Ὁ Μπάμπης Ἄννινος στὸ βιβλίο του («Ἱστορικὰ Σημειώματα», σελ. 5, Ἀθήνα 1925) μᾶς
περιγράφει τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου, ποὺ τὸν δείχνει ὡς εὔσωμο,
ξανθό, μὲ μακρυὰ πυκνὰ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ λεπτὸ μουστάκι. Τὸ βλέμμα του, μελαγχολικό,
σκυθρωπὸ καὶ εὐγενικὸ καὶ μὲ ἥσυχη μορφή, ἔδειχνε ἄνθρωπο μὲ ἀποφασιστικὸ χαρακτῆ-
ρα, τολμηρὸ καὶ ἔξυπνο: «Ἡ παροῦσα εἰκὼν (σ.σ. ἀριστερά), ληφθεῖσα ἐκ διασῳζομένης
ἰχνογραφίας, ἥτις ἐσχεδιάσθη ἀπ’ εὐθείας παρ’ Ἄγγλου φιλέλληνος κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ
Ἀγῶνος, ἀποδίδει πιστῶς τὴν φυσιογνωμίαν τοῦ Ὀδυσσέως. Ἡ ἄλλη δέ, ἡ συνήθης, ἥτις
ἀναπαριστᾷ αὐτὸν μὲ παχὺν καὶ εὐθὺν μύστακα καὶ βλέμμα ἀγριωπόν, εἶναι φανταστικὴ
(σ.σ. δεξιά)». Παρομοίως συμφωνεῖ καὶ ὁ Τ. Λάππας στὸ ἔργο του («Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος»,
σελ. 42). Ἡ ψεύτικη κι ἀγριωπὴ αὐτὴ εἰκόνα, στὴν ὁποία ὁ Ὀδυσσέας ὁμοιάζει μὲ θηρίο,
ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1873, μὲ σκοπὸ νὰ παρουσιάσῃ τὸν ἥρωα ὡς ἀγροῖκο
Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος ἦταν γυιὸς τοῦ Ἀνδρέα Βερούση,τοῦ κλέφτη-θρύλου τῆς Ρούμελης, ποὺ ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Τούρκων ἀλλὰ καὶ τῶν πλουσίων κοτζαμπάσηδων.Ὑπῆρξε καρδιακὸς φίλος τοῦ Ἀλῆ πασᾶ .Γεννήθηκε στὴν Ἰθάκη περὶ τὸ 1790. Ἡ μητέρα του Ἀκριβῆ Τσαρλαμπᾶ ἦρθεμὲ τὸν γυιό της στὰ Γιάννενα, μὲ σκοπὸ νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἀνάλογη μόρφωση.Ἐκεῖ τὸν ἔγραψε στὸ τάγμα τῶν μπεκτασήδων δερβίσηδων. Οἱ μπεκτασῆδες ἀποτελοῦσαν ἕνα ἀνεξίθρησκο τάγμα, ὅπου ὁ καθεὶς μποροῦσε νὰ μαθητεύσῃ μαζί τους,χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ προσηλυτιστῇ στὸν Μωαμεθανισμό.Αὐτὸ ὑπῆρξε μία ἀφορμὴ γιὰ τοὺς μετέπειτα ἱστορικοὺς τῆς Ρωμιοσύνης νὰ κατηγορήσουν τὸν Ὀδυσσέα γιὰ τουρκισμό. Τὸ 1803 βρέθηκε στὴν αὐλὴ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ.Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ σαράι του ἀποτελοῦσε τὸ κέντρο τῆς ζωῆς στὰ Γιάννενα. Ἀπὸ ἐκεῖ βγαίνανε οἱ εὐνοούμενοί του καὶ οἱ μεγάλοι καπεταναῖοι ,ἀφοῦ ἀποτελοῦσε σχολὴ πολιτικῆς καὶ στρατιωτικῆς παιδείας. Ὁ Ὀδυσσέας καλλιέργησε τὰ Ἑλληνικά του καὶ ἔμαθε ἀκόμα πολὺ καλὰ τὰ Ἀρβανίτικα καὶ τὰ Ἰταλικά. Διδάσκαλός του ὑπῆρξε ὁ διάσημος Ψαλλίδας, ποὺ τὸν ἔκανεν’ ἀποκτήσῃ φωτισμένη συνείδηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἀπ’ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγούς ,ποὺ βγῆκαν ἀπ’τὸ φυτώριο τῆς αὐλῆς τῶν Ἰωαννίνων, ὁ Ὀδυσσέας ὑπῆρξε ὁ πιὸ μορφωμένος.Ταυτόχρονα ἡ στρατιωτικὴ ἀγωγὴ τῆς αὐλῆς τὸν ἔκανε ἐμπειροπόλεμο καὶ δεινὸ μαχητή.Ἡ σωματική του ρώμη, ἡ εὐφυΐα του,ἡ ἀνδρεία του καὶ τὸ στρατιωτικὸ ταλέντο,ποὺ κληρονόμησε ἀπ’τὸν ἥρωα πατέρα του,τὸν ἀνέδειξαν σὲ κορυφαία προσωπικότητα τῆς ἐποχῆς του. Τὸ 1818 μυήθηκε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία. Ὁ Ὀδυσσέας στάθηκε ἀνελέητος ἀπέναντι στοὺς προσκυνημένους καὶ στοὺς παπᾶδες, ὅπως στὸν τουρκολάτρη ἀρχιμανδρίτη Παπαναστάση, ποὺ τὸν σκότωσε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, τὸν Δημήτρη Μπεγιατζῆ, ἕναν ἄλλο παπᾶ,συνεργάτη τοῦ Ὀμὲρ πασᾶ τῆς Εὔβοιας, ποὺ τὸν ἔθαψε ζωντανό. Ἐξἴσου τραγικὴ ἦταν ἡ τύχη τοῦ Ἠλία Πασπάτη, πράκτορα τοῦ Ὀμὲρ Βρυώνη, ποὺ γύριζε στὰ χωριὰ κάνοντας προπαγάνδα, γιὰ νὰ ὑπογράψουν οἱ χωρικοὶ τὰ προσκυνοχάρτια στὸν σουλτάνο. Ἀλλὰ καὶ σὲ κρούσματα λῃστείας μεταξὺ Ἑλλήνων ὑπῆρξε τὸ ἴδιο ἀνελέητος. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς σκληρῆς πολιτικῆς ἦταν ἡ ἐξάρθρωση τῆς ὁμάδας τῶν προσκυνημένων καὶ ἡ ἐξαφάνιση τῶν λῃστῶν.
Ὁ Ὀδυσσέας ἦταν πλέον ὁ ἀδιαμφισβήτητος ἡγέτης τῆς Ρούμελης καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀπελευθερωτικῶν στρατευμάτων τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς .Τὰ γεγονότα, ποὺ ἀκολούθησαν, ἀποτέλεσαν ἕναν ἀνελέητο ἀγῶνα ἐναντίον του μὲ σκοπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐξόντωσή του ἀπ’τοὺς κοτζαμπάσηδες, τὸν Κλῆρο, καὶ τοὺς κυβερνητικοὺς τοῦ νέουρωμαίικου κράτους, ποὺ τὸν ἔβλεπαν ὡς ἕναν τεράστιο κίνδυνο.
Ὁ κατατρεγμός του ἀπὸ τὴν Ἐξουσία , πολλὲς ἐπίσημες κρατικὲς ἐπιστολὲς καὶ διατάγματα ὑπογράφηκαν καὶ στάλθηκαν κατὰ τοῦ Ἀνδρούτσου,ποὺ τὸν χαρακτήριζαν συνεχῶς τουρκολάτρη, δωροδοκημένο, αἱμοδιψῆ, κακοῦργο, ἀνίκανο στρατιωτικά, ὑπογεγραμμένα ἀπὸ τοὺς ταγοὺς τοῦ ρωμαίικου Κατεστημένου καὶ τὸ νέο ὄργανο ἐξουσίας, τὸν Ἄρειο Πάγο.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1822 σὲ μία μάχη τῶν δυνάμεων τοῦ Ἀνδρούτσου μὲ τοὺς Τούρκους στὴν Στυλίδα ὁ Ἄρειος Πάγος μὲ τὴν προδοτικὴ ἀπόφασή του ἀπέκοψε τὶς ἑλληνικὲς δυνάμεις μεταξύ τους.Ἀποτέλεσμα, μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες μαχῶν οἱ 18.000 Τοῦρκοι πολιορκοῦσαν ἀπειλητικὰ τὴν ἑλληνικὴ δύναμη 3.000 πολεμιστῶν. Οἱ Ἀρεοπαγῖτες ἀποφάσισαν ξανὰ νὰ ἐγκαταλείψουν τοὺς μαχητές,μὲ σκοπὸ νὰ σκοτωθοῦν ὅλοι καὶ μαζί τους καὶ ὁ ἀδυσώπητος ἐχθρός τους Ὀδυσσέας. Γράφει ὁ Μακρυγιάννης στὰ Ἀπομνημονεύματά του: «Εἶχαν πάθος μὲ τὸν Δυσσέα κι ἀποφάσιζαν οἱ καλοὶ πατριῶτες διὰ τὴν ἰδιαιτέρα διχόνοιαν μὲ ἕνα ἄτομον ὰχαθοῦνε τρεῖς χιλιάδες στράτευμα περίπου.Καὶ ἡ πατρὶς αὐτὸ τὸ στράτευμα μόνον εἶχε εἰς τὴν ἐξουσίαν της…Καὶ σὰν χάνονταν αὐτεῖνοι, ποιοι θὰ πολεμοῦσαν τοὺς Τούρκους;» (Μακρυγιάννης,«Ἀπομνημονεύματα»,ΤόμοςΒ΄,σελ.55.)
Ὁ Ὀδυσσέας, στὴν δύσκολη θέση ποὺ βρέθηκε, ἀποφάσισε νὰ ὑποχωρήσῃ μὲ ὅλο τὸ στράτευμα πίσω σὲ ἑλληνικὸ ἔδαφος μέσῳ πλοίων. Οἱ Ἀρεοπαγῖτες ὅμως, ποὺ βρίσκονταν σὲ πλοῖο στ’ ἀνοιχτὰ τοῦ κόλπου, δὲν ἔστελναν τὰ πλοῖα. Θυμωμένος ὁ Ὀδυσσέας πῆγε μ’ ἕνα μικρὸ πλοιάριο πρὸς αὐτούς. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, μὲ ἐνσαρκωτὴ τοῦ μίσους τὸν καλόγερο Κωνσταντᾶ, ποὺ ἦταν μαζί τους, εἶχαν ἤδη καταλήξει σὲ μία φοβερὴ ἀπόφαση. Νὰ σκοτώσουν τὸν Ὀδυσσέα ἐπὶ τόπου! Ἔδωσαν δὲ ἐντολὴ στὸν κυβερνήτη τοῦ πλοίου καπετὰν Βισβίζη νὰ τὸν συλλάβῃ καὶ στὸν καπετὰν Ζορμπᾶ νὰ τὸν ἐκτελέσῃ, «ἐπειδὴ ἦταν ἀντίχριστος, τουρκολάτρης ἐπικατάρατος, προδότης καὶ ρέμπελος»! Ὅλα αὐτὰ χωρὶς κανένα ἐπίσημο ἔγγραφο, χωρὶς κανένα δικαστήριο. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ πέντε ἱστορικούς, τὸν Ἀντώνη Γεωργαντᾶ, τὸν Ἀναγνώστη Δεληγιάννη, τὸν Τ. Λάππα, τὸν Γιάννη Μακρυγιάννη καὶ τὸν Κάρπο Παπαδόπουλο.
Οἱ καπετάνιοι δὲν ἐκτέλεσαν τὴν περίεργη διαταγή, λόγῳ τῆς μεγάλης συμπάθειας ποὺ ἔτρεφαν γιὰ τὸν Ὀδυσσέα. Ὁ Ὀδυσσέας, χωρὶς νὰ γνωρίζῃ τὴν ἀπόφαση αὐτή, κινητοποιήθηκε, γιὰ νὰ σώσῃ μόνος του τοὺς συμπολεμιστές του. Μὲ δικά του γρόσια πλήρωσε τοὺς βαρκάρηδες τοῦ Μαλλιακοῦ, καὶ τὸ ἑπόμενο βράδυ τὸ στράτευμα ἔφυγε, χωρὶς οἱ Τοῦρκοι ν’ ἀντιληφθοῦν τὸ παραμικρό. «Μπαρκάρισε πρῶτα τοὺς λαβωμένους κι ἀρρώστους, ὕστερα τοὺς κιοτῆδες, κι ὕστερα μπαρκάρισε τοὺς ἄλλους» (Μακρυγιάννης Β΄, 56). Καὶ παρ’ ὅτι ἡ ἐπιχείρηση κατέληξε σὲ ἀποτυχία λόγῳ τοῦ ἀκαριαίου τρόπου διασώσεως τοῦ στρατεύματος, ἡ φήμη του καὶ ἡ δημοτικότητά του σὲ λαὸ καὶ στρατὸ μεγάλωσε. Ὅμως οἱ Ἀρεοπαγῖτες δὲν τὸ ἔβαλαν κάτω καὶ συνεχίζοντας τὸν πόλεμο τοῦ ἔστειλαν γραπτῶς τὴν ἀποκήρυξή του ἀπ’ τὴν θέση τοῦ ἀρχιστράτηγου τῆς Ρούμελης «λόγῳ ἀπείθειας πρὸς τὶς ἐντολές τους»!
Καὶ στὶς 22 Ἰουνίου τοῦ 1822 ἡ Ρούμελη συγκλονίστηκε ἀπὸ μία ἀκόμα βαρειὰ εἴδηση. Ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος εἶχε ἐπίσημα ἀφοριστῆ. Ὁ ἀφορισμὸς εἶχε κοινοποιηθῆ καὶ τοιχοκολληθῆ ἀπ’ τὸν «ὑπουργὸ τῆς Θρησκείας» (!) δεσπότη Ἰωσὴφ Ἀνδρούση, ἀπ’ τὶς ἄκρες τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδας μέχρι καὶ τὴν Κόρινθο. Ὁ Ὀδυσσέας ἀναθεματίστηκε ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία ὡς «ἄθεος, βλάσφημος, καταραμένος, τουρκολάτρης καὶ ἀντίχριστος διὰ τὶς πράξεις του». Ὅποιος δὲ χριστιανὸς θὰ τὸν πλησίαζε, θὰ γινόταν κι αὐτὸς «ἁμαρτωλὸς καὶ ἐπικατάρατος» καὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ στὸ ἑξῆς «δὲν θὰ λογαριάζεται ὡς χριστιανὸς παρὰ ὡς μπεκτασῆς δερβίσης».
Παρὰ τὰ σκληρὰ αὐτὰ μέτρα οἱ καπεταναῖοι του, τὰ παληκάρια του καὶ ὁ λαὸς τοῦ ἔδειχναν τὸν ἴδιο σεβασμὸ καὶ ἀφοσίωση. Ὁ Ὀδυσσέας σὰν πληγωμένο ἀγρίμι ἀποσύρθηκε στὴν «Δρακοσπηλιά» του, ὅπου φρόντισε νὰ τὴν μετατρέψῃ σὲ ἀπόρθητο φρούριο, κρατῶντας μόνο 100 ἐπίλεκτους πολεμιστές του. Ὅμως ὁ Ὀδυσσέας ξαναμπῆκε στὶς μάχες. Μετὰ τὶς ἐπιτυχίες του στὴν μάχη ἐναντίον τῶν στρατευμάτων ἀνεφοδιασμοῦ τοῦ Δράμαλη καὶ τὴν καταστροφὴ τῆς στρατιᾶς του στὴν Πελοπόννησο στέφθηκε ἀπ’τοὺς ὁπλαρχηγοὺς κι ὄχι ἀπ’ τὴν Πολιτεία ξανὰ ἀρχιστράτηγος τῆς Ἀνατολικῆς Στερεᾶς καὶ τοπάρχης τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Ὀδυσσέας ὠργάνωσε τὴν ἄμυνα τῆς πόλεως καὶ ζήτησε νὰ φέρῃ στὴν Ἀθήνα τὸν Ἀδαμάντιο Κοραῆ καὶ τὸν Νεόφυτο Βάμβα, γιὰ ν’ ἀναβαθμίσουν τὴν Παιδεία τῶν Ἀθηναίων.
Ἔβαλε σὲ λειτουργία δύο σχολεῖα καὶ σχεδίαζε νὰ ἱδρύσῃ πανεπιστήμιο παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῆς Ἐκκλησίας. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1823 ἐξέδωσε τὴν «Ἐφημερίδα τῶν Ἀθηνῶν». Ὁ Τ. Λάππας στὸ ἔργο του «Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος» γράφει: «Δὲν μπορεῖ κανεὶς ν’ ἀρνηθῇ, πὼς ὁ Ὀδυσσέας ἦταν ἕνα φωτεινὸ μυαλό, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἐποχή του» (σ. 196). Λόγῳ ὅμως τῶν διώξεων, ποὺ ἀκολούθησαν, τὸ πνευματικὸ ἔργο του δὲν ὡλοκληρώθηκε ποτέ.
Λίγο πρὶν ἀπ’ τὴν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου ὁ Ὀδυσσέας ἐπισκέφτηκε τὸν Κολοκοτρώνη στὸν Μοριᾶ καὶ τοῦ πρότεινε νὰ κάνουν πραξικόπημα ἐναντίον τοῦ σάπιου ρωμαίικου Κατεστημένου καὶ ν’ ἀναλάβουν οἱ ὁπλαρχηγοὶ τὴν κυβέρνηση.
Γράφει ὁ Φωτιάδης στὸ ἔργο του «Καραϊσκάκης» (σελ. 168): «Ὁ Ὀδυσσέας λογάριαζε σὰν ἀναπόφευκτο τὸν ἐμφύλιο πόλεμο καὶ γύρευε αὐτοὶ πρῶτοι νὰ χτυπήσουν.
Ἔπρεπε νὰ λείψουν ἀπ’ τὴν μέση οἱ τουρκοκοτζαμπάσηδες καὶ νὰ δικαιωθῇ τὸ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς Ἐπανάστασης,γιὰ νὰ σωθῇ ὁ τόπος.Ὁ Κολοκοτρώνης δίσταζε νὰ τὸ δεχθῇ...τρόμαζε μπροστὰ στὴν καταστροφή,ποὺ μποροῦσε νὰ ρίξῃ τὸ ἔθνος τὴν κρίσιμη ἐκείνη ὥρα ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. Κι ὅμως δὲν τὸν ἀπόφυγε. Τὰ ὅσα ὅμως ἀκολούθησαν δικαίωσαν τὸν Ἀνδροῦτσο.Οἱ κοτζαμπάσηδες,οἱ πολιτικάντες καὶ οἱ Φαναριῶτες,ὅταν κατάλαβαν,πὼς οἱ συνθῆκες ἦταν εὐνοϊκὲς γι’ αὐτούς ,κάνανε τὸν ἐμφύλιο πόλεμο καὶ τὸν κέρδισαν».
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1823 στὸ Ἄστρος Κυνουρίας συνῆλθε ἡ 2η Ἐθνοσυνέλευση.
Ἐκεῖ ψηφίσθηκε τὸ νέο Σύνταγμα, ποὺ ἦταν ἀρκετὰ δημοκρατικώτερο τοῦ πρώτου. Ἀποτέλεσμα, τὸ ξέσπασμα ἐμφύλιου πολέμου. Πρόκειται γιὰ ἐμφύλιο ταξικὸ πόλεμο τῶν πλουσίων καὶ τῶν παπάδων ἐναντίον τῶν φτωχῶν καὶ ὄχι γιὰ πόλεμο κάποιων συμφερόντων, ὅπως θέλουν νὰ ἰσχυρίζωνται κάποιοι ἱστορικοί. Ἡ ἀναρχία μαινόταν,οἱ ὀλιγαρχικοὶ μάχονταν μεταξύ τους καὶ ὅλοι μαζὶ μάχονταν κατὰ τοῦ λαοῦ.Ὁ ἐπικίνδυνος Ὀδυσσέας εἶχε μετατεθῆ στὴν Πελοπόννησο ἀπ΄τοὺς κυβερνητικούς, μὲ σκοπὸ ν’ἀχρηστευθῇ.Ἐκεῖ ἔγιναν τρεῖς ἀπόπειρες δολοφονίας ἐναντίον του.
Τὰ «καπάκια» καὶ ἡ ἀλήθεια
Ὀδυσσέας ὅπως καὶ ἄλλοι ὁπλαρχηγοὶ μεταχειρίσθηκε ἀρκετὲς φορὲς τὴν μέθοδο «καπάκια», δηλαδὴ ἀπατηλὲς διαπραγματεύσεις γιὰ δῆθεν προσκύνημα καὶ ὑποταγὴ στοὺς Τούρκους, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς καθυστερῇ, ὅταν ἦταν ἀναγκαῖο.Αὐτὲς τὶς διαπραγματεύσεις οἱ κοτζαμπάσηδες ἔσπευσαν νὰ τὶς ἐκμεταλλευτοῦν, γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν,ὅτι ἦταν πουλημένος στοὺς Τούρκους. Παρόμοια ψέματα ἔγραψαν καὶ οἱ ἱστορικοὶ τῆς Ρωμιοσύνης. Ὅμως ὁ Ν.Σπηλιάδης στὸ ἔργο του «Ἀπομνημονεύματα» (Β΄,412) ἀναφέρει:«Ἂν ἤθελε νὰ κινηθῇ κατὰ τῆς πατρίδος ,δὲν ἦταν δύσκολον νὰ συστρατεύσῃ μὲ τὸν Μουστάμπεην καὶ νὰ ὁδηγήσῃ τοὺς Τούρκους εἰς τὸν πόλεμον. Καὶ τότε ἤθελεν ἀποδειχθῇ ὅτι ἦτο ἐχθρὸς τῆς πατρίδος.Ἀλλὰ ἂν ἐφάνη συνενοούμενος μὲ αὐτόν,δὲν ἀποδείχνει ἄλλο,εἰμὴ ὅτι ἠπείλει τὴν Κυβέρνησιν καὶ ἐνταὐτῷ ἠπάτα τοὺς Τούρκους διὰ τὸν σκοπόν του.»
Τὸ 1824 ὁ πρωθυπουργὸς Κωλέττης κοινοποίησε ἀπόφαση τοῦ Ἐκτελεστικοῦ, ποὺ καθαιροῦσε πάλι τὸν Ἀνδροῦτσο καὶ διώριζε ἀρχηγὸ τῆς Ρούμελης τὸν Κίτσο Τζαβέλλα. Τὴν ἴδια ἐποχὴ στὸ Κουτσομάδι τῆς Πελοποννήσου ἕνας δεύτερος τρομερὸς ἐμφύλιος ξεσπᾷ ἀνάμεσα σὲ πλούσιους πλοιοκτῆτες καὶ κοτζαμπάσηδες γιὰ τὴν ἐξουσία.Μετὰ τὴν νίκη τῶν πρώτων θ’ἀκολουθήσῃ τὸ πιὸ θυελλῶδες καὶ ἄγριο πλιατσικολόγημα τῶν χρονικῶν τοῦ Ἀγῶνα. Πράξεις κτηνώδους βίας, σφαγές, βιασμοί, λῃστεῖες, ἐμπρησμοὶ κατὰ τῶν ἡττημένων.Ὁ Ὀδυσσέας παρέμεινε
ἀμέτοχος αὐτῆς τῆς ἀλληλοσφαγῆς. Παραγκωνισμένος καὶ ἀφωρισμένος, πραγματικὸ ψυχικὸ ράκος, φάντασμα τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, βρισκόταν κλεισμένος στὴν Δρακοσπηλιά του. Ἡ νέα πατρίδα του εἶχε κυριολεκτικὰ διαλυθῆ μέσα σ’ ἕνα σύννεφο ἐμφύλιων σπαραγμῶν, ἀναξιοκρατίας καὶ πλήρους ὑποταγῆς τῆς κατώτερης τάξης καὶ τῶν πολεμιστῶν στοὺς πλουσίους καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Τὴν ἴδια ἐποχή, ποὺ μαινόταν ὁ ρωμαίικος ἐμφύλιος, Τοῦρκοι καὶ Αἰγύπτιοι βάδιζαν ἀπὸ κοινοῦ, γιὰ νὰ συντρίψουν τὴν Ἐπανάσταση. Οἱ δυνάμεις τοῦ Τούρκου Ρεσὶτ πασᾶ ἢ Κιουταχῆ θὰ κατέβαιναν μέσῳ τῆς Ἠπείρου, καὶ ὁ Αἰγύπτιος Ἰμπραὴμ θ’ ἀποβίβαζε τὸ στράτευμά του μέσῳ τῆς θαλάσσης στὴν Πελοπόννησο. Ὁ Ὀδυσσέας τότε συνέλαβε ἕνα παράτολμο σχέδιο. Μὲ τὰ γνωστὰ «καπάκια» του προσπαθοῦσε νὰ πείσῃ τοὺς Τούρκους τοῦ Ὀμέρ, ὅτι εἶναι πλέον σύμμαχοι, γιὰ νὰ τοῦ ἀνοίξουν τὸ ἀπόρθητο φρούριο τῆς Χαλκίδας, καὶ νὰ λειτουργήσῃ ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος: «Ἔπρεπε νὰ προσποιηθῇ ὅτι ὑποτάσσεται εἰς τὸν σουλτάνον, ὁ δὲ σκοπὸς τῆς ὑποταγῆς του ἔτεινε εἰς τὸ νὰ δυνηθῇ, ἑνωθεὶς μὲ τὸν Ὀμέρ, νὰ λάβῃ πιστὰ καὶ νὰ προσπαθήσῃ νὰ κυριεύσῃ τὸ φρούριον Καράμπαμπα. Οὕτως ἤλπιζε καὶ ἑαυτὸν νὰ ἀσφαλίσῃ ἐπιβουλευόμενον καὶ τὴν πατρίδα νὰ ὠφελήσῃ καὶ τὴν νῆσον τῆς Εὐβοίας νὰ ἐλευθερώσῃ» (Ν. Σπηλιάδης
«Ἀπομνημονεύματα» Β΄, 411).
Τὸ σχέδιο ἀπελπισίας τοῦ Ὀδυσσέα ἦταν μία πρωτοβουλία, γιὰ νὰ κυριεύσῃ τὸ κάστρο καὶ μετὰ ὁλόκληρη τὴν Εὔβοια καὶ νὰ ξαναβρῇ ἔτσι τὴν χαμένη του αἴγλη, τὴν ὥρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι θὰ ἐπιτίθεντο μὲ τὸν Ἰμπραήμ.
Κι ἐνῷ ὁ Μοριᾶς παραδιδόταν ἀμαχητὶ στὸν Ἰμπραὴμ στὶς 20 Φεβρουαρίου, ἡ κυβέρνηση ἐξέδιδε διάταγμα γιὰ ἐξαπόλυση μεγάλης στρατιωτικῆς ἐκστρατείας 6.000 ἀνδρῶν καὶ 12 πλοίων μὲ ἀρχηγὸ τὸν Γκούρα ἐναντίον τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου στὴν Ρούμελη, μὲ σκοπὸ τὴν ὁριστικὴ ἐξόντωσή του. Ἡ ἐπιχείρηση ὠνομάστηκε «Κακοδυσσέως ἡ πανήγυρις»! Ἀντὶ τὰ πλοῖα νὰ χτυπήσουν τὸν θαλάσσιο ἀνεφοδιασμὸ τοῦ Ἰμπραήμ, καὶ ὁ στρατὸς νὰ πολεμήσῃ, γιὰ νὰ μὴν πέσουν καὶ τὰ τελευταῖα προπύργια τῆς πατρίδας, θὰ πήγαιναν ὅλοι μαζὶ νὰ ἐξοντώσουν τὸν «Κακοδυσσέα». Ἀπίθανο σχέδιο ρωμαίικης παραφροσύνης!
Ὁ προδότης Γιάννης Γκούρας, τοῦ ὁποίου τὴ ζωὴ
εἶχε σώσει ὁ Ἀνδροῦτσος, ἦταν ὁ ἠθικὸς αὐτουργὸς
καὶ ὁ ὀργανωτὴς τῆς δολοφονίας τοῦ «λιονταριοῦ
τῆς Ρούμελης». Ἀπὸ τοὺς ἑλληνοχριστιανοὺς ἱστορικοὺς
παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστὴς τοῦ Ἔθνους.
Ὁ Ὀδυσσέας παραδόθηκε ἀμαχητὶ στὸν παλιό του φίλο Γκούρα καὶ τοῦ ἐξήγησε, ὅτι τώρα ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ ἐπιτεθοῦν οἱ Ἕλληνες στὸν Καράμπαμπα καὶ νὰ κατακτήσουν ὅλη τὴν Εὔβοια. Ὅμως ὁ Γκούρας δὲν ἐνδιαφερόταν. Σκοπός του ἦταν ἡ ἐξόντωση τοῦ Ὀδυσσέα, ἀφοῦ πρῶτα τοῦ ἅρπαζε τὸν θησαυρό. Ὁ Ὀδυσσέας συνελήφθη καὶ μεταφέρθηκε ὡς αἰχμάλωτος στὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ στὸν Ἑλικῶνα. Ὁ γραμματικός του Γεωργαντᾶς κρυφακούγοντας τοὺς σκοποὺς τοῦ Γκούρα μὲ κάποιους πιστούς του πολεμιστὲς προσπάθησαν νὰ τὸν φυγαδεύσουν ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ Ὀδυσσέας ὅμως δὲν δέχθηκε. Ἀπὸ ἐκεῖ μεταφέρθηκε ὁδικῶς στὸ φρούριο τῆς Ἀθήνας, γιὰ νὰ μὴν δραπετεύσῃ. Ἡ πόλη, ποὺ κάποτε τὸν ἀνακήρυξε ἀρχιστράτηγο, τὸν τίμησε καὶ τὸν ἀποθέωσε,τώρα τὸν ταπείνωνε καὶ τὸν διαπόμπευε μὲ τὸν πιὸ βάρβαρο καὶ ἐξευτελιστικὸ τρόπο:«Ἡ ὑπόληψις αὐτοῦ παρὰ τῷ λαῷ καὶ τοὺς στρατιώτας εἶχε παντελῶς ἐκπέσει, καὶ οἰκτρὰν πλέον μόνον εἰκόνα πεπτωκότος μεγαλείου παρίστα ὁ Ὀδυσσεύς.Αἱ γυναῖκες ἐρράπιζον αὐτόν,τὸ δὲ πλῆθος ὀλίγου δεῖν ἐλιθοβόλει καθ’ὁδὸν τὸν ἥρωα τοῦ Χανίου τῆς Γραβιᾶς» (Μέντελσον,«Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος»,Ἀθῆναι1873,σ.461). Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἰμπραὴμ προέλαυνε στὸν Μοριᾶ.Ἡ ἀνικανότητα τῆς στρατιωτικῆς διοικήσεως,χωρὶς τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἀνδροῦτσο ἐπὶκεφαλῆς, εἶχε ὁδηγήσει τὸν Ἀγῶνα στὸ χεῖλοςτῆς καταστροφῆς.Οἱ Τοῦρκοι συντονισμένα ἐπιτέθηκαν στὴν Ἀνατολικὴ Στερεὰ μὲ τὶς δυνάμεις τοῦ Ἀμπᾶ καὶ τοῦ Μουστάμπεη καὶ στὴν Δυτικὴ Στερεὰ μὲ τὴν μεγάλη στρατιὰ τοῦ Κιουταχῆ. Κάτω ἀπ’τὴν τεράστια αὐτὴ ἀπειλὴ δύο ὀνόματα ἔκαναν πάλι τὴν ἐμφάνισή τους στὸν λαὸ καὶ στοὺς πολεμιστές: Κολοκοτρώνης καὶ Ἀνδροῦτσος. Ὁ πρῶτος ἔλαβε ἀμνηστία στὶς 20 Μαΐου κάτω ἀπ’τὴν πίεση καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ Στρατοῦ, ὁ δεύτερος ὄχι. Τότε ὁ σταυραδελφὸς τοῦ Ὀδυσσέα, ὁ Καραϊσκάκης, πῆρε μία ἀπόφαση μαζὶ μὲ ἄλλους ὁπλαρχηγοὺς νὰ συλλάβουν τὸν Γκούρα καὶ νὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ὀδυσσέα.Ἡ ἀνάγκη ὅμως γιὰ τὴν ἀρχηγία τοῦ Στρατοῦ δὲν ἄφησε τὸν Καραϊσκάκη νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ σχέδιό του.Περίμενε ἄλλωστε,ὅτι ὁ Ὀδυσσέας θὰ δικαζόταν καὶ θὰ ἀφηνόταν ἐλεύθερος,ὅπως ἔγινε καὶ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν ίδιο.Ἡ κυβέρνηση κάτω ἀπ’τὶς λαϊκὲς πιέσεις γιὰ ἀπελευθέρωση τοῦ Ὀδυσσέα ἔστειλε δύο φορὲς τελεσίγραφη ἐντολὴ στὸν Γκούρα νὰ μεταφέρῃ τὸν αἰχμάλωτο Ὀδυσσέα στὴν Ἀκροκόρινθο ,ὅπου τυπικὰ θὰ δικαζόταν.Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε καὶ τὶς δύο. Ἡ ἀποτρόπαια δολοφονία Τὴν νύχτα τῆς 5ης Ἰουνίου τοῦ 1825 μὲ ἐντολὴ τοῦ πρώην ἀδελφικοῦ φίλου τοῦ Ὀδυσσέα, Γκούρα ,ὁ Μῆτρος Τριανταφυλλίνας,ὁ Παπακώστας Τζαμάλας ,ὁ Γιάννης Μαμούρης καὶ ἕνας παπᾶς ἀγνώστων στοιχείων γίναν οἱ δήμιοι τοῦ Ὀδυσσέα: «Ἡ ἀνάμιξις δὲ τοῦ ἀνοσίου ἱερέως εἰς τὸ ἔγκλημα,ἡ ἀναφερομένη ὑπὸ τοῦ Σουρμελῆ, μαρτυρεῖται ὑπὸ τῆς παραδόσεως, ἀναφέρεται δὲ καὶ ἀλλαχοῦ» (Μπάμπης Ἄννινος,«Ἱστορικὰ Σημειώματα»,σ.87).
Τὰ βασανιστήρια τοῦ Ὀδυσσέακράτησαν ὧρες ἀτελείωτες. Ἐκεῖνοι ρωτοῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς πῇ, ποῦ ἔκρυβε τὸν θησαυρό του. Μετὰ ἀπὸ ὧρες κακοποίησης, κι ἐνῷ οἱ ἄλλοι τὸν ἀκινητοποίησαν, ὁ ἀνελέητος παπᾶς ἐφάρμοσε τὴν μέθοδο τοῦ στριψίματος τῶν ὄρχεων, μέθοδο μέσῳ τῆς ὁποίας ἀκρωτηριάσθηκαν χιλιάδες ἀγάλματα τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἀπ’ τοὺς χριστιανούς. Ἀκολούθησε ἕνα οὐρλιαχτὸ πόνου, ἕνα βογκητὸ σπαρακτικὸ καὶ μία σειρὰ ἀπὸ ἀναστεναγμούς. Ὁ Ὀδυσσέας ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή. Τότε τὸν ἔδεσαν ἀπὸ ἕνα σχοινὶ καὶ τὸν πέταξαν πάνω ἀπ’ τὸ φρούριο, γιὰ νὰ φανῇ σὰν ἀτύχημα. Τὸ πρωὶ οἱ σκοποὶ ἀντίκρυσαν ἕνα σωρὸ ἀπὸ σακατεμένες σάρκες, ποὺ δύσκολα ἔμοιαζε γιὰ ἄνθρωπος.
Ἡ δολοφονία καλύφτηκε ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία καὶ τὴν ψεύτικη ἔκθεση τοῦ ἰατροδικαστῆ γιὰ δῆθεν ἀτύχημα. Δεκατρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ Ὀδυσσέα ἡ κυβέρνηση ἔδωσε γενικὴ ἀμνηστία σὲ ὅλους τοὺς φυλακισμένους λόγῳ τῆς λαίλαπας τοῦ Ἰμπραὴμ καὶ τοῦ Κιουταχῆ. Ἀλλὰ ἡ μοῖρα στάθηκε γιὰ ἀκόμα μία φορὰ κακὴ στὸν Ἀνδροῦτσο ὅσο καὶ οἱ συνάνθρωποί του. Δολοφονήθηκε χωρὶς νὰ δικαστῇ, ἄδικα καὶ χωρὶς οὐσιαστικὸ λόγο.
Τί θὰ εἶχε γίνει, ἂν ὁ Ὀδυσσέας εἶχε τὴν κρατικὴ βοήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία τῶν κινήσεων, γιὰ ν’ ἀναχαιτίσῃ τοὺς Τούρκους, ποὺ τὸν ἔτρεμαν; Θὰ εἶχαν ἀνατραπῆ τὰ σχέδια τῶν Τούρκων μέχρι τὸ 1822, θὰ εἶχε πέσει ἡ Εὔβοια, καὶ ἡ Ρούμελη θὰ ἦταν σωστὰ στερεωμένη. Ἡ Εὔβοια ἔμεινε στὰ χέρια τῶν Τούρκων μέχρι τέλους. Καὶ γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσῃ τὸ Νεοελληνικὸ Κράτος μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση, ἀναγκάστηκε νὰ τὴν ἀνταλλάξῃ μὲ τὴν Σάμο, θυσιάζοντας τὸ μεγάλο αὐτὸ νησί.
Ἀλλὰ ἡ δολοφονία ἑνὸς ἀνθρώπου προικισμένου μὲ στρατηγικὸ μυαλὸ καὶ ἀνδρεία, μὲ κῦρος στὸν λαὸ καὶ στοὺς πολεμιστὲς σὲ κρίσιμες στιγμές, ποὺ ἡ Ἐπανάσταση διέτρεχε τὸν ἔσχατο κίνδυνο, ἀποτέλεσε ἔγκλημα κατὰ τῆς ἴδιας τῆς πατρίδος.
Γράφει ὁ Μπάμπης Ἄννινος στὸ ἔργο του «Ἱστορικὰ Σημειώματα» (σελ. 89) γι’ αὐτό:
«Τίς δύναται νὰ προΐδῃ, τί θὰ συνέβαινεν, ἐὰν ὁ Καραϊσκάκης εἶχεν ὡς συνεργὸν τὸν Ὀδυσσέα εἰς τὴν τελευταίαν αὐτοῦ ἀθάνατον ἐκστρατείαν, καὶ πόσα ἄλλα τρόπαια Ἀραχώβης καὶ Διστόμου δὲν θὰ ἐγείροντο ὑπ’ αὐτῶν ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἑλλάδι; Ἐὰν τὴν ἀποφράδα ἡμέραν, καθ’ ἣν ὁ Καραϊσκάκης ἔπιπτεν ἐν Φαλήρῳ, εὑρίσκετο ὁ σθεναρὸς βραχίων τοῦ μπρατίμου του, τοῦ Ὀδυσσέως, ν’ ἀναλάβῃ τὴν ἀρχηγίαν ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ ἐλιποψύχει,ἡ Ἐπανάστασις δὲν θὰ ἐψυχορράγει,δὲν θὰ ἐπήρχετο ἐκ τῆς ἀγερώχου ἐπιπολαιότητος τοῦ Κόχραν ἡ φοβερὰ παρὰ τὸν Ἀνάλατον ἑκατόμβη,καθ’ἣν ἐθυσιάσθη τὸ ἄνθος τῶν ἀλκίμων προμάχων τῆς Πατρίδος,δὲν θὰ ἀνεστήλου ὁ Κιουταχῆς τὴν ἡμισέληνον ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ ἡ Ἑλλὰς καταθέτουσα τὸ ξίφος,θὰ ἀπέκτα ἴσως τὴν ἐλευθερίαν αὐτῆς ὑπὸ πολὺὅρους κρείττονας .»
Οἱ περισσότεροι ἱστορικοὶ τοῦ ρωμαίικου Κατεστημένου ἔχυσαν ἄφθονο δηλητήριο μὲ τὶς πέννες τους ἐναντίον τοῦ Ὀδυσσέα μετὰ τὸν θάνατό του.Πολλοὶ καπεταναῖοι ἐκδιώχθηκαν ἀπ’τοὺς κοτζαμπάσηδες, ἀφωρίστηκαν ἢ προδόθηκαν ἀπ’τοὺς καλόγερους παπᾶδες καὶ φυλακίστηκαν.Ὅμως τέτοιον συνεχόμενο καὶ ἀνηλεῆ ἀφανιστικὸ διωγμὸ δὲν τὸν ὑπέστη κανεὶς ἄλλος παρὰ μόνον ὁ Ἀνδροῦτσος.Ὁ λόγος εἶναι,ὅτι ὁ Ὀδυσσέας ὑπῆρξε ἕνα πολὺ σπουδαῖο καὶ ἐλεύθερο μυαλό,ποὺ εἶδε μέσα ἀπὸ τὸ μάτι τῆς βελόνας, ἀντιλήφθηκε καὶ πολέμησε τὸ κράτος φιάσκο τῆς Ρωμιοσύνης, ποὺ στηνόταν εἰς βάρος τοῦ ταλαίπωρου λαοῦ.Ἦταν πραγματικὰ ἕνα ἐλεύθερο πνεῦμα,πολὺ μπροστὰ ἀπ’τὴν ἐποχή του,ἕνας μεγάλος ἥρωας ,πολεμιστής,λαϊκὸς ἐπαναστάτης ἀλλὰ καὶ μορφωμένος ἄνθρωπος,διαχρονικὸ πρότυπο γιὰ κάθε ἐλεύθερο καὶ σκεπτόμενο ἄνθρωπο. Σ’ἕνα ἀπόσπασμα μιᾶς ἐπιστολῆς τοῦ Ὀδυσσέα, ποὺ ἔστειλε στὸν Βρεταννὸ συνταγματάρχη Στάνχωπ,φαίνεται ἡ ἀκραία ἀπελπισία του ἀλλὰ καὶ ἡ ὠμὴ ἀλήθεια γι’αὐτό,ποὺ ἔμελλε νὰ συντελεστῇ:«…Σᾶς λέγω δέ,ὅτι πρὸς ἀσφάλειαν τῆς ζωῆς μας ὡς τελευταῖον καταφύγιον δὲν ἔχομεν ἄλλο μέσον,παρὰ νὰ προσπέσωμεν εἰς τὸ ἔλεος τῶν Τούρκων,τόσον ἡμεῖς ὅσο καὶ ὁ ἀτυχέστατος λαὸς τῆς Ἑλλάδος, ὅστις φεύγων ἀπ’τὸν ἕναν ζυγὸν καὶ βλέπων ὅτι θὰ πέσῃ εἰς χειρότερον,προτιμᾷ τὸν πρῶτον ἀπὸ τὸν δεύτερον». Διαβλέπει δηλαδή,ὅτι τὸ ρωμαίικο κράτος-δυνάστης,ποὺ στηνόταν εἰς βάρος τοῦ λαοῦ ,ἦταν χειρότερο τοῦ τουρκικοῦ. Παρόμοια διαπίστωση μὲ αὐτὴ εἶναι ἐκείνη τοῦ ἄλλου μεγάλου Ἕλληνος, τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ: «Ὦ! ταλαίπωρη Ἑλλάς ,δὲν ἀνέστης ἐκ τοῦ τάφου, ἁπλῶς ἤλλαξες τάφον, ἀπ’τὸν τουρκικὸν εἰς τὸν χριστιανικόν». Ἡ σημερινὴ Ρωμιοσύνη βρίθει ἀπὸ ἀναξιοκρατία, ὑποκρισία, σήψη,διαφθορὰ καὶ παρακμή: ἕνας σχιζοφρενικὸς ἑλληνοχριστιανικὸς ἑσμὸς (δηλαδὴ θύματα καὶ θύτες ἑνωμένα σὲ μία ὀντότητα),ποὺ κατατρώγει συνεχῶς σὰν τὸν Κρόνο τὰ ἄξια τέκνα του.Ἕνα ἀπ’τὰ πολλὰ θύματά του ὑπῆρξε καὶ τὸ λιοντάρι τῆς Ρούμελης, ὁ Οδυσσέα Ανδρούτσος.
Από τον ΔΑΥΛΟ
0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου