Αναφορικώς με την Συνθήκη του Λονδίνου, να σημειωθεί ότι συμφώνως προς τη Συνθήκην αυτήν παρεχωρείτο εις τα νικηφόρα βαλκανικά κράτη το σύνολο των εδαφών των ευρισκομένων δυτικώς του ορίου Αίνος-Μηδεία, εκτός της Αλβανίας (άρθρον 2). Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία, όπως προβλέπει εις το άρθρον 3, ανέθεταν εις τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις (υπό την Πρεσβευτικήν Συνδιάσκεψη την συνεχίζουσα τις συνομιλίες), την χάραξη των συνόρων και τον διακανονισμόν των ζητημάτων των αφορώντων εις την Αλβανία, καθώς τους παρείχαν την δυνατότητα, την προβλεπομένην εις το άρθρον 5, να αποφανθούν περί του καθεστώτος των νήσων του Αιγαίου, πλήν Κρήτης (άρθρο 4) τα οποία επαραχωρούντο εις την Ελλάδα. Του Ι. Μάζη για το slpress.gr Με την ευκαιρία αυτή, καλόν θα είναι να θυμηθούμε τα δύο ανωτέρω αναφερθέντα, και άκρως σημαντικά διπλωματικά κείμενα, εκ των οποίων τα απορρέοντα εδαφικά και πληθυσμιακά αποτελέσματα ελήφθησαν απολύτως υπόψιν από την εν λόγω Συνθήκη. Το κείμενον της τελευταίας, όμως, (προς μεγίστην απορίαν όλων των Ελλήνων που έγιναν κοινωνοί και ακροατές των προφερθέντων κατηγορηματικών αναφορών του Ν. Κοτζιά, εντός και εκτός Κοινοβουλίου), ουδαμόθεν αναφέρει τον όρον «Μακεδονία». Συνεπώς, οφείλω να αναρωτηθώ σχετικώς με την σκοπιμότητα της πολλαπλής αναφοράς του, εφόσον εις ουδεμίαν περίπτωσιν δεν δύναμαι να αποδώσω δόλον. Προφανώς, οι σύμβουλοί του τον πληροφόρησαν πλημμελώς ή απλώς εντελώς εσφαλμένα. Είναι σημαντικότατον, επίσης, το γεγονός ότι εις την «Απογραφή του πληθυσμού του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας της 31ης Ιανουαρίου του 1921» ουδείς δηλώνει «Μακεδόνας» και ουδαμόθεν υπάρχει μνεία δήθεν «μακεδονικής γλώσσης». Και αυτό, οκτώ συναπτά έτη μετά από την υπογραφήν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913! Συνεπώς, οι όποιες αναφορές, όπου και εάν αυτές εντοπίζονται, ότι εις την συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913, η δήθεν προσδιορισθείσα ως «γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας» κατενεμήθη με το 51% του εδάφους της εις την Ελλάδα, το 39% εις την Σερβία (την κληθείσα σήμερα ΠΓΔΜ), το 9,5% εις την Βουλγαρία και το 0,5% του εδάφους εις την Αλβανία είναι παντελώς ανακριβής και απολύτως απατηλή! Κυρίως μάλιστα, εάν τούτο χρησιμοποιείται ως μέγιστον επιχείρημα περί δήθεν «αναγκαστικής φύσεως» των διαπραγματευτικών χειρισμών κατά την διαδικασία συντάξεως του κειμένου της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Και μάλιστα, να συγκρίνεται η θέση των διαφωνούντων με την κακίστη αυτή Συμφωνία των Πρεσπών με την αδοκήτως προκύπτουσα δήθεν άρνηση της Συνθήκης της Λωζάννης! Αλλίμονον!
Χάρτης 3. Υπάρχει όμως ο Χάρτης (βλ. Χάρτη 3) ο οποίος παρουσιάζει σχεδόν όλη την βαλκανική οριζόντια ζώνη ως βουλγαρική: είναι ο σχεδιασθείς από τον αυστριακό γεωγράφο και χαρτογράφο Η. Κiepert (1876), ο οποίος, μισθοδοτούμενος από την ρωσική και βουλγαρική διπλωματία, ήταν εκείνος, ο οποίος παρουσίαζε προπαγανδιστικώς, ως βουλγαρικό το μέγιστο μέρος των εδαφών της σημερινής Μακεδονίας και της Θράκης. Δεν προκαλεί έκπληξιν, λοιπόν, το ότι επί της εν λόγω χαρτογραφικής αποτυπώσεως εβασίσθη η ρωσική διπλωματική εκπροσώπηση κατά την Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει 1877. Επ’ αυτής της χαρτογραφικής βάσεως εσχεδιάσθη και η Μεγάλη Βουλγαρία με την Συνθήκην του Αγίου Στεφάνου (1878). Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ως Πρόεδρος του «Συλλόγου προς διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων», αντέδρασε προσφέροντας σωρείαν στοιχείων εις τον Αυστριακόν γεωγράφο-χαρτογράφο, ώστε να επανασχεδιάσει τον Χάρτη του. Αυτός, όμως, ηρνήθη την συμβολήν του Έλληνος ιστορικού. Τότε, ο Παπαρηγόπουλος απηυθύνθη προς τον Βρετανό γεωγράφο Edward Stanford και του εζήτησε την άδεια να καταθέσει εις το Συνέδριον του Βερολίνου τον υπ’ αυτού σχεδιασθέντα, εν έτει 1877, εθνογραφικόν Χάρτη (Βλ. Χάρτη 3), πράγμα το οποίον και έγινε. Η κατάθεσις του συγκεκριμένου Χάρτου του Ε. Stanford απετέλεσε και τον κύριον μοχλόν ανατροπής της προγενεστέρας Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, συμφώνως προς την οποίαν σχεδόν ολόκληρη η περιοχή των κεντρικών και ανατολικών Βαλκανίων παρεδίδετο εις την Βουλγαρία. Αυτό συνέβη διότι, εις τον Χάρτη του Βρετανού γεωγράφου-χαρτογράφου, η ελληνική παρουσία ήτο κυρίαρχος εις όλην την ανωτέρω περιοχήν (Βλ. Χάρτη 4).
Χάρτης 4. Επανερχόμενοι όμως εις το Πρωτόκολλον των Αθηνών, διευκρινίζομεν ότι δι’ αυτού απεφασίσθη η σύναψη της Συνθήκης Φιλίας και Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος (Ελευθέριος Βενιζέλος) και Σερβίας (Νικόλα Πάσιτς), υπογραφείσα την 1η Ιουνίου 1913 και προβλέπουσα κοινά ελληνοσερβικά σύνορα, άνευ παρεμβολής ετέρου κράτους, αλλά και κοινήν αμυντικήν αντίδραση εις περίπτωσιν επιθέσεως εκ μέρους τρίτων κρατών (π.χ. Βουλγαρίας). Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, και κυρίως εκ της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, ουδαμώς προκύπτει η ύπαρξη κρατικής οντότητος μεταξύ των ελληνοσερβικών συνόρων υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία». Η σταλινοτιτοϊκή πολιτική ήτο εκείνη η οποία την εδημιούργησε. Ενισχυτικώς, αναφέρομε ότι η Βουλγαρία, θέλουσα να προκαταλάβει την τακτοποίηση των συνόρων και των σχέσεών της με την FYROM, έσπευσε να υπογράψει Συνθήκην Φιλίας μετά του κράτους αυτού, επιλύουσα, συμφώνως προς τα εθνικά της συμφέροντα, τα εκρεμμούντα διμερή ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών. Η Βουλγαρία δηλαδή, αναγνωρίζουσα ακριβώς αυτήν την ανάγκην, το έπραξε. Πώς όμως; Οπωσδήποτε όχι όπως η Ελλάς εις τις «Πρέσπες». Το έπραξε μεριμνώσα: Πρώτον: Να απαλλαγεί από κάθε είδους διεκδίκησιν της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» επί των εδαφών της βουλγαρικής επαρχίας της «Μακεδονίας του Πιρίν». Δεύτερον: Να αποφύγει την αναγνώριση ιδιαιτέρας «μακεδονικής εθνότητος» και επιβάλλουσα τον ορισμόν της «μακεδονικής γλώσσης ως συνταγματικής γλώσσης» της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και όχι ως ιδιαιτέρας «εθνικής γλώσσης». Και αυτό, διότι είναι γνωστή η άποψη των βαλκανιολόγων διεθνώς -η συνοψιζομένη από τον Goran Sekulovski- ο οποίος γράφει: «Κατά την γέννεσιν των βαλκανικών εθνικών κρατών, η θρησκευτική ταυτότητα (αυτή του Rum–Millet ή millet orthodoxe) αντικατεστάθη από την γλωσσική ταυτότητα, η οποία σε τελευταία ανάλυση μετατρέπεται σε σύνορο εθνικής διαφοροποιήσεως. Ή, όπως ακριβώς αναφέρει ο Εmmanuel de Martonne (1920, σ. 82) «η γλώσσα έγινε το σύμβολο της εθνικότητος/nationalité». Αποτελεί δε πλάνην, μεταφερθείσα και εις το ελληνικόν Κοινοβούλιον η ρήτρα, καταγραφείσα μάλιστα και εις το κείμενον των «Πρεσπών» όπου αναφέρεται, λανθασμένως ότι: (άρθρο 1 παράγραφος 3:[…]) «Γ) Η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι «Μακεδονική Γλώσσα» όπως αναγνωρίστηκε από την 3η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο άρθρο 7 (3) και (4) της παρούσας συμφωνίας. Λέγομε «λανθασμένως» διότι καμμία τέτοια αναγνώρισις δεν υπάρχει εις το εν λόγω κείμενον! Τόσο που εις ουδέτερος κριτής, θα ηδύνατο να το θεωρήσει και ως εξαπάτησιν του Κοινοβουλίου, πράγμα το οποίον παραβιάζει το Άρθρο 49 της Συμβάσεως της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών. Και αυτό διότι, εις την σελίδα iii του εν λόγω κειμένου της Συνδιασκέψεως αναφέρεται ρητώς ως «Προοίμιον» το εξής: «Οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί/ονομασίες και η παρουσίαση του υλικού σε αυτήν την δημοσίευση δεν υποδηλούν την έκφραση οιασδήποτε απόψεως από πλευράς της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών αφορώσα εις το νομικόν καθεστώς οιασδήποτε χώρας, περιφερείας, πόλεως ή περιοχής ή περί των διοικητικών Αρχών αυτών, ή αφορώσα τον καθορισμόν των ορίων ή των συνόρων αυτών». Τρίτον: Να μην επιτρέψει εις τα Σκόπια να προσφέρουν το έδαφός των εις οργανώσεις και ομάδες, οι οποίες θα στοχεύουν εις «την διεξαγωγήν ανατρεπτικών, αποσχιστικών ενεργειών και πράξεων που απειλούν την ειρήνη και την ασφάλεια» της Βουλγαρίας. Συνεπώς, είναι ευνόητον, ότι οιαδήποτε υποχώρησις σε θέματα «μακεδονικής γλώσσης» σημαίνει και υποχώρησιν σε θέματα «nationalité», δηλαδή εθνότητος. Επιβάλλεται, όμως, να αναφερθούμε και εις την λατινικήν γραφήν της προσωρινής ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως και εις τις συνοδές διαστροφικές ερμηνείες της από τους υποστηρικτές της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Εδώ, πρέπει να υπογραμμίσομε ότι με δεδομένη την δημιουργία της FYROM και της αναγνωρίσεώς της από τον ΟΗΕ ως «Ex-République yougoslave de Macédoine», στις 8 Απριλίου του 1993, η θέση της παύλας (-) ευρίσκεται μεταξύ του χρονικού προσδιορισμού (ex/πρώην) και της ονομασίας «République yougoslave de Macédoine» εις τον επίσημο κατάλογο των κρατών Μελών του ΟΗΕ. Η σημείωση αυτή καταρρίπτει και την εγχώριο μυθολογία των υποστηρικτών της συνθέτου ονομασίας για το «τι», δήθεν, προσδιορίζει ο όρος «πρώην»! Είναι, λοιπόν, σαφές πλέον ότι το «πρώην» αναφέρεται εις την ονομασίαν καθ’ ολοκληρίαν, η οποία ήτο και προσωρινή, άρα ανεφέρετο, καθ’ ολοκληρίαν, εις την «γιουγκοσλαβικήν» ομόσπονδον οντότητα και όχι εις κάποιο «κράτος υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία». Βάσει των ανωτέρω, και αυστηρώς διεθνοδικαϊκώς ομιλούντες, Αθήνα και Βελιγράδι, μαζί με την FYROM, θα έπρεπε να συσκεφθούν ούτως ώστε: Να επισημοποιηθούν τα σύνορα αυτού του νέου κράτους που προήλθε από το ομόσπονδον κρατίδιον της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» και τα οποία, συμφώνως προς τα ανωτέρω κείμενα, αποτελούν διεθνοδικαϊκόν κεκτημένον των στρατιωτικών αποτελεσμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος και Σερβίας. Να ορισθεί με κοινήν συμφωνία των τριών η οριστική ονομασία του κράτους. Η nationality (δηλ.: «εθνικότητα» αν υπάρχει κοινή τοιαύτη μεταξύ των υπηκόων του) και όχι όπως μετεφράσθη λανθασμένως(;) ως «ιθαγένεια» (της οποίας η ορθή μεταφορά είναι «citizenship») εις το κείμενον της προσφάτως υπογραφείσης Συμφωνίας. Η ονομασία όλων των παραγώγων των ανωτέρω: γλώσσα, εμπορικές ονομασίες κ.τ.λ. Η διευθέτησις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών των 300.000 Ελλήνων οι οποίοι διαβιούν εις τα εδάφη της FYROM και τα οποία έχουν καταστεί ανύπαρκτα υπό το κράτος των «αφομοιωτικών πολιτικών» των σοβινιστικών κυβερνήσεων της FYROM. Ουδέν εκ των ανωτέρω ετέθη υπό διαπραγμάτευση κατά την σύνταξη του κειμένου της υπογραφείσης, και κακίστης δια τα εθνικά συμφέροντα Συμφωνίας, με αποτέλεσμα να απολεσθούν ευκαιρίες και δυνατότητες διπλωματικών πιέσεων προς την altera pars και, συνεπώς, την απώλειαν άκρως καλυτέρων αποτελεσμάτων για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και για την πραγματική εξάλειψιν του αβασίμου αλυτρωτισμού των σκοπιανών κύκλων (πράγμα που καθίσταται διαυγές και σαφές από τις μέχρι σήμερον δηλώσεις του κου Ζάεφ). Οι κύκλοι αυτοί δεν θα παύσουν να δημιουργούν και εις το μέλλον πολύ μεγαλυτέρας σημασίας προβλήματα και να διενεργούν αποσταθεροποιητικές προσπάθειες εις το εσωτερικόν της ελληνικής επικρατείας δια μέσου διαφόρων δήθεν «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», «Μακεδονικών Εταιρειών» κλπ., οι οποίες όλως περιέργως δεν θα αυτοαποκαλούνται «βορειομακεδονικές», ως θα ώφειλαν κατά τα απαιτούμενα από την Συμφωνίαν, αλλά «Μακεδονικές». Θα επικαλούνται τον εθνοτικόν και γλωσσικόν όρον («nationality», άρα ως «national definition / εθνικό προσδιορισμό», όπως και τον ανάλογο «linguistic definition / γλωσσικόν προσδιορισμόν, ενισχυτικόν του εθνικού προσδιορισμού»). Ορθή χρήση ακόμη και αυτών των μη αποδεκτών όρων θα προϋπέθετε την χρήση των ως «βορειομακεδονική εθνικότητα» ή -κατά την αμφιλεγομένη ελληνικήν ερμηνευτικήν απόδοση- «βορειομακεδονική ιθαγένεια» όπως και «βορειομακεδονική γλώσσα».
πηγή