Ψηφίστε ΝΔ ... κορόιδα!

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019 | 0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο


Κουμουτσάκος: «Δεν θα υπάρξει μονομερής καταγγελία της Συμφωνίας των Πρεσπών»

Το Τουρκοπροσκύνημα και ο αγώνας κατά των Τούρκων

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019 | 0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο

Το Γκέρμπεσι αν το δει κανείς μεμονωμένα ίσως να μην διαπιστώσει μεγάλες επαναστατικές περγαμηνές το 1821. Διαδραμάτισε όμως σημαντικό ρόλο και συνέβαλλε θετικά στις προσπάθειες για την απελευθέρωση σαν μέλος της ομάδας των κοντινών χωριών. Το απρόσιτο του εδάφους και το γεγονός ότι δεν αποτελούσε «πέρασμα» των εχθρικών δυνάμεων – επομένως δεν φαίνεται να έγιναν επί του εδάφους του μάχες με τους Τούρκους –  αλλά ούτε και σταυροδρόμι υπήρξε, είναι οι λόγοι που δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στην ιστορία. Από αυτό όμως δεν συμπεραίνεται ότι δεν υπήρξε συμμετοχή των κατοίκων του ως επίσης και των γύρω χωριών στον Αγώνα.
Μετά την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα από την ηρωική επαρχία των Καλαβρύτων και τις ένδοξες σελίδες που γράφτηκαν από τους κατοίκους αυτής της περιοχής, προϊόντος του χρόνου παρουσιάστηκαν σημάδια δήλωσης υποταγής μεμονωμένων ατόμων ή ακόμη και ομάδων που επηρέαζαν συγκεκριμένες περιοχές, κατά του καταχτητή, εναντίον του οποίου είχαν επαναστατήσει. Αυτή η υποταγή, ή το Προσκύνημα όπως καθιερώθηκε, είχε μελετηθεί από τους εχθρούς και επιδιώχθηκε με κάθε τρόπο και μέσο. Είχε σαν σκοπό να κάμψει το ηθικό των κατοίκων και να αποδοκιμάσει την επανάσταση. Στους προσκυνημένους οι Τούρκοι εξασφάλιζαν προνόμια και μεταχείριση νομιμοφρόνων υπηκόων, δίδοντάς τους το «προσκυνοχάρτι» ή ράϊ – μπουγιουρντί[1] όπως το έλεγαν. Το προσκυνοχάρτιήταν έγγραφο πιστοποιητικό με το οποίο εφοδίαζαν οι Τούρκοι τους ραγιάδες  και απεδείκνυε την εκδήλωση μετανοίας επαναστατήσαντος χωριού, ομάδος ή ατόμου προς τον καταχτητή. Τέτοια προσκυνοχάρτια δόθηκαν πολλά μετά την έναρξη της επαναστάσεως (ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είχαν προσκυνήσει) και είχαν σαν σκοπό να καταστείλουν την επανάσταση εμφανίζοντες πολλούς προσκυνημένους.
 Ένα ράϊ – μπουγιουρντί που ο πασάς της Πάτρας Ντελή – Αχμέτ έδινε για μεγαλύτερη ασφάλεια είναι και το παρακάτω: «Από τον υψηλότατον Αχμέτ – Πασσά βεκίλην[2]  του υψηλοτάτου Ιμβραϊμ – Πασσά, πληρεξούσιον των Οθωμανικών Δυνάμεων: Δίδεται το ημέτερον υψηλόν μπουγιουρδί μας παρά της εμής πληρεξουσιότητος επειδή ήλθον με προθυμίαν εις το μεγάλο μερχαμέτι μας, προσπίπτοντας εξ’ όλης της θελήσεώς τους, προσκυνώντας το κραταιόν Δοβλέτι[3] μας και εις ημάς, και ζητώντες παρ’ ημών το ράγι, βλέποντες λοιπόν την εμπιστοσύνην τους, όπου υπόσχονται προς ημάς, τους εδόθη το υψηλόν μας ράγι-μπουγιουρτί μας, να είναι προφυλαγμένοι τόσον από τα στρατεύματά μας, ωσάν από και κάθε εναντίον, η τιμή τους η ζωή τους και όλον το πράγμά τους ό,τι έχουν και να είναι δια πάντα κατά την υπόσχεσή τους πιστοί ραγιάδες, να δουλεύουν τον τόπον τους καθώς ως πρώτα, χωρίς να έχουν καμμίαν υποψίαν εις ότι εναντίον τους ακολουθήση από κακούς ανθρώπους και ζορμπάδας, ευθύς να δίδουν είδησιν προς ημάς, όπου να τους προφθάση και να τους φυλάξη η υψηλή ημών δύναμις, και ούτως τοις εδόθη το παρόν ράγι-μπουγιουρδί μας εις ησυχίαν, και ένδειξιν τους
                       9 Ιουλίου 1827, Καστέλη μωρέως.»[4]
 Απερίφραστα ο Κολοκοτρώνης λέει ότι όσοι οπλαρχηγοί έκλιναν προς το «Τουρκοπροσκύνημα» ήταν πρώην «καπεταναίοι των αρχόντων» δηλαδή μισθοφόροι (κάποι) των περιοχών εκείνων της Πελοποννήσου. Μέσα απ’ αυτούς προήλθαν όλοι εκείνοι που με κορυφαίο τον δευτερεύοντα οπλαρχηγό Δημ. Νενέκο[5] σκόρπισαν τον σπόρο της προδοτικής υποταγής στον Ιμπραήμ.
Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους[6]  « …Στην αρχή υποτάχθηκαν οι ομοχώριοι του Νενέκου ή οι πλησιόχωροι κάτοικοι της περιοχής. Αυτοί βασικά «ήγοντο και εφέροντο υπό του Νενέκου». Αλλά και τα ελάχιστα χωριά, που αρχικά προσκύνησαν, το έκαναν εξαιτίας της τρομοκρατίας  που ασκούσαν οι άνθρωποί του. «Επειδή γνώριζαν την Αλβανικήν γλώσσαν ευκόλως συνεννοούντο και εσυμβιβάζοντο με τους Τούρκους» και αυτό γιατί «εις την Πελοπόννησον καθ’ όλας σχεδόν τας επαρχίας κατοικούν προ πολλών χρόνων που μεν πολλοί, που δε ολίγοι εκ της φυλής των Αλβανών, οίτινες ακόμη και σήμερον» γράφει ο Φωτάκος … Ο Ντελή Αχμέτ πασάς που συνεργαζόταν με τον Ιμπραήμ, μεταχειριζόταν όλα τα μέσα γι αυτό το σκοπό. Έβαζε ανθρώπους του να τριγυρίζουν στα χωριά χαρίζοντας όπλα και άλλα είδη για να ενοχοποιήσουν τον πληθυσμό, ενώ ύστερα τους κατέβαζαν στην Πάτρα «και τους εσυργιάνιζαν ελεύθερα». Για τους Τούρκους είχε ιδιαίτερη σημασία ότι ο Νενέκος πριν προσχωρήσει στο δικό τους στρατόπεδο  είχε υπόληψη καλού και γενναίου πολεμιστή και έχαιρε εκτιμήσεως ακόμη και από τους Αλβανούς της περιοχής. Αυτό το αυξημένο κύρος το εκμεταλλεύτηκαν οι εχθροί… Έτσι οι βίαια και από φόβο «προσκυνημένοι» πολλαπλασίαζαν το κακό και έδιναν μια εικόνα «προδοσίας» που εκτεινόταν από την Ηλεία ως την Πάτρα, τη Βοστίτσα και τα Καλάβρυτα. Μέσα σ’ αυτές τις τρομερά αντίξοες συνθήκες …ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε να εφαρμόσει μια σκληρή πολιτική εναντίον των «τουρκοπροσκυνημένων» με το σύνθημα: «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Οι αδύναμοι, άβουλοι και τρομοκρατημένοι αγρότες αντιμετώπιζαν τώρα τον ίδιο κίνδυνο, τον οποίο προσπαθούσαν να αποφύγουν με την υποταγή τους… Στις 5 Ιουνίου ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον Νοταρά να κάνει ευρείες στρατολογίες …Διέταξε τους Πετμεζαίους, τον Μελετόπουλο και άλλους να συστήσουν στρατόπεδο στα Νεζερά, ενώ έστειλε και τον Σισίνη στον Πύργο και στη Γαστούνη με παρόμοιες εντολές…».
Οι καπεταναίοι που φέρεται να προσκύνησαν είναι: Ο Χαρμπίλας, ο Σαγιάς, ο Σταμάτης Μποντιώτης, ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνος, ο Κωνστ. Αγιοβλασίτης, ο Κοντογεωργάκης, ο Καρασπύρος, ο Κώστας Γαρεμπενιώτης (εννοεί τον Κώστα Γκερμπεσιώτη;) κ.λ.π. Οι καπεταναίοι που μετανόησαν είναι οι: Χαρμπίλας, Σαγιάς και ο Σταμάτης Μποντιώτης. [7]
Ο Φωτάκος στα Απομνημονεύματά του (ΙΑ΄ ΚΕΦΑΛ.), εκτός του Νενέκου αναφέρει τους: Κοντογεωργακαίους, τον Σταμάτη Μποτιώτη, τον Χαρμπίλα, τον Γκολφίνο Λουμπιστιάνο, τον Κώστα Γκερμεσιώτη, τους Αγιοβλασίτες αδελφούς Οικονομόπουλους, πολλούς Τσετσεβίτες και πολλούς άλλους. Αυτοί «απεσπάσθησαν από την συντροφίαν του (Νενέκου) και επανήλθαν ευθύς χωρίς να συγκοινωνήσουν με τους Τούρκους….. οι δε προσκυνήσαντες δεν ήσαν καθώς τινές λέγουσι, γενικώς αι τρεις επαρχίαι των Πατρών, των Καλαβρύτων και της Βοστίτσας, αλλά μόνον ολίγα χωριά και ολίγα άτομα, και τούτο δια τον φόβο των Ζουμπεταίων, διότι τα χωριά ταύτα λέγονται Ζουμπατοχώρια, και επειδή εγνώριζαν την Αλβανικήν γλώσσαν ευκόλως συνεννοούντο και εσυμβιβάζοντο με τους Τούρκους και ευκολώτερον με τους Λαλαίους…»
Σύμφωνα με άλλον συγγραφέα[8] «στο φοβερό και αντεπαναστατικό αυτό ολίσθημα παρασύρθηκαν και άλλοι οπλαρχηγοί της περιοχής όπως: ο Κώστας Αγιοβλασίτης από τον Αηβλάση, ο Σταμάτης Μποντιώτης από τους Μποντιάδες, ο Γκολφίνος Λουμπιστιάνος από την Λουμπίστα ο λεγόμενος Τουρκογκολφίνος, ο Ασημάκης Σκαλτσάς από τα Σουδενά (Θεοτόκος) ο Κώστας Γκερμπεσιώτης από το Γκέρμπεσι ο Χαρμπίλας[9],  ο Ιωάννης Κοντογεωργάκης από την Γουμένιτσα Καλαβρύτων, ο Σπύρος Καρασπύρος[10] από τα Τσετσεβά, και άλλοι… προσκύνησαν ομαδικά τα χωριά πίσω από τον Ερύμανθο (Βλασία, Μπούμπουκα, Μάνεσι, Ασσάνι, Σαραδί, Φλάμπουρα, Τρεκλίστρα, Ποντιάδες, Γουμένιτσα, Λαπαναγοί, Πετσάκοι κ.λ.π. και μάλιστα δεν ήσαν τα μόνα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι και άλλα προσκύνησαν και μάλιστα δώθε από τον Ερύμανθο όπως Λιβάρτζι, Λεχούρι, Μοστίτσι και τα μισά Σουδενά…Οι οπλαρχηγοί Χαρμπίλας, Σταμ. Μποντιώτης και τα χωριά … Βλασία, Μάνεσι…ξαναγύρισαν στην επανάσταση…»
Στο γεγονός της παρουσίας των Αλβανών στην περιοχή και στις βιαιότητες αυτών αναφέρεται και το παρακάτω τραγούδι, από το Λειβάρτζι των Καλαβρύτων:
            Της Παναγιάς στο Νεζερό της κάνουν πανηγύρι
            Μαζεύετ’ η λεβεντουργιά κι ούλοι οι παληαρβανίτες
            Κόβοντας και σκλαβώνοντας και παίρνοντας γυναίκες….[11]
Οι κάτοικοι των Νεζερών επειδή υπέφεραν από τα στρατεύματα που περνούσαν από εκεί, ως επίσης και «από τις εξορμήσεις πατριωτών  γιατί είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν 80 στρατιώτες να φυλάνε το μέρος αυτό» παρεκάλεσε ο Κολοκοτρώνης προς τον οποίον είχαν κάνει έκκληση, το Υπουργείο (16.9.1825),, « να εξοικονομήσει αυτούς, μήπως εγκαταλείψουν το χωριό τους». Το Υπουργ. Πολέμου απέστειλε την αναφορά στο εκτελεστικό σώμα συνηγορώντας να μην πληρώνουν οι Νεζερίτες τα Εθνικά δέκατά εις τους ενοικιαστές, ανακουφίζοντάς τους έτσι.
Τα Νεζερά (Κάλανος) ήσαν στρατόπεδο και είχαν μεγάλη προσφορά στον Αγώνα. Οι κάτοικοί τους, ως και των γύρω περιοχών, είχαν υποστεί μεγάλες δοκιμασίες και στο παρελθόν και οι πρόκριτοι του χωριού που μεταξύ άλλων είχε μπει στο στόχαστρο του Κολοκοτρώνη έστειλαν το παρακάτω γράμμα στον Κολοκοτρώνη και τον Β. Πετμεζά.
«                                    Εξοχώτατε
Γενικέ Αρχηγέ κ. Θ Κολοκοτρώνη και στρατηγέ  Βασ. Πετμεζά.
Εμάθαμε το καλό σας ερχομό εις Μ. Σπήλαιο δια τούτο σας ευχαριστούμεν και εκφράζομεν την χαράν μας εις αυτήν την περίστασιν του τόπου μας και εμείς μη δυνάμενοι να βαστήξωμεν τη σκλαβιά και εγλυτώσαμε τους ανθρώπους μας και τα πράγματα κατά το παρόν δια τούτο λέγομεν δεν ηφέραμεν καμμίαν πείραξιν εις το έθνος μας, όθεν δια λόγου ακούομεν από πολλά μέρη ότι επέσαμεν εις την οργήν σας, ότι να μας αφανίσει εξ’ ολοκλήρου όπου αυτό δεν ελπίζαμεν ποτέ από την εξοχώτητά σας, εάν όμως δεν ηθέλαμεν κάμωμεν αυτήν την συμφωνίαν, ταύτην την ώραν δεν ήθελε μας μείνει τίποτα καθώς και εις πολλά άλλα μέρη έκαμε, δια τούτο παρακαλούμεν οπού να μη δοθεί αιτία του κακού εις τον αθώον λαόν και αφανιστεί διότι όταν πειραχθεί ο λαός αποφασίζει και πίπτει εις το πέλαγος, διότι εις το εξής αν ακολουθήσει και ένα εναντίον εις τον αθώον λαόν είναι εις τον λαιμόν του μεγαλύτερου. Τόσον και μένομεν μ’ όλον το σέβας.
                          Πρόκριτοι των χωρίων τη 29.6.1827
                          Χωριά Σούμπασι Νεζερών
Πρόκριτοι: Γιάν. Κοντογιωργάκης, Κ. Οικονομόπουλος, Καρασπύρος, Χρ. Τζέμος.»             (Γ.Α.Κ Φ.199)[12]
 Είχαν προηγηθεί γράμματα Καλαβρυτινών που μιλούσαν για το προσκύνημα, στη Βουλή και στον Γενικό αρχηγό των Στρατιωτικών:
 «.. Προς την Σεβαστή Ελληνική Βουλήν
      ….Ο Νενέκος με όλα τα Αρβανιτοχώρια ο Μποντιώτης Χρήστος Ψέμας και λοιποί σχετικοί των προσκύνησαν εις τον Ιμπραήμ, οίτινες έδωσαν και ομήρους…..
                               Οι πατριώται
(Σημείωσή μου: Ακολουθούν ονόματα από Λειβάρτζι, Κέρτεζη, Λεχούρι, Στρέζοβα)                           21/5/1827»          (Γ.Α.Κ Φ196)[13]
 «Προς τον εκλαμπρότατον Γενικόν Αρχηγόν των Στρατιωτικών
    …ο Νενέκος με όλους τους συμπαθούντες Μποντιώτες Χρήστος Τζέμος και λοιποί σχετικοί των επροσκύνησαν εις τον Ιμπραήμ οίτινες έλαβον και έδωκαν ομήρους, λοιπόν τούτων η φωνή επροξένησεν εις τους λοιπούς ολεθρίαν εντύπωσιν και ολίγον κατ’ ολίγον πηγαίνουν εις αυτόν αδιακόπως….
                                Οι πατριώται
 (Σημείωσή μου: Ακολουθούν ονόματα από Σοπωτό[14], Στρέζοβα, Λεχούρι, Κέρτεζη)                     21/5/1827 Λιβάρτζι»          (Γ.Α.Κ Φ196)[15]
  
 «Προς τον εκλαμπρότατον Αρχιστράτηγον πασών κατά ξηράν δυνάμεων,
…Σας λέγομεν ότι  ο Δημ. Νενέκος, ο οποίος άρχισεν εις μερικά χωριά της Πάτρας με μερικούς άλλους σχετικούς του Κατσαναίους, δουλικώς έκλινε τον αυχένα με τον Ιμπραήμ, αύθις έδωσεν εις αυτόν ομήρους, λοιπόν αυτή η αχρεία φωνή απέλπισεν ημάς υπέρ το δέον. Όθεν εκλαμπρότατε σας παρακαλούμεν θερμότατα να διατάξετε την Κατσάνα όσον τάχος και τας επαρχίας οι έχοντες επιρροήν δια να προφθάσουν να εμψυχώσουν τον απελπισμένον λαόν δια να λάβει όπλα εναντίον των εχθρών ει δε άλλως είμεθα κατά κράτος αφανισμένοι και ηθέλομεν κατασφαγεί αδίκως από την αιμοσταγή μάχιραν του Ιμπραήμ.
                   Μένομεν με όλον το ευπειθές σέβας.
                     Οι ευπειθείς
(Σημείωσή μου: Ακολουθούν ονόματα)  21/5/1827 Λιβάρτζι» (Γ.Α.Κ.Φ198)[16]
 Ακολούθησε το παρακάτω έγγραφο του Βασ. Πετμεζά στη Βουλή:
 «…Προς το Σεβαστόν Βουλευτικό Σώμα,
    Και εις τας 29 του παύσαντος Ιουνίου δια ταπεινής μου αναφοράς προς το Σον Σώμα εκτάνθηκα όλα τα ενταύθα τρέξαντα και ήδη λοιπόν χρέος μου απαραίτητον σας ειδοποιώ…Και πρότερον επέστησα προς το Βουλευτικόν Σώμα ότι οι πρωταίτιοι υπαρχαί ο Νενέκος και λοιποί Αρβανιτοχωρίται των Πατρών με τον Καρασπύρον Νεζερίτην, Οικονομόπουλους Αγιοβλασίτας, Κοντογιωργακόπουλοι Λαπαναγίτες, Πανάγος Χρήστος Γουμετσάνος, Μποντιώτης[17] Σταμάτης και λοιποί των χωρίων αυτών. Μετ’ αυτούς άλλοι και με τους υπό την οδηγίαν τους πολεμούμενοι εις τον Άγιον Βλάση και με τους Τούρκους…
                                 Ευπειθέστατος Πατριώτης
                                       Βασ.  Πετμεζάς
               Τη 13 Ιουλίου 1827 Διάσελα Λεχουρίου        (Γ.Α.Κ.Φ200)»[18]
 Ύστερα από τα παραπάνω ο Θ. Κολοκοτρώνης ανέθεσε την εκτέλεσιν του Νενέκου εις τον Σαγιάν, αδελφό του δολοφονηθέντος υπό του προδότου, η οποία και επραγματοποιήθη το 1828.
Δεν αναφέρεται, απ’ όσα τουλάχιστον στοιχεία μας είναι γνωστά, ότι το Γκέρμπεσι προσκύνησε τον Ιμπραήμ. Άλλωστε το ότι αναφέρεται στα πληγέντα από τον Ιμβραήμ χωριά – όπως παρακάτω αναγράφονται – ενισχύει αυτή την άποψη, δεδομένου ότι τα χωριά που είχαν προσκυνήσει ετύγχαναν ευνοϊκής μεταχείρισης από τον καταχτητή.
(Θανάσης Τζώρτζης: Γκέρμπεσι, διαδρομή στους αιώνες).
=======================================================

[1] Μπουγιουρντί (Τουρκ.) = δυσάρεστο έγγραφο οιασδήποτε αρχής, έγγραφο απολύσεως, ποινής: Τούδωσαν το μπουγιουρντί του, αλλά και επιτίμησις, κατσάδα.
[2] Βεκίλης (αραβ.) = πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος, αλλά και επί τουρκοκρατίας: ο επιτετραμμένος την διεξαγωγήν των υποθέσεων του Μορέως και παρέχων υπευθύνως βεβαίωσιν και εγγύησιν περί της εις τον σουλτάνον απολύτου ευπειθείας και υποταγής των εν Πελοποννήσω χριστιανών (ραγιάδων). 
[3] Δοβλέτι και ντοβλέτι, το (Αραβ.) = δυναστεία, κράτος, κυβέρνηση.
[4] Τάκη Σταματόπουλου: Οι τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης (Εκδ. Κάλβος)
[5] Ο Νενέκος Δημήτριος καταγόταν από την Ζουμπάτα Αχαΐας – η σημερινή ονομασία του χωριού είναι Πηγή – [χωριό του παλαιού δήμου Παναχαίων που προσαρτήθηκε στο δήμο Φαρών, όπως στην υποσημείωση περί Καλάνου και Νεζερών αναλυτικά αναφέρεται. Ο συνοικ. Ζουμπάτα αποσπάσθηκε από την κοινότητα Μπαρδικώστα (υψόμ. 730, μπάρδι αρβανίτικα = λευκός, χωριό που επί ενετών αναφερόταν ως Μαντρούσα και στην απογραφή Grimani το 1700 ως Bardicosta με 7 οικογ. και 28 κατοίκους, το έτος 1903 ουδείς μιλούσε τα αρβανίτικα, είναι η σημερινή Κρυσταλλόβρυση) και εντάχθηκε στην κοινότητα Μοίρα με το Δ.18.9.1928-ΦΕΚ 203/Α/1928, επίσης αναφέρεται από τον Ν. Γ. Λέκκα: Ρύπες – Ερινεός-Σαλμενίκον, Αθήναι 1916, ότι, η Ζουμπάτα τον χρόνο εκείνο (1916) ήτο συνοικισμός από δέκα περίπου σπίτια, ευρίσκετο εις τον Δήμο Φαρών της επαρχίας Πατρών και αποτελούσε μίαν κοινότητα με το χωρίον Γκέρμπεσι εις το οποίο ήταν διοικητικά προσκολλημένη, όμως το Γκέρμπεσι ανήκε στο Δήμο Βλασίας που σχηματίστηκε το 1835 και προσαρτίστηκε στο δήμο Λαπαθών το 1841 και σ’ αυτό το Δήμο δεν αναφέρεται η Ζουμπάτα. Η Ζουμπάτα όπως προελέχθη ανήκε στο Δήμο Παναχαιών του οποίου τμήμα αποσπάσθηκε το 1841 και συγχωνεύθηκε στο Δήμο Φαρών. Η Ζουμπάτα σύμφωνα πάντα με τον Λέκκα, πριν το 1821 ήταν συνοικισμός ο οποίος διασπάσθηκε και σχηματίστηκαν απ’ αυτόν πολλά γύρω χωριά τα Ζουμπατοχώρια.] και ήταν αρχικά οπλαρχηγός του προκρίτου των Πατρών Βενιζέλου Ρούφου, είχε δε δολοφονήσει τον αντίζηλόν του οπλαρχηγόν Σπανοκυριάκον και τον εξάδελφόν του Σαγιάν. Μετέσχε κατ’ αρχάς του αγώνος και διεκρίθη κατά την πολιορκίαν των Πατρών και του Μεσολογγίου. Μετά την άλωσιν του Μεσολογγίου ήρχισεν επαφάς μετά του Ιμπραήμ, παρά του οποίου και έλαβεν ορισμένα προνόμια, και επροσκύνησε, πείσας προς τούτο και τους κατοίκους των Αρβανιτοχωρίων της Αχαΐας. Συνεργαζόμενος από του 1827 μετά των Αιγυπτίων μετέσχε μετά του Ντελή Αχμέτ της μάχης εις Τσετσεβά εναντίον των Ελλήνων και ενίκησεν ηγούμενος των «προσκυνημένων», οπότε έγινεν ο τρόμος του Χριστιανικού πληθυσμού. Μετέσχε της εκστρατείας εις Μέγα Σπήλαιον, εις Δίβρην και Ηλείαν κ.α. έλαβε δε τη μεσολαβήσει του Ιμπραήμ πλησίον του σουλτάνου, τον τίτλον του μπέη δια τας υπηρεσίας του. Ο Θ. Κολοκοτρώνης όστις κατά την εποχή εκείνη ηγείτο της αντιστάσεως εις Πελοπόννησον, επεκήρυξε τον Νενέκον και ανέθεσε την εκτέλεσίν του εις τον Σαγιάν, αδελφόν του δολοφονηθέντος υπό του προδότου, η οποία και επραγματοποιήθη το 1828. (Εγκυκλ. Πάπυρος).
 Σύμφωνα με το Λεξικό του «ΗΛΙΟΥ» ο Νενέκος ήταν Αλβανικής καταγωγής.  
[6] ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ – ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ.
[7] Τάκη Αργ. Σταματόπουλου: Οι Τουρκοπροσκυνημένοι και ο Κολοκοτρώνης.
[8] Νώντα Σακελλαρόπουλου: Επιδρομές του Ιμβραήμ στα Καλάβρυτα 1825-1827, Αθήναι 1977.
[9] Ο συγγραφέας φαίνεται να ταυτίζει τον Κώστα Γκερμπεσιώτη με τον Χαρμπίλα αναφέροντας ως τόπο καταγωγής του το Γκέρμπεσι. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι α) Σύμφωνα με τον κατάλογο των στρατιωτών υπό τον Σταμάτη Μποντιώτη, που αναφέρονται στις σελίδες που ακολουθούν, στρατιώτες με ονόματα Ανδρ. Γκερμπεσιώτης, Σταμάτης Γκερμπεσιώτης και Δημ. Γκερμπεσιώτης φέρεται να είχαν ως τόπον καταγωγής τον Μποντιά. (παρά την καταγωγή που δηλώνει το όνομα Γκερμπεσιώτης), που σημαίνει ότι είναι πιθανή αλλά όχι βέβαιη η καταγωγή τους από το Γκέρμπεσι,  β) Σύμφωνα με τον Θ. Κολοκοτρώνη (Απομνημονεύματα) «…οι κλέφτες όπου έγδυσαν τους Πυργιώτας ήταν από τα Ζουμπάτα, από του Νενέκου το χωριό, λεγόμενοι Χαρμπιλαίοι…», γ) Ο Κώστας Γκερμπεσιώτης αναγράφεται ως καπετάνιος του 1821 (χωρίς να είναι γνωστός ο ακριβής τόπος καταγωγής του), ο οποίος παρεσύρθη από τον Νενέκο εις το προσκύνημα αλλά ανένηψε ενωρίς δι ενεργειών του Γενναίου Κολοκοτρώνη (Κ. Τριανταφύλλου). Πρέπει να ταυτίζεται με τον Κώστα Γαρεμπενιώτη που αναφέρει ο Τ. Α. Σταματόπουλος, δ) Ο συμπατριώτης του Νενέκου ονομαζόταν Θοδωρής Χαρμπίλας.
[10] Ο Καρασπύρος ήταν οπλαρχηγός των Νεζερών όπως προκύπτει από έγγραφο με ημερομηνία 13 Ιουλίου 1827 του Β. Πετμεζά προς την Βουλή των Ελλήνων, όπου αναφέρει: «… με τον Καρασπύρον Νεζερίτην…». Αλλά και ο Κ. Ν. Τριανταφύλλου τον αναφέρει οπλαρχηγό των Νεζερών ο οποίος διεκρίθη στις μάχες στο Λεβίδι, στην πολιορκία της Πάτρας, στο Μεσολόγγι και στην Ακράτα. Προσκύνησε τον Μάιο αλλά τον Ιούλιο του 1827 ανένηψε εκ των πρώτων.
Ο Φωτάκος (Πελοποννήσιοι Αγωνιστές του 1821-Εκδόσεις Βεργίνα) αναφέρει: «Ήτον από τα Νεζερά των Καλαβρύτων και καθ’ όλην την επανάστασιν ήτο πολύ ενθουσιασμένος και έτρεχεν εις του πολέμους με τους υπ’ αυτόν στρατιώτας. Μάλιστα δε εις το Λεβίδι έδειξε την μεγαλυτέραν παληκαριάν, διότι ενώ οι σύντροφοί του δεν ηθέλησαν να κλεισθούν μέσα εις τα σπίτια δια να πολεμήσουν, αλλ’ έφυγον, αυτός απεφάσισε και εκλείσθη μόνος του εις το ληνόν του γέρο Σταμάτη Δημητρακόπουλου όθεν επολέμησε και εσκότωσε Τούρκους, έως ου ήλθεν ο Σκαλτσάς και τους ηνάγκασεν’ απομακρυνθούν εκείθεν. Η πράξις αυτή του Καρασπύρου ομολογείται άχρι της σήμερον. Ευρέθη δε εις την πολιορκίαν των Πατρών, εις το Μεσολόγγι μετά του Ανδρέα Ζαΐμη και εις την Ακράταν. Τότε δε μάλιστα είχον έλθει από το Μεσολόγγι, καθώς ήσαν όλοι οι στρατιώται του Ζαΐμη του τμήματος των Νεζερών, εν οις ο περίφημος δια τας ανδραγαθίας του ηγούμενος της μονής Νεζερών, Νικηφόρος».
[11] Σ. Ν. Θωμόπουλου : Ιστορία της πόλεως των Πατρών.
[12] ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ 21 – Ν. Φιλιππακόπουλου – Αθήνα  1972.
[13] ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ 21 – ως άνω
[14] Ο Φαλμεράυερ το Σοποτό το συνδέει με το μοναστήρι Σόποτ στην Βοημία και το Ζόμπτεν που είναι χωριό, πύργος και βουνό στην Σιλεσία και το θεωρεί σλαβικό όνομα.
[15] ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ 21 – ως άνω.
[16] ΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ 21 – ως άνω.
[17] Ο Μποτιώτης ή Μποντιώτης ή Μποδιώτης, σύμφωνα με τον Γεν. Γραμματέα του Γεν. Αρχηγού της Πελοποννήσου Μ. Οικονόμο, ήταν οπλαρχηγός της Βλασίας. Είχε προσκυνήσει τους Τούρκους αλλά μετανόησε και ξαναεντάχθηκε στην επανάσταση οπότε και του δόθηκε από τον Θ. Κολοκοτρώνη το παρακάτω έγγραφο (Συγχωροχάρτι):
 «Ο καπετάν Σταμάτης Μποτιώτης περιπεσών ανοήτως εις το όπερ και άλλοι τινές εκ της επαρχίας Πατρών και Βοστίτζας περιέπεσον ανοσιούργημα, την αισχράν και άτιμον προς τον Ιμβραήμ υποταγήν, γνωρίσας το μέγα αμάρτημα όπου προς το γένος ήμαρτεν, εξομολογείται σήμερον την αμαρτίαν του έμπροσθεν αυτού και διακηρύττει  ενώπιον θεού και ανθρώπων τον εαυτόν του όλως διόλου απομεμακρυσμένον της οποίας επρόσφερε δουλικής υποταγής προς τον άσπονδον εχθρόν του ελληνικού ονόματος, εξαιρείται θερμώς, δι εγγράφου του εκδεδομένου την 29ην Ιουλίου 1827, καταχωρηθέντος εις τα αρχεία της Γεν. Αρχηγίας υπ’ αριθ. 368 των εισερχομένων, την συγνώμην απάντων των ομογενών, υποσχόμενος να μην αποχωρισθεί εις το εξής της ολομελείας του έθνους, επ’ ουδεμιά αιτία και περιστάσει. Η μετάνοιά του ούσα από συντριβής καρδίας γίνεται σήμερον δεκτή δι εμού από την μακροθυμίαν του έθνους, και ειδοποιούμενοι τούτο άπαντες οι πολιτικοί και πολεμικοί Αρχηγοί και όλαι αι στρατιωτικαί δυνάμεις του έθνους παρακαλούνται και διατάττονται γνωρίζοντες αυτόν μέλος της ολομελείας του έθνους να μην τον ενοχλώσιν εις το παραμικρόν ούτε αυτόν, ούτε τα κινητά και ακίνητα πράγματά του να πειράζωσι, μάλιστα δε, χρείας τυχούσης, να δίδωσι προς αυτόν όλην την απαιτούμενην συνδρομήν και υπεράσπισιν.
                  29 Ιουλίου 1827                                  Ο Γενικός της Πελοποννήσου Αρχηγός
                                                                                                Θ. Κολοκοτρώνης.»

ΚΟΥΛΗΣ στην Ζαχαρέα. Τον γιο του δοσίλου της Κατοχής επικεφαλής στο Επικρατείας. Οι Γερμανοί ξανάρχονται.

| 0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο

othon-pikrammenos

Τον «κλαψιάρη» Πικραμμένο, πρώην υπηρεσιακό πρωθυπουργό του οποίου το όνομα, ενεπλάκη και στο σκάνδαλο της Νοβάρτις, Γερμανοτραφή και γερμανόδουλο, βάζει στο Επικρατείας ο Μητσοτάκης, δείχνοντας πια από το πρώτο λεπτό της αναμέτρησης, που θα κινηθεί και στα εθνικά συμφέροντα: Χαιδεύοντας τους Γερμανούς και την Μέρκελ. Και πράγματι είναι κρίμα, για έναν νέο πολιτικό να δίνει ανάλογα δείγματα γραφής.
Μα, θα πείτε, οικογενειακή ευθύνη υπάρχει; Όχι. Αλλά ο Πικραμμένος είναι ότι ο Σημίτης στο ΠΑΣΟΚ: «Φυτεμένος» στην Ελλάδα από τα γερμανικά συμφέροντα που ήπιαν το αίμα της πατρίδος. Siemens, Νοβάρτις κ.ο.κ Και εμείς σε αυτό δεν μπορούμε να συναινέσουμε. Τσίπρας- Κούλης: Το ίδιο νόμισμα, με άλλη όψη και θα μας βρίσκουν μπροστά τους και δεν έχουν κανένα δικαίωμα να χρησιμοποιούν την λέξη «πατριωτισμός».
ΑΣ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΟΘΩΝΑΣ ΠΙΚΡΑΜΜΕΝΟΣ, Ο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ
Ποιος είχε αναλάβει την αποκλειστική διακίνηση των προπαγανδιστικών εντύπων του Γκεμπελς στην κατεχόμενη Ελλάδα και θησαύριζε;
Στο βιβλίο του με τίτλο «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια»,  ο ιστορικός Δημοσθένης Κούκουνας, ειδικευμένος στα κατοχικά θέματα, κάνει αποκαλύψεις και για την οικογένεια του Παναγιώτη Πικραμμένου.
Ο Πάνος Πικραμένος στα δώδεκά του, το 1957, γράφτηκε στο γυμνάσιο της Γερμανικής Σχολής Αθηνών. Γιατί συνέβη αυτό; Ο πατέρας του ήταν φανατικός θαυμαστής των Γερμανών. Μετά το τέλος της Κατοχής πέρασαν δώδεκα χρόνια μέχρι να ξανανοίξει η Γερμανική Σχολή και ένας από τους πρώτους μαθητές της ήταν ο μικρός Παναγιώτης. Εντελώς συμπτωματικά το νέο κτίριο της σχολής (το κατοχικό στην οδό Αραχώβης είχε περιέλθει στο Γαλλικό Ινστιτούτο) χωριζόταν από μια μεσοτοιχία με την κλινική του πατέρα Χριστοφοράκου, ο γιος του οποίου φοίτησε κι αυτός στην ίδια σχολή.
Ο μικρός Παναγιώτης ξεκινούσε με τα πόδια από το αριστοκρατικό σπίτι του με τα 18 δωμάτια στην οδό Ακαδημίας 52 για να φτάσει στην περιοχή Μουσείου. Κάθε πρωί πήγαινε στη Γερμανική Σχολή.
Το σπίτι αυτό των 450 τ.μ. ανήκε στην οικογένειά του πριν ο ίδιος γεννηθεί το 1945, όταν ο κόσμος άλλαζε με το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Είχε αγοραστεί λίγες μέρες αφότου άρχισε η Κατοχή με γερμανικά χρήματα. Από που προέρχονταν αυτά τα χρήματα;  Ο πατέρας του Παναγιώτη Πικραμμένου, στενού συνεργάτη του Κυριάκου Μητσοτάκη, Όθωνας μόλις είχε αναλάβει την αποκλειστική πώληση σε όλη την κατεχόμενη Ελλάδα των προπαγανδιστικών εντύπων του κατακτητή, των Γερμανών ναζί.
Στενός συνεργάτης του Γκέμπελς, λοιπόν, ο πατέρας του Πικραμμένου, ο οποίος είχε κάνει χοντρές μπίζνες με τους Γερμανούς, αναλαμβάνοντας τη διακίνηση όλων των προπαγανδιστικών εντύπων του εχθρού σε όλο το διάστημα της Κατοχής. 
Διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα: 
Επί Κατοχής, το μοναδικό πρακτορείο που είχε την αποκλειστικότητα όλων των εφημερίδων και περιοδικών που έβγαιναν υπό καθεστώς λογοκρισίας ήταν η «Ένωσις Ελληνικού και Ξένου Τύπου» Α.Ε. Η εταιρία αυτή ιδρύθηκε λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη της Κατοχής, αφού προηγουμένως έφτασε από το Βερολίνο στην Αθήνα ειδικός απεσταλμένος του Γκαίμπελς, υπουργού Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ. Αυτός είχε την ιδιότητα του πληρεξουσίου της εταιρίας «Mundus», που ανήκε εξ ημισείας στα γερμανικά υπουργεία Προπαγάνδας και Εξωτερικών. Εγκαταστάθηκε σ’ ένα γραφείο της γερμανικής πρεσβείας, στον τρίτο όροφο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας 4, και άρχισε τις επαφές του.
Με την καθοδήγηση του Χέρμπερτ Σβέρμπελ, ο οποίος μόλις λίγους μήνες νωρίτερα είχε διοριστεί ακόλουθος Τύπου στην Αθήνα, αλλά από πολλών ετών είχε πλούσιες διασυνδέσεις με παράγοντες του ελληνικού Τύπου, ο Μάουραχ, ο εκπρόσωπος του Γκαίμπελς στην Αθήνα, εκτός άλλων προσώπων, είχε μακρές συζητήσεις με τον Όθωνα Πικραμένο. Κατέληξαν στην απόφαση να ιδρύσουν από κοινού μια νέα εταιρία, την Α.Ε. «Ένωσις Ελληνικού και Ξένου Τύπου». Συμφώνησαν ότι η γερμανική κρατική εταιρία θα διατηρούσε το 51%, ενώ πλην του Πικραμένου ποσοστά δόθηκαν και στους ανταγωνιστές του, τους κληρονόμους του Σπύρου Τσαγγάρη, αλλά και σε μια στενή συνεργάτιδα και συνεταίρο του, την Ελισάβετ Τσιβόγλου, η οποία μέχρι τότε διαχειριζόταν όλες τις ξένες εφημερίδες και περιοδικά.
Ο Όθων Πικραμμένος διορίστηκε γενικός διευθυντής της νέας εταιρίας, που δημιούργησε ο ίδιος με τους εκπροσώπους του Γκαίμπελς, με τους οποίους και συνεταιρίστηκε, έχοντας ένα σημαντικό ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο και φυσικά στα τεράστια κέρδη του μονοπωλιακού πρακτορείου. Ο ίδιος κέρδισε πολλά, όχι μόνον από την αποκλειστική διακίνηση των ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων (κυρίως γερμανικών και ιταλικών) προπαγανδιστικών εντύπων και βιβλίων, αλλά και με τις εκτυπώσεις διαφόρων εντύπων για λογαριασμό του κατακτητή, ως ένας από τους βασικούς μετόχους της εταιρίας «Πυρσός» που ήταν.
Το παλαιό πρακτορείο που είχε μέχρι την αρχή της Κατοχής και που το είχε ιδρύσει ο πατέρας του Τάκης Πικραμένος το 1927 στεγαζόταν σε τετραώροφο ακίνητο, στην οδό Σωκράτους 43. Βάσει της συμφωνίας που έκανε ο Όθων Πικραμένος με τους Γερμανούς, ο Πικραμένος θα εγκατέλειπε την ιδιοκτησία του ακινήτου για να το ρευστοποιήσει. Το αγόρασε μια εταιρία που μόλις είχε περιέλθει υπό τον έλεγχο των Γερμανών, η ΑΕΜ «Βωξίται Παρνασσού», και πλήρωσε 22 εκατομμύρια δραχμές στον μέχρι τότε ιδιοκτήτη του (την οικογένεια Πικραμένου, που χρησιμοποιούσε τους δύο ορόφους για κατοικία της), αναλαμβάνοντας στη συνέχεια να το ενοικιάσει στη νέα εταιρία, της οποίας γενικός διευθυντής ήταν ο Όθων Πικραμένος