«Αὐτό πού κερδήθηκε μέ αἷμα δέν μπορεῖ νά ξεπουληθεῖ μέ τό μελάνι μιᾶς ὑπογραφῆς»
Μπαίνω ἀπευθείας στό θέμα, ἄνευ περιστροφῶν καί προλόγων. Ἄν βρεθεῖ, ἄν τολμήσει «ἑλληνική» κυβέρνηση, κυβέρνηση Γραικύλων, νά ὑπογράψει τήν προδοσία, τήν μεγαλύτερη ἀπό καταβολῆς νεοελληνικοῦ κράτους, πού λέγεται «βόρεια ἤ ἄνω ἤ νέα «Μακεδονία», θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι:
Πρώτον: τό πλέον εὐτελές καί ἀνάξιο λόγου. Δέν πρόκειται νά ξαναδεῖ ἐξουσία. Ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ἱστορικοῦ κουρελουργήματος τῆς Ρεπούση, θά ὑπάρξει τέτοια κινητοποίηση ἀπό τόν πατριωτικό χῶρο, πού οἱ κυβερνῶντες – ὅποιοι κι ἄν εἶναι- θά τρίβουν κυριολεκτικά τά μάτια τους. Ἰδίως οἱ βουλευτές τῆς Μακεδονίας, ἅς ἑτοιμάζονται γιά ἰσόβια, ἄτιμη καί ὄχι τιμητική, ἰδιώτευση. Ἅς γνωρίζουν ὅτι θά ἀντιμετωπίσουν, σέ περίπτωση ὑπογραφῆς τῆς προδοσίας, ὅ,τι ἀντιμετώπισαν οἱ παπόδουλοι ἐπίσκοποι, ὅταν γύρισαν στήν Κωνσταντινούπολη τό 1438, μετά τήν ψευτοσύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας. Ὑπέγραψαν ἕνωση – ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας – τῶν Ἐκκλησιῶν καί φτάνοντας στήν Πόλη τούς ἀνέμενε ὁ λαός… Ὅταν μαθεύτηκε ὅτι λατινοφρόνησαν καί ὑπέκυψαν στά «φλωρία» τοῦ Πάπα, ὁ εὐσεβής λαός τούς προπηλάκισε καί τούς έφτυσε. Ταραγμένοι καί μετανιωμένοι ψέλλιζαν οἱ μητραλοίες: «Πεπράκαμεν (πουλήσαμε) τήν πίστην ἡμῶν, ἀντηλλάξαμεν τή ἀσεβεία τήν εὐσέβειαν, προδόντες τήν καθαράν θυσίαν (τήν Ὀρθοδοξία), ἀζυμῖται (παπικοί) γεγόναμεν. Κόψατε τήν δεξιάν ἡμῶν τήν ὑπογράψασαν (κόψτε τό χέρι πού ὑπέγραψε), ἐκριζώσατε τήν γλώσσαν ἡμῶν τήν τοιαῦτα ὁμολογήσασαν». (Δ. Παναγόπουλου, «Εἰς ἔναντι μυρίων»). Χέρι πού θά ὑπογράψει καί γλώσσα πού θά ὁμολογήσει «Βόρεια ἤ Ἄνω ἤ Νέα Μακεδονία» θέλουν κόψιμο ἤ ξερίζωμα. Τελεία καί παύλα. Σέ θέματα Πατρίδος καί Πίστεως δέν χωρεῖ συγκατάβασις.
Δεύτερον: ἡ στάση μας στό θέμα τῆς Μακεδονίας εἶναι ἡ λυδία λίθος γιά τό σύνολο τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς. Ἄν ὑποκύψουμε στούς ὠμούς ἐκβιασμούς καί παραδώσουμε ἀμαχητί τό ὄνομα ἀνοίγει ὁ ἀσκός τοῦ Αἰόλου. Πέραν τῆς διεθνοῦς ἀνυποληψίας καί περιφρόνησης-πού ήδη…ἀπολαμβάνουμε- δημιουργεῖται κακό προηγούμενο. Ὅλοι-Αλβανοί, Βούλγαροι καί οἱ πάτρωνές τους Τοῦρκοι- θά ἀπαιτοῦν, θά ὁρμοῦν καλύτερα, καί ἐμεῖς θά ἐπαιτοῦμε τήν σύμπραξη ἀνύπαρκτων συμμάχων. Ὡς γνωστόν οἱ λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις συναγάγουν συμπεράσματα γιά τήν πολιτική τους, ὄχι μέ κριτήριο τήν «ἑτοιμότητα ὑποκλίσεων», ἀλλά μέ κριτήριο τήν ἰσχύ τῶν κρατῶν στίς περιφέρειες, τήν ἱκανότητα – ἀποφασιστικότητα τῶν κυβερνήσεών τους νά ὑπερασπίσουν τά ἐθνικά τους συμφέροντα καί τό εἰδικό γεωπολιτικό βάρος πού ἀναπτύσσουν στούς περιφερειακούς συσχετισμούς ἰσχύος.
Τρίτον: Ἄν συμβεῖ τό ἀπευκταῖο, ἡ προδοσία, εἶναι σίγουρο πώς οἱ Σκοπιανοί εὐθύς θά καταπατήσουν τίς ὑπογραφές τους καί θά θέσουν, ἀπό θέσεως ἰσχύος πλέον, ὅλα τά συμπαρομαρτούντα μέ τό Σκοπιανό ζητήματα: ἀλυτρωτισμός, περιουσίες, ὀνοματοδοσία προϊόντων, τοπονυμίων, ἀεροδρομίων, «μακεδονική» ἐκκλησία, ἱστορική κληρονομιά. Μᾶς ἀναμένει, δέν ἔχει σημασία ἄν εἶναι εἰς τό ἐγγύς ἤ τό ἀπώτερο μέλλον, τό μακεδονικό Κόσοβο. Καί τότε θά ἐρωτηθοῦμε ἐμεῖς οἱ Μακεδόνες, οἱ γηγενεῖς. «Εἶστε Ἕλληνες ἤ Μακεδόνες; ὅσοι Ἕλληνες κάτω ἀπό τόν Ὄλυμπο… ἡ Μακεδονία ἀνήκει στούς Μακεδόνες».
Τέταρτον: «Τήν δέ πόλιν σοί δοῦναι οὐτ’ ἐμόν ἐστί οὐτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν αὐτῇ…». Ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος, ὁ ἡρωικός αὐτοκράτορας, διδάσκει ἐς ἀεί. Κανείς δέν ἔχει τό δικαίωμα νά πουλήσει πατρίδα. Στήν πατρίδα ἀνήκουμε καί δέν μᾶς ἀνήκει. Αὐτό πού κερδήθηκε μέ αἷμα δέν μπορεῖ κανείς νά τό περιφέρει σέ συνέδρια παρανόμων, νά τό διαγράψει μέ τό μελάνι μιᾶς ὑπογραφῆς. Κάποιοι θέλουν νά «ρευστοποιήσουν» κόκαλα ἱερά σέ σταδιοδρομίες, ἀξιώματα ἔδρανα πρωθυπουργικά. «Παίζουνε πασιέντζες τό ἔθνος ὁλάκερο γιά νά ἱκανοποιήσουν τίς μωροφιλοδοξίες τους», ὅπως ἔλεγε ὁ Πάν. Κολοκοτρώνης. Ματαιοπονοῦν. Πολλές φορές σταυρώθηκε ὁ Ἑλληνισμός ἀπό ξένους καί βαρβάρους, πολιτισμένους καί ἀπολίτιστους, πολλές φορές καί ἀπό τούς δικούς μας, τούς ἐφιάλτες καί μηδίζοντες, παλαιούς καί νέους, ἀλλά, «ἰδού ζῶμεν». «Τρῶνε ἀπό μας καί μένει καί μαγιά». Καί ἄλλη φορᾶ ἡ Μακεδονία χάθηκε μέ τό μελάνι τῆς ὑπογραφῆς. Τό 1878 ἡ συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τήν παραχωροῦσε σχεδόν ἐξ ὁλοκλήρου στή Βουλγαρία. Εἰς μάτην. Κατέπεσε μέσα σέ λίγους μῆνες τό ψεῦδος καί ἡ ἀδικία. Ἡ συνθήκη τοῦ Βερολίνου ἀποκατέστησε τήν τότε τάξη τῶν πραγμάτων. Σ’ αὐτά τά ζητήματα λειτουργοῦν καί πνευματικοί νόμοι. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καί πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ». (Ψαλμός, ΚΔ΄).
Πέμπτον: Τυχόν ὑπογραφή σέ κείμενο καταισχύνης καί διασυρμοῦ πού θά ἀναγνωρίζει κράτος Μακεδονίας, θά τινάξει στόν ἀέρα τήν ἑλληνική ἐκπαίδευση. Θά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιον τῶν μαθητῶν μας ψεῦτες, ὑποκριτές, μέ ἔλλειψη φιλοπατρίας, ἀφοῦ τόσα χρόνια διδάσκουμε μία καί μοναδική Μακεδονία, ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐλεγχόμαστε ἔτσι γιά τήν πνευματική μας ἀνεντιμότητα, γιά τήν παιδαγωγική μας εἰλικρίνεια. Ὅταν ἀντικρίσουν οἱ μαθητές μας στίς ὀθόνες τούς Σκοπιανούς νά πανηγυρίζουν γιά τήν ὑποκλοπή, καί τούς χάρτες νά ἐμφανίζουν «Νέα Μακεδονία», τί θά τούς ποῦμε τό ἄλλο πρωί; Πῶς ὁ φιλότιμος καί εὐαίσθητος Ἕλληνας δάσκαλος θά ἀτενίσει τό βλέμμα τῶν μαθητῶν του; Θά μᾶς τοξεύει ἀλύπητα ἡ ἀπορία ἡ εἰρωνεία, ἡ ἀγωνία τῶν παιδιῶν γιά τήν ἐπερχόμενη θύελλα.
Ντροπή νά ντροπιαστοῦμε ωρέ!! 8500 νεκροί πολεμιστές στό Κιλκίς, τό 1913, ἔπεσαν γιά τήν Μακεδονία μας. Θά καταδεχτοῦμε να μαγαρίσουμε τό χῶμα πού φιλοξενεῖ τά κόκκαλά τους τά ιερά;
Τήν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας οἱ γυναῖκες ἔδιναν στό παιδί πού βαφτίζανε μία εὐχή: «Μή χάσεις τό ὄνομά σου», ὑπονοώντας τόν κίνδυνο ἀλλαξοπιστίας. Καί σήμερα στήν ἀλαλιασμένη ἐποχή μας μιά πρέπει νά εἶναι ἡ εὐχή καί ἡ προσευχή μας: νά μήν χάσουμε τό ὄνομά μας, τό ὄνομά μας πού εἶναι Μακεδονία.
Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς