Δημήτρης Λιαντίνης : ΓΚΕΜΜΑ - ΜΙΚΡΟΣ ΚΡΙΤΗΣ

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010

star

ΜΙΚΡΟΣ ΚΡΙΤΗΣ

Δέκα μυριάδες ορισμούς μπορείς να δώσεις στον έρωτα. Και οι ποιητές όλοι,
από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, δουλεύοντας ετούτο το μεταλλείο της
άνοιξης, μας δείχνουν κάθε φορά κι από μία του όψη. Ο καθένας με τον
τρόπο του.
Όμως ο έρωτας επιμένει να μένει αόριστος. Και αλλί-μονό μας, εάν
γεννιόταν ο υπερποιητής που θα πετύχαινε να τον ορίσει. Τι θα γινότανε! Την
άλλη μέρα όλοι ol άνθρωποι, ουρές και κοπάδια και φάλαγγες κατά μιλλεού-
νια, θα σπούδαζαν να επισκεφθούν τον τόπο, όπου χτίστηκε το πιο σπουδαίο
μνημείο επί γης: ο Έρωτος Τάφος. Να προσκυνήσουν το περίτεχνο
επιτύμβιο, και να αποθέσουν μπροστά του ένα λευκό τριαντάφυλλο.

Όχι. Να μας λείπει ένας τέτοιος ποιητής. Ένας δεύτερος αττίλας Φειδίας.
Γιατί ο Φειδίας που έχτισε τον Παρθενώνα, την ίδια στιγμή, και χωρίς να
το υποψιάζεται, είχε χτίσει και τον τάφο της σοφίας του ανθρώπου- της
Αθηνάς σοφίας. Ο Παρθενώνας είναι το ταφικό μνημείο της κλασικής Ελλά-
δας. Την άλλη μέρα άρχισε ο πελοποννησιακός πόλεμος. Αρχισε το τέλος της
κλασικής Ελλάδας. Και την παράλλη έρχουνταν οι ελληνιστικοί χρόνοι της
κάμψης. Και η κλασική Ελλάδα είναι όλων των εποχών του ανθρώπου η πιο
αληθινή εποχή.
Ωστόσο εδόθηκε από τους ποιητές ο ορισμός του έρωτα. Ο πλήρης και ο
ακριβής. Εκείνη η έννοια του ορισμού, δηλαδή, που τόσο βασανίστηκε ο
Σωκράτης να την ανακαλύψει. Και που σαν την ανακάλυψε, είχε ταυτόχρονα
ανακαλύψει και την επιστήμη. Την επιστήμη. Που σαν άλλος Φαέθοντας
ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό. Κι από κει κρατώντας στα δύο χέρια του
τα γκέμια του φωτός και της φωτιάς μέλλει να τον καταγκρεμίσει στα
Τάρταρα.
Ο ορισμός, λοιπόν, που εδόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον
διατύπωσαν με τα δικά του λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος: έρωτας
είναι η τέχνη του να φεύγεις.
Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή.
Γιατί ο ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παίζει στα χέρια του μικρό παιδί.
Το παίζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ' Αποδέλοιπο,
που λέει ο Μυριβήλης.
Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να
είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις.
Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω, κάβουρα, που
λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του
αναστενάρη, χωρίς νά 'σαι αναστενάρης;
Το λοιπόν, στα χρόνια που γύριζα στις Ευρώπες, φίλος παλιός και
γενναίος, ο γερο-Παπότης, σαράντα χρονών έφηβος, μου διηγιότανε ότι κατά
καιρούς του λέγανε τα θηλυκά στην Εσπερία πως οι έλληνες είναι οι χειρότε-
ροι εραστές. (Ο κανόνας της εξαίρεσης πάντα ισχύει). Αφού έπαιρνα για
καλά την κρυάδα μου, έλεγε, γύριζα και τις ρωτούσα:
-Και ποιοι είναι οι καλύτεροι, δηλαδή;
-Οι καλύτεροι εραστές είναι οι ισπανοί, οι γιουγκοσλάβοι, οι γάλλοι,
ιταλοί, γερμανοί κλπ. Εσείς οι έλληνες πάτε σειρά με τους τούρκους,
Κοίλη Συρία, Πετραία Αραβία, αιγύπτιοι, λιβανέζοι, Τούνεζι και
Μπαρμπαριά.
-Το Χριστό σας, πουτάνες, μη βρίζετε τη φυλή μου, τους έλεγα. Και
χολιασμένος άγρια τους έδινα να καταλάβουν.
»Ξομολογιέμαι όμως ότι έπασχα. Μ' έπιανε εκείνο το έρμο το
σωβινιστικό μου. Το σύμπλεγμα του κλεφτοφουκαρά. Από την άλλη όμως σα
συλλογιόμουνα την εθνική μας βιτρίνα στην Ευρώπη...
»Εργάτες από τα Γκράβαρα, και τα Παπαμανταμαδο-χώρια, που σαν
έφταναν στη Γερμανία και το Βέλγιο και περνούσαν στις επιτροπές υγείας, οι
γιατροί τους έβρισκαν με λερωμένους πισινούς- ξερακιανοί μεγαλοαστοί, νε-
όπλουτοι ντενεκεδόμυαλοι, με βλέμμα μαντάμ Σουσούς Κατακουζηνού, και
το ύφος του «πάμε Γενεύη; πάμε Ζυρίχη;»· πολιτικοί και πρεσβευτάδες στα
συνέδρια και στις διασκέψεις αμήχανοι, αδέξιοι, αδιάβαγοι, χατζηαβάτηδες
και μακρυκωσταρέοι, παλιά γενιά κομματαρχών και κα-λατζήδων (Αχ! πού
'σαι, πατέρα Βενιζέλο)· στρατιωτικοί ακόλουθοι, να περπατούν στις στράσσες
και στις γκάσσες με γυαλισμένη τη στολάρα και το λοφίο, και στο μάτι την
έκφραση: «Αναμεριάστε, ρε, ο Μεγαλέξαντρος περνά»· νεαροί επιστήμονες,
προλύτες, και υποψήφιοι διδάκτορες, που κίναγαν από το φυλάκιο της
Κακαβιάς και τ' Ανάβρυτα του Κοκό, για να ξεπορθήσουν Βαστίλλη και Σορ-
βόνη. Κι απέ να γυρίσουνε στην Ελλάδα, για να το παί-ξουνε μεγαλόσχημοι
προφεσσόροι, με τα κεφάλια τους άλαλα και ξερά. Γράσωνες τραγομάσχαλοι,
και χοιροτρόφοι μουνουχάροι με στάμπα Μαρκαντώνη. Το είπαμε.
»Καθώς συλλογιόμουνα, λοιπόν, ετούτα τα εθνικά μας εκθέματα στην
Ευρώπη, περιεντυμένα με όλη την οδυνηρή ερμηνευτική τους κουρελοσύνη,
αναρωτιόμουνα σε τι ποσοστό μπορεί νά 'χανε δίκιο εκείνα τα κοριτσόπουλα
για τους έλληνες εραστάδες.
»Γιατί ό,τι με γιόμιζε ταραχή, ήτανε κάτι πολύ σοβαρότερο. Ήτανε η
βαθύτερη γνώση μου για το πόσο επιπόλαιη φάρα είμαστε οι νεοέλληνες.
Εαυτούληδες, εγωκεντρικοί, ματαιόδοξοι, μεσοβέζικοι, σαλίγκαροι στο
καύκαλό τους, αγράμματοι, λαθρανασκαφείς των Αρχαίων, φοροφυγάδες,
ανάγωγοι. Και μια αλαζονεία δώδεκα μποφόρ. Καράβι να μη μείνει στο
Αιγαίο μας. Έφαγε ο λιγούρης και του βγήκε η ψείρα στο λαιμό.
»Μα για ρίξε μια ματιά στο σκουπιδαριό σε όλα τα περιγιάλια μας. Και
στους λερούς ασήμαντους δρόμους με τα λαμπρά μεγάλα ονόματα τους, που
έκλαιγε ο Καρυωτάκης. Εκείνα τα σκυθοβαρβαρικά «Εμένα θα μου ειπείς
τώρα, καημένε!» και «Ξέρεις ποιος είμαι 'γώ, ρε;» Ουά, οι γυψοκεφαλές και
οι χλιμπίκουλες!
»Αν δε βλέπεις, τι σχέση ημπορεί νά 'χουνε αυτά με την ερωτική μας
συμπεριφορά, είναι γιατί δε βλέπεις τη σχέση που έχουν τα κόκαλα των
οσίων με τις τσέπες των δεσποτάδων. Οι τριανταεφτά γαϊδουροκεφαλές του
τάδε αγίου, που προσκυνιούνται εδώ, κι εκεί, κι εκεί. Βγήκε γιουρούσι από το
Όρος στην Αθήνα ο μαύρος καλόγερος, και εν μια νυκτί μάζεψε ογδόντα
εκατομμύρια δραχμές. Κρούταγοι και τσάροι της Βουργαριάς, που λέει ο
Παλαμάς.
»Θέλω να ειπώ πως ο έρωτας είναι γνώση. Πως ο έρωτας είναι ευγένεια και
αρχοντιά. Είναι το μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Ασωτου. Πως η
φύση ορίζει το αρσενικό να γίνεται ατελείωτη προσφορά, και θεία στέρηση
για το θηλυκό. Και το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα
γίνουνται για το θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να
πεθάνεις το θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπερά ερείπια των
ημερών σου. Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος».
Αυτά έλεγε ο φίλος μου ο γερο - Παπότης. Έφηβος ίουλος σαράντα
χρονώ.
Κι εγώ, για να γίνω ευχάριστος στις πικρές αλήθειες του, του διηγήθηκα
μια παλαιή ιστορία. Ένα σοφό μάθημα που έρχεται από τους προγόνους
μας1. Και που, όπως και όλα τα άλλα τους μαθήματα, σπουδάξαμε να το βά-
λουμε αρχείο. Είκοσι αιώνες τώρα το τρώει και τούτο η σκόνη και η μούχλα.
Ήτανε μια φορά, μάτια μου, που η Ήρα και ο Δίας μέσα στα γελαστά
δώματα της έπαυλης τους ήπιανε άφθονο το φαλέρνο κρασί, φτάσανε στο
τσακίρικο κέφι, και πιάσανε τις αθιβολές.
Απάνου λοιπόν στα κανάκια και στα παιχνίδια, αυτό που το λέμε
προσάναμμα της φωτιάς, ή το κυνήγι της πέρδικας από το μερακλή αβτζή,
γυρίζει η Ήρα και λαλεί στο θεϊκό εραστή της:
- Καλός και περίκαλος είσαι, άντρα μου και παλικαρά μου. Και κάθε
φορά που τυλίγεις το κορμί μου με την κομμένη ανάσα σου, αστράφτει και
βροντάει, να καταποντιστεί ο Όλυμπος. Αλλά μου κάνεις πολλές
μουρνταριές.
- Για πες, για πες! της λέει ο παμπόνηρος.
- Να! του διαμαρτύρεται η Ήρα. Δεν είναι ν' απαντήσεις έμορφο θηλυκό
στη γης, και να μην παλαβώσεις. Λύσσα σε πιάνει. Και δεν ησυχάζεις, αν δεν
της κόψεις το λωτό. Από τα σαράντα κύματα τις περνάς. Όσο να λι-
γοθυμίσουν. Θα σου μείνει στα χέρια καμιά μέρα καμία.
- Μη μου πεις πως ξέρεις και ονόματα;
- Απλώς ονόματα! και πούθε ν' αρχίσω. Πρώτη εκείνη η μεθυσμένη
Σεμέλη. Άλλοτε να λειώνεις το σταφύλι της να το πίνεις κρασί, άλλοτε
φορώντας τις προβιές του τίγρη να την ξεσκίζεις ελαφάκι στις λόχμες του
Κιθαιρώνα.
Ύστερα η απαλή Λητώ η καλλίζωνη. Εμ τί 'ναι τούτη! Προτού λύσεις τη
ζώνη της, τρέμει και σπαρταράει σα μι-σοσκοτωμένο πουλί.
Να ειπώ και για τη δάμαλι την Ευρώπη με τα τορνευτά καπούλια; Αθλιε,
θα πάρεις στο λαιμό σου τους θνητούς, σαν θα τους μάθεις τις κτηνοβασίες.
Και για τη Λήδα, που χάνεται να της λες παραμύθια; Και δε χορταίνεις,
κάτου στα νερά και τα καλάμια του Ευρώτα, να τυλίγεσαι στους μηρούς της
με το λαιμό του κύκνου.
Να σου ειπώ ακόμη για την Αλκμήνη; Εκείνη τη δα-γκανιάρα με το
αγορίστικο σώμα.
Ή για την αρκουδίτσα Καλλιστώ; Πώς μουγκρίζει τις νύχτες στα όρη της
Αρκαδίας. Ως του Βοριά το παραθύρι και το Βοράστρι ανεβαίνουν και
χάνουνται τα βογγητά της.
Και για την Ολυμπία, τη ζαρκαδόκορμη; Ώρες και ώρες γλυστράς και
πλέεις μέσα της με την ουρά του Τρίτωνα.
Για τη Δανάη, που την έλουζες με τη χρυσή βροχή σου; Να σου γελάει
μαζί και να σου κοκκινίζει από ντροπή νύχτες και νύχτες. Κι ο πατέρας της,
το κοθώνι, τη λογάριαζε κόρη στην κάμαρη της.
Ή για την αχόρταγη Ιώ τη λυσσάρα; Ακόμη αποκρατά η αχώ από τις
φωνές και τα χάι της, στον Καύκασο και στις ακτές της Λιβύης. Θέλεις κι
άλλες;
-Σιώπα, να σε χαρώ! της λέει ο Δίας, και της έκλεισε τρυφερά το στόμα.
-Γιατί τα κάνεις; Γιατί σε ξελογιάζουν οι δαιμονισμένες; Δε σου φτάνω
εγώ;
-Στάσου, τρυγόνα μου, λίγο να ξαποστάσω. Μου φτάνεις, αλλά δε μου
περισσεύεις!
-Κι από κοντά σε τρελαίνουν και τ' αγόρια. Μας κουβάλησες τις
προάλλες εκείνο τον έμορφο Γανυμήδη. Για να χύνεις το κρασί στον
αμφορέα του. Κατάντησες χειρότερος κι από κείνον το γερο-παλαβιάρη,
το γιο του λιθο-ξόου στην Αθήνα.
Ο Δίας σοβαρεύτηκε.
-Σταμάτα μου, ζουμπούλι και λεβάντα μου, της λέει. Σταμάτα μου, λαλέ
και κατηφέ μου. Μη μου παραπονεύε-σαι.
-Πώς να μην παραπονεθώ! Ή μήπως θά 'θελες να σου κάνω τα ίδια;
-Όχι. Ούτε το θέλω να μου κάνεις τα ίδια, ούτε σου πρέπει, κι ούτε το
μπορείς. Για θυμήσου εκείνο τον ανόητο θνητό, τον Ιξίωνα, που τόλμησε
να σε κοιτάξει πονηρά. Είδες τι έπαθε; Σκύψε τα μάτια σου κάτου, να
ιδείς πώς στροβιλίζεται στο χάος δεμένος στον τροχό.
-Και γιατί εσύ να μπορείς κι εγώ όχι; Η Ήρα είμαι τέλος πάντων. Δεν
είμαι η Μπαλατσινού! Η Ήρα η θεά. Που πάλαιψα την Αφροδίτη στη
χάρη και στη φλόγα, και θα τη νικούσα, αν δεν ήτανε ο διαγωνισμός σικέ.
-Όχι, σου λέω. Δε σου πρέπει.
-Μη με φουρκίζεις. Γιατί θα σε πληρώσω με το ίδιο χρυσάφι.
-Δε σου πρέπει. Κι άκου που ξέρω. Αν καμιά φορά σ' απατώ, το κάνω για
να παίρνω το δικό μου.
-Ποιο δικό σου;
-Να! το κάνω για να ισορροπώ τα πράγματα, και να κρατώ την τάξη.
Αφήνω που και πάλι εγώ είμαι αποκάτου.
-Μα τι λες τώρα; Να με τρελάνεις βάλθηκες;
- Όχι. Το πράγμα είναι απλό, της λέει ο Δίας. Κάθε φορά που σμίγουμε,
η συμμετοχή μας στο ερωτικό αγαθό είναι άνιση. Γιατί εσύ παίρνεις το πολύ,
κι εγώ το λίγο. Έτσι τά 'χει κανονισμένα η φύση.
Η Ήρα κοίταξε το Δία ξαφνιασμένη. Ύστερα γέλασε, και του είπε:
- Έτσι λοιπόν. Δοκιμάζεις, τώρα να κατακυρώσεις και νομικά τις πομπές
σου. Όχι, λοιπόν βασιλικέ πετρίτη μου. Κάθε φορά που αγαπιόμαστε,
χαιρόμαστε μισή-μισή τη χαρά της ηδονής.
- Λάθος. Εσύ το πολύ, κι εγώ το λίγο. Και ησύχασε. Η Ήρα βουρλίστηκε.
- Μη με τρελαίνεις, θείο τραγί. Που το παίζεις τώρα και θύμα!
Πιαστήκανε και μαλώνανε. Και δεν έβρισκαν άκρη. Ένας καυγάς στον
ουρανό με βροντές και αστροπελέκια αλαλιάζει πατοθέμελα τη γη. Και
ξαφνικά ο Δίας εγέλασε χαρούμενα, ξαστέρωσε η φύση, και έγνεψε στην Ήρα
να ηρεμήσει.
-Θα σου δείξω πως το δίκιο είναι με μένα, της είπε. Φώναξε έναν τρίτο
να μας λύσει τη διαφορά.
-Άλλο και τούτο! του κάνει η Ήρα. Και πια μουρλή γυναίκα θα βρεθεί να
υπογράψει τις μουρνταριές σας; Και ποιος χαΐνης άντρας δε θά 'λεγε ναι
στις απιστίες σας; Που δε θά 'δινε το πιστοποιητικό νομιμότητας; Σε
τέτοια δίκη δεν υπάρχει δικαστής. Όλες οι γυναίκες είναι με το μέρος
μου. Όλοι οι άντρες θά 'ναι με το μέρος σου.
-Λκου, κανάρι μου, της λέει τρυφερά ο Δίας. Ο θεϊκός σου σύντροφος
που όλα τα γνωρίζει, θα δώσει λύση. Θα κράξουμε ένανε, που τά 'χει
γνωρίσει και τα δύο. Τον Τειρεσία, λέω.
-Τον Τειρεσία;
-Ναι. Τον Τειρεσία με τα μαστάρια. Και της είπε την ιστορία του
Τειρεσία.
-Ο Τειρεσίας, που λες, είναι ο μόνος που αγκάλιασε σαν άντρας, και μαζί
αγκαλιάστηκε σα γυναίκα. Vir omnium mulierum, et mulier omnium
virorum. Στην αρχή ήτανε άντρας νταβραντής, και ζούσε στις επτάπυλες
Θήβες.
Έλυνε τον «προύχοντα πόδα», που λένε οι ποιητές, και αγκάλιαζε τις
γυναίκες κατά την όρεξη του.
»Μια μέρα, καθώς περπατούσε στο λειβάδι, βλέπει δύο φίδια
ζευγαρωμένα. Θέλεις από ξάφνιασμα, θέλεις από φόβο, χτυπά με το ραβδί
του και τα χωρίζει. Διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης.
Δυο φίόία ωραία κι αλαργινά, τον χωρισμού πλοκάμια σέρνοννται
και γνρεύοννται στη νύχτα των δέντρων, για μιαν αγάπη μυστική σ'
ανεύρετα θολάμια ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Επειδή, λοιπόν, διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης, η φύση τον τιμωρεί.
Αστραπιαία αλλάζει φύλο. Γίνεται γυναίκα. Εφτά χρόνους έζησε στην Κρήτη
σα μια διαβόητη πόρνη.
»Απάνου στους εφτά χρόνους ξανασυναντά στην εξοχή τα φίδια
ζευγαρωμένα. Θέλεις από ξάφνιασμα, θέλεις από φόβο, τα ξαναχτυπά με το
ραβδί του και τα χωρίζει. Επειδή διατάραξε μια ιερή στιγμή της φύσης, η
φύση τον τιμωρεί. Αστραπιαία αλλάζει φύλο. Ξαναγίνεται άντρας. Αυτόνε να
καλέσουμε, να μας λύσει τη διαφορά.
Η Ήρα συμφωνεί.
- Φώναξε τονε!
Έρχεται ο Τειρεσίας. Στέκεται δειλά εμπροστά στους Παντοδύναμους.
- Πες μας, Τειρεσία! του λέει ο Δίας. Άντρας και γυναίκα εσύ, γνώρισες
την ηδονή, και κατέχεις γνώση διπλή. Στη διάρκεια της ερωτικής σμίξης
ποιος χαίρεται περισσότερο, η γυναίκα ή ο άντρας;
Ο Τειρεσίας εζάρωσε. Κατέβασε τα μάτια. Στράφηκε στην Ήρα.
-Να ειπώ;
-Να ειπείς! αλλά την αλήθεια.
-Να μη με τιμωρήσετε!
- Όχι, του λέει η Ήρα. Φτάνει να ειπείς την αλήθεια. Ο Τειρεσίας
εθάρρεψε. Μίλησε.
- Μου ζητάτε κρίση για τη σωστή ερωτική σμίξη ή για τη λάθος;
- Και ποια είναι η λάθος;
- Η λάθος είναι από τις απωθήσεις, τα τραύματα, τις νευρώσεις, την
άγνοια. Από το φόβο, την απαγόρεψη, την ευνουχιστική ηθική. Και χίλια
άλλα στραβοπατήματα, που θα μάθουνε στους ανθρώπους ανόητοι
νομοθέτες και αρρωστημένοι οδηγητές. Και που μια μέρα, για να θεραπέ-ψει
όλες ετούτες τις πανούκλες ο άνθρωπος, θα σκαρώσει πολλές επιστήμες
υποστύλωσης. Ψυχολογία, ψυχιατρική, ψυχανάλυση, νευρολογία,
ψυχοσωματική, σεξολογία, ανδρολογία, γεροντολογία κ.ά.
- Πες μας τώρα και για τη σωστή.
- Ω εδώ τα πράγματα είναι για τα γκαζελοειδή και τους ντεληκανήδες.
Θέλει ξεκίνημα τσιρβελίδικο, και να περάσεις με προσοχή και σέβαση τα
σκαλούνια:
Εις το πρώτο είν' το χαρμανλίκι, Και στο δεύτερο το
μαστονρλίκι, Και στο τρίτο είν' το νταηλίκι, Και στο
τέταρτο, καλέ, το ζοριλίκι,
που έλεγε ο παλιός ρεμπέτης. Στη σωστή ερωτική ομιλία το θηλυκό δίνει το
ύφος της σάρκας, και το αρσενικό δίνει τη σύνεση της δύναμης. Μιλώ για τα
καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό. Και το μετάξι
μόνο ζωικό, παρακαλώ. Κουκουλάρικο. Και η κλω-νά μπιρσιμένια.
Κι είναι σκοτάδι... Που είναι ο τόπος κι' η γύμνια σον ως
τη μέση, θεέ μου, κι η πιο ακριβή μου θέση και της
-ψυχής σου ο τρόπος!
που έλεγε ο ποιητής στα νιάτα του.
»Το πρώτο, λοιπόν, είναι πως, όταν το θηλυκό είναι θηλυκό, την ευθύνη
για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη, την έχει ο
άντρας. Πάντα, όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να το γράψετε να
μείνει στον αστικό κώδικα.
»Στου θηλυκού το μυριστικό ξεχείλισμα και την αχόρταγη δοχή ο άντρας
ανταποκρίνεται με φαντασία και ποίη ση. Ευκινησία, ευελιξία, και
μεταμόρφωση. Επίνοιες που ν' ανακαλύπτονται επ' άπειρον, ανανεωτικοί
αιφνιδιασμοί. Αίσθηση του κοντινού που δραπετεύει, και του μακρινού που
πιάνεται, όπως το πουλί στο ξώβεργο. Επώδυνη εγκράτεια και βασανιστική
ετοιμασία. Γύμναση και προπόνηση μυρίζοντας τους θάμνους, μελετώντας τα
άστρα, και ακούγοντας τους ήχους του άνεμου και των νερών. Παιχνι-
δίσματα με τις φωτιές, και σάλτοι στην άκρη του βράχου. Αποξένωση
οικειότητας, ανακάλυψη του παλαιού, κελαη-δητά πουλιών που ακούγονται
πολυβόλα σε ώρα πολέμου. Θέλει προαίσθημα κακού, που να γίνεται
ανεπαίσθητα χαρούμενη αγγελία. Και κείνη την αλλόφρονη αίσθηση της
τελευταίας φοράς. Οι κλειδωμένες λέξεις, όλες και με την πρέπουσα μουσική,
να βγαίνουν στο περιβόλι περίπατο, για να εξαγνίζουν τη γλώσσα
τιμωρώντας τη χυδαιότητα της ψυχής. Ζήλεια όση η κόλαση. Ελεγχόμενη
όμως, καθώς οι αντιδράσεις στον πυρηνικό αντιδραστήρα. Θέλει βίωση
τραγικότητας και φτερουγητά θανάτου. Πορεία στο τούνελ με εμμονή στην
αντοχή. Και κυρίως αυτό: ο αστερισμός της Διάρκειας πάντα να μεσουρανεί.
Πώς αγωνίζεται ώρες ο ναυαγός να ξεφύγει τα σαγόνια της θάλασσας;
»Κι όταν το θηλυκό ξεδιπλωθεί σημαία στα τείχη, που τη μαστιγώνει ο
άνεμος να την ξεσκίσει· κι όταν το θηλυκό σέρνει και βαρεί
φουρτουνιασμένος πόντος ταράζοντας τα φύκη στο βυθό, και χτυπώντας με
αρμύρα και αλισά-χνη τα κοτρώνια της ακτής, τότε να ξεβράζεται ο ναυαγός
στην άμμο. Ζωντανός ακόμη. Να σέρνεται ως τη σπηλιά, να σκεπάζεται με
ξερά φύλλα, για να κοιμηθεί εφτά μέρες κι' εφτά νύχτες ανεξύπνητος.
Ακούγοντας ο Δίας τον έκοψε.
-Σταμάτα, Τειρεσία! σε θεούς ομιλείς.
-Ας μου δώκει η θεότη σας να παραστήσω και τούτο. Της γυναίκας το
σώμα είναι το μουσικό όργανο. Η αρρε-νωπία του άντρα είναι ο
οργανοπαίχτης. Όσο πιο έμορφη είναι η εικόνα του θηλυκού, να την
ειπείς στο μισοφώς αλάβαστρο, να την ειπείς δέρμα δορκάδας τρελαμένο
στα μύρα του άνεμου, να την ειπείς αστέρι της βροχής που στάζει αχτίνες,
όσο πιο έμορφη είναι η όψη του θηλυκού, σώμα και πρόσωπο και νόηση
ένα, τόσο πιο σπάνιο και ακριβό είναι το μουσικό όργανο που ζητά να το
παίξει ο καλλιτέχνης του. Βιολί στραντιβάριους είναι της γυναίκας το σώμα.
Λουδοβίκος Μπετόβεν είναι ο βιολιστής του. Και η πράξη του έρωτα, το
μουσικό γινόμενο που ακούγεται, είναι η Σονάτα Kreutzer. Η ενάτη σονάτα.
Ιδές που η νύχτα πηχτή γκρεμίζεται σε καταρράχτες άστρων.
- Πάψε σου λέω, Τειρεσία! μην ανεβαίνεις στον Όλυμπο.
-Σταματώ, δέντρο βασιλικό του σύμπαντος. Το ερωτικό σμίξιμο το σωστό
του άντρα και της γυναίκας είναι η άγρια μάχη που κάνουν τα στρατέματα
της φύσης. Είναι οπλές και κρότος αγρίων ζώων, που επελαύνουν στο
Μασάιμάρα και στο Σερεγκέτι. Είναι με το όνειρο να διασπάσεις τα όρια
και τους νόμους της φύσης, όπως με το νετρόνιο διασπούν τα άτομα του
πλουτώνιου, και ελευθερώνουν τις πανίσχυρες πυρηνικές δυνάμεις. Είναι
η κυριαρχία μιας ορατής βοής απάνου στις τάξεις του θανάτου. Με την
προέλαση που γίνεται μέσα από τις γραμμές του θανάτου.
-Πες μας τώρα και για τη μετοχή των φύλων στον καρπό της ηδονής.
Εκεί ο Τειρεσίας εδίκασε:
- Από τα δέκα μερίσματα του καρπού της ηδονής για τη γυναίκα
προορίστηκαν τα εννέα, και για τον άντρα το ένα. «Δέκα μοιρών ούσών
εννέα τέρπεσθαι την γυναίκα, οϊην δε τον άνδρα»1.
Η Ήρα ν' ακούσει τέτοια κρίση, έκαμε έτσι με το ωραίο της χέρι μπροστά
στο πρόσωπο του Τειρεσία. Γιομάτη θυμό. Τον επήρε ο αέρας και τον
ετύφλωσε. Aeterna damnavit lumina nocte*.
Και επειδή, όταν εδιάταζε θεός ποινή σε θνητό, δεν ημπορούσε κανείς να
τη σηκώσει, ας ήταν κι ο Δίας, ο γιός του Κρόνου για να πραΰνει τη συφορά,
τού 'δωκε το μέσα φως. Να βλέπει με το νου το αδήλο μέλλον. Pro lumine
adempto scire futura dedit**2. Έτσι έγινε προφήτης ο Τειρεσίας.
Δίκασε τα μάτια του σε αιώνια νύκτα.
Για το φαις που του πήρε, του 'δωκε να γνωρίζει τα μέλλοντα.
Η άλλη παρόλα των ελλήνων λέει πως δεν τον ετύφλω-σε η Ήρα, μόνε
έχασε το φως του, γιατί είδε την Αθηνά γυμνή την ώρα που λουζόταν. Που
πάει να ειπεί πως στο γυμνό κορμί της Αθηνάς ο Τειρεσίας αντίκρυσε τέτοιο
άφραστο θαύμα, που πια δεν ήθελε να ξαναϊδεί τίποτα στον κόσμο.
Κι αν έπαθε τέτοιο χουνέρι με την Αθηνά, φαντάσου τι θα πάθαινε αν
έβλεπε γυμνή την Ήρα. Που κάθε φορά που την πλάγιαζε τρυφερά στις
χλωρασιές του Όλυμπου ο Δίας, ανάβανε σαν την ξερή φτέρη όλες οι λάκκες.
Και το μάτι της πάντα βαρό.
Αυτός εστάθηκε ο φτωχός Τειρεσίας. Γιατί μπλέχτηκε στις μυλόπετρες
των θεών, την ώρα που αλέθουνε το στάρι. Για να δίνουν στον κόσμο τον
Άρτο.
Ήτανε ο ίδιος που αργότερα είχε Τρωάδα τον πόλεμο στις Θήβες με
κάποιον Οιδίποδα. Μεγάλο και κείνον εραστή. Ως και με τη μάνα του έσμιξε
στην παστάδα. Έτσι λένε.
Και αυτή ήταν η κρίση του για το πλούτος του θηλυκού στα ερωτικά. Και
για τον πένητα άντρα. Με το φτω-χούλι, και με το λιγουλάκι του. Χαλάλι του
όμως. Που μπορεί να χαρίζει τόση χαρά στο θηλυκό. Γιατί αυτό είναι που
κύει και τίκτει.
Κι ας λένε, πως ο οργασμός είναι η ανάποδη γραφή του εγωισμού. Οι εννέα
φορές δηλαδή για τη γυναίκα, και η μία για τον άντρα.
star

0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο: