπαδίστικο Συνοδικό. Καὶ ἴσως ἀκόμη αὐτὰ τοῦ ἐβασάνιζαν τὸν νοῦν, ὅταν 30 ἔτη ἔπειτα, εἰς τὸ φαεινότερο φῶς τῆς ἐλευθερίας, ἀπὸ τὸν ἄμβωνα τοῦ Δημοσθένους, μὲ δύναμιν ἢ ὀργὴν Δημοσθενικὴν ἐδημοσίευε τὴν τρομερὰν ἀπόφαση: «Αὐτὸς (ὁ Πατριάρχης) ἔκανεν ὅ,τι τοῦ ἔλεγεν ὁ Σουλτάνος».
«Ὀμπρὸς εἶμαι γέροντας, ὀπίσω νεούτσικος, βρέφος σὰν τὸ πουλὶ τῆς Ἀθηνᾶς - σοβαρό, γέρικο ὀμπρός, ὀπίσω ὀρὰ μικρή, ἀσκόπουλο». Τὰ ἔλεγεν εἰς Ἀθήνας, ὅταν ἦλθεν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον καὶ ἐλογάριαζε παίζοντας τοὺς μήνας του, ὡς νὰ εἶχε γεννηθεῖ, ὅταν ἐξεφυλακίσθη ἀπὸ τὸ Παλαμήδι.
Εἰς τὸν σκοτωμὸν τοῦ Κυβερνήτου ἔπλασεν ἢ ἐνθυμήθη, ἂν σώζεται εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τῆς σοφίας τοῦ λαοῦ, τὸν μύθον τοῦ σαμαρτζῆ. Ἡ ἔννοιά του εἶναι αὕτη. Τὰ γαϊδούρια ἔκαμαν συνωμοσίαν καὶ ἐσκότωσαν τὸν ἐπιτήδειον σαμαρτζῆ τους καὶ ἐχοροπηδοῦσαν. Ἕνας γέρος γάϊδαρος, τὰ ἐμάλωσε, λέγοντάς τα: «Μὴ χαίρεσθε, θὰ ἴδετε τί μᾶς ἄξιζε, ὅταν τὰ σαμάρια τῶν ἄλλων θὰ μᾶς πληγώνουν τὴν ράχην».
πηγή