Πλάτωνος Ατλαντίδα

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

star

Ο μύθος της Ατλαντίδος αναπτύσσεται από τον Πλάτωνα σε δύο διάλογους του, τον «Τίμαιο» και τον «Κριπα». Και στους δύο συζητούν ο Σωκράτης,ο Τίμαιος, φιλόσοφος από την πόλη Λοκροί της Κάτω Ιταλίας, ο Κριτίας και ο Ερμοκράτης, πολιπκός και στραπωτικός από τις Συρακούσες. Στον «Τίμαιο», η Ατλαντίδα απασχολεί τους τέσσερις συνομιλητές έμμεσα. Ο Κρττίας αναφέρει πως ο ομώνυμος μ' αυτόν παππούς του διηγήθηκε μια φορά σε έναν φίλο του όσα είχε μάθει -και του εκμυστηρεύτηκε-ο Σόλωνας από τους Αιγυπτίους ιερείς, όταν επισκέφθηκε την πόλη Σάιδα. Σύμφωνα με τα  λεγομενα εκείνων, η Αθήνα δημιουργήθηκε 9.000 χρόνια πριν από τα μέσα του Ε' π.Χ. αιώνα και μεγάλωσε και προόδεψε τόσο ώστε να νικήσει το στρατό της Ατλαντίδος, οι άρχοντες της οποίας εκστράτευσαν εναντίον της Ευρώπης και της Ασίας συνδυασμένα. Οι Αθηναίοι κατατρόπωσαν τους επιδρομείς και ελευθέρωσαν όλα τα έθνη που είχαν υποδουλώσει εκείνοι, αλλά ο στρατός τους χάθηκε στην τρομερή καταστροφή που εξαφάνισε το νησί- ήπειρο μες σε μία νύχτα.

Στον «Κριτία», που ονομάζεται και «Ατλαντικός», επειδή το θέμα του σχετίζεται κυρίως με την Ατλαντίδα, ο Κριτίας αναφέρει πάλι στους συνομιλητές του όσα άκουσε να διηγείται ο ομώνυμος μ' αυτόν παππούς του, περιγράφοντας τη νησιωτική ήπειρο, το πολίτευμα της, την παλιά δύναμη και την κατοπινή της αδυναμία, φθάνοντας ως το σημείο, όπου ο Δίας συγκαλεί τους θεούς στα ανάκτορα του και τους ανακοινώνει τις αποφάσεις, που πήρε για την τύχη της Ατλαντίδος. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, ο διάλογος τερματίζεται απότομα, χωρίς να περιγράφεται ούτε η απόφαση του Δία ούτε το τέλος της ηπείρου.

Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ
παλιά χρόνια, οι θεοί έβαλαν
κλήρο και δίχως καβγάδες και
τσακωμούς μοίρασαν ολόκληρη τη γη μεταξύ
τους, παίρνοντας ο καθένας τον τόπο
που ήθελε. Κι όποιος λέει πως ο ένας
θεός παραγνώρισε το δίκαιο τ αλλουνού
κι έκανε του κεφαλιού του, δε μιλάει σωστά.
Ούτε πάλι δοκίμασαν, παραβλέποντας
τις προτιμήσεις τους, ν' αρπάξουν ό,τι
θα ταίριαζε καλύτερα στους άλλους. Με
κλήρο, πήραν στην τύχη αυτό που τους
βόλευε και τους άρεσε. Ύστερα γέμισαν
με ανθρώπους τις χώρες τους και μας
ανάθρεψαν και μας φρόντισαν με τον ίδιο
τρόπο που οι βοσκοί περιποιούνται τα κοπάδια
τους, στοργικά και φιλάνθρωπο.
Όμως, ενώ κάποιες φορές οι βοσκοί
θυμώνουν και χτυπούνε με ραβδιά τα ζωντανά
τους, για να τους δείξουν ποιο είναι το
σωστό και το πρεπούμενο, οι θεοί δεν πείραξαν
ποτέ το κορμί κανενός ανθρώπου,
για να τον αναγκάσουν να κάνει κάτι, που
δε θα το ήθελε. Μας κυβέρνησαν μ' ένα
μέσο καλύτερο από την γκλίτσα και του
πλέον γνωστικού βοσκού, με τη λογική,
σαν τον καπετάνιο που όρθιος στην πρύμνη
του καραβιού του κρατάει το τιμόνι στα
δυνατά του χέρια.
Έτσι, με την ψυχή και το μυαλό οι αθάνατοι
οδηγούσαν τους θνητούς ανθρώπους
στα έργα τα σωστά. Κι όλοι τον τόπο,
που τους έλαχε, περιποιήθηκαν και φρόνησαν
και όμορφο κατά τα μέτρα και τις προτιμήσεις
του τον έκανε ο καθένας.

Στου Ποσειδώνα το μερίδιο έπεσε το
νησί Ατλαντίδα. Σ' αυτό ακριβώς το νησί, σε
έναν τόπο του, είπε να κατοικήσουν τα παιδιά,
που μια θνητή γυναίκα του είχε γεννήσει.
Προς τη μεριά της θάλασσας - μα και
καταμεσής του — στο νησί ολόκληρο μια πεδιάδα
απλωνόταν η ομορφότερη από τις
πεδιάδες όλες και η πιο εύφορη. Σιμά σ'
αυτή την πεδιάδα υψωνόταν ένα βουνό, με
τις πλαγιές του ομαλές από παντού, και χαμηλό.
Σ' εκείνο το βουνό είχε την κατοικία
του ο Ευήνορας, άνθρωπος που γεννήθηκε
από τη γη την ίδια. Μαζί του ζούσαν η
γυναίκα του, η Λευκίππη, κι η μόνη θυγατέρα
του, η Κλειτώ.
Για την Κλειτώ ο θεός της θάλασσας
ένιωσε μια παράφορη αγάπη και, βλέποντας
πως οι γονείς της είχανε πεθάνει, ήρθε
και έσμιξε μαζί της. Έπειτα το χαμηλό λόφο,
όπου βρισκότανε η κατοικία της, είπε
να κάνει απλησίαστο σε όλους, για να την
προφυλάξει. Τον έζωσε λοιπόν με κύκλους
από νερό θαλασσινό, σαν τάφρους, και με
δαχτυλίδια στερεής γης, που μοιάζαν με
τροχούς, μικρούς, μεγάλους. Οι μικροί βέβαια
βρίσκονταν μες στην περιφέρεια των
μεγάλων. Πέντε τέτοιες ζώνες έφτιαξε ο
θεός γύρω απ' το γήλοφο, όπου κατοικούσε
η Κλειτώ· τρεις από θάλασσα και δύο
από στεριά. Κι οι αποστάσεις ανάμεσα σ'
αυτούς τους κύκλους ήταν ίσες, κι όπως ο
λόφος βρισκόταν στη μέση του νησιού, άνθρωπος
κανένας δεν μπορούσε να τους περάσει,
όσο κι αν ήταν δυνατός. Εδώ πρέπει
να πούμε ότι, εκείνους τους μακρινούς καιρούς,
ούτε πλοία υπήρχαν ούτε ταξίδια γίνονταν.
Ύστερα ο Ποσειδώνας, όπως ταίριαζε
σ' ένα θεό σπουδαίο σαν κι αυτόν, στόλισε
απλόχερα το νησί που βρισκόταν στο κέντρο
των πέντε κύκλων με κάθε πλούτο. Απ'
την καρδιά της γης έκανε ν' αναβρύσουν
νερά ζεστά και νερά κρύα. Το χώμα, εύφορο
όπως ήταν και γόνιμο, πρόσταξε να βλαστήσει
απάνω του κάθε λογής φυτά.
Σ' αυτόν τον ίδιο τόπο, πέντε φορές αγόρια
δίδυμα του γέννησε η Κλειτώ. Και ο
θεός μοίρασε το νησί, την Ατλαντίδα, σε
δέκα μερίδια και έδωσε στον πρώτο απ'
τους πρωτότοκους δίδυμους για κλήρο την
κατοικία της μητέρας του κι όλους τους άλλους
τόπους, που βρίσκονταν μέσα στον
πρώτο κύκλο του θαλασσινού νερού· κι ήταν
εκείνες οι καλύτερες κι οι πλέον εύφορες
μεριές. Όρισε ακόμα αυτός να είναι
βασιλιάς των άλλων αδερφών του και κείνους
τους έκανε άρχοντες κατώτερους, που
βασίλευαν όμως πάνω σε χιλιάδες και μυριάδες
ανθρώπους και κυβερνούσανε χώρες
μεγάλες.
Τον πρώτο από τους πρώτους δίδυμους,
το βασιλιά των άλλων, Άτλαντα τον
ονόμασε ο Ποσειδώνας. Απ' αυτόν πήρανε
τ' όνομα τους τόσοτο νησί όσο και το Ατλαντικό
το πέλαγος*, εκείνο που το τριγύριζε.
Το δίδυμο αδερφό του τον είπε Γάδειρο,
όνομα που στα ελληνικά είναι Εύμηλος.
Αυτός βασίλευε στη μεριά της Ατλαντίδος,
που βλέπει προς τις Ηράκλειες στήλες* και
βρίσκεται πέρα απ' τη χώρα των Γαδείρων*
Τους δίδυμους που γεννήθηκαν ύστερα
τους ονόμασε Αμφήρη, τον ένα, κι Ευδαί-
μονα, τον άλλο. Από το τρίτο ζευγάρι των
διδύμων, εκείνον που γεννήθηκε πρώτος
τον είπε Μνησέα και στο δεύτερο έδωσε το
όνομα Αυτόχθονος. Τους τέταρτους διδύμους
τους ονόμασε Ελάσιππο, τον πρώτο
και Μήστορα, το δεύτερο. Τους πέμπτους
τους είπε Αζάη και Διαπρεπή.
Όλοι αυτοί και οι απόγονοι τους έζησαν
χρόνους πολλούς και κυβέρνησαν την
Ατλαντίδα κι άλλα νησιά τριγύρω της στο ίδιο
εκείνο πέλαγος, το Ατλαντικό. Η δύναμη
τους απλωνόταν και σε χώρες πέρα από
τις Ηράκλειες στήλες κι έφτανε ως την Τυρ-
ρηνία* και την Αίγυπτο. Έτσι, από τον Άτλαντα
βγήκε μία μεγάλη γενιά και τιμημένη.
Βασιλιάς γινόταν πάντα ο μεγαλύτερος
γιος κι άφηνε την εξουσία πάντοτε στο μεγαλύτερο
γιο, με τη σειρά του. Και κράτησε
η γενιά του Άτλαντα χρόνους πολλούς. Οι
γιοι κι οι εγγονοί του απόχτησαν πλούτη αναρίθμητα,
όσα ποτέ δεν είδε κανένα άλλο
γένος βασιλικό, ούτε απ' αυτά που κυβέρνησαν
χώρες μεγάλες και βασίλεια ούτε
απ' αυτά που μέλλουνε να κυβερνήσουν.
Κι όσα η πόλη τους παρήγαγε ήταν στο χέρι
τους να τα κάνουν ό,τι θέλουν το ίδιο γινόταν
και με όσα έβγαζε η υπόλοιπη χώρα. Κι
η δύναμη τους ήταν τέτοια, που πράγματα
πολλά τους έρχονταν απέξω, από χώρες
μακρινές. Όμως τα περισσότερα από τα
χρειαζούμενα τα έβγαζε το ίδιο το νησί
τους. Πρώτα πρώτα, τα μέταλλα όλα, σκληρά
και μαλακά, που βγαίνουν από τα ορυχεία,
υπήρχαν άφθονα εκεί, και ιδιαίτερα ο
ορείχαλκος*, που τον νομίζανε παλιότερα
πολυτιμότερο κι απ' το χρυσάφι.
Τα ξύλα όλα, όσα χρειάζεται ο ξυλουργός
να κάνει τη δουλειά του, τα πρόσφεραν
τα δάση άφθονα. Τα ζώα πάλι ήτανε
πολλά, όσα ταιριάζανε στο κλίμα του νησιού,
ήμερα κι άγρια, και προπαντός οι ελέφαντες.
Βοσκές υπήρχαν μπόλικες για τ
άλλα ζωντανά, όσα στα έλη και τα ποτάμια
ζουν, ή αυτά που αγαπούνε τα Βουνά, κι εκείνα
που τις πεδιάδες προτιμούν. Και τα
μυρωδικά που Βγάζει η φύση - ρίζες, βοτάνια
και Βλαστούς κι άλλες ουσίες - υπήρχαν
άφθονα. Το ίδιο, σε ποικιλίες ατέλειωτες,
παρήγαγε εκείνη η γη τους καρπούς όλους,
που τρώγονται ξεροί ή φρέσκοι- τα όσπρια,
τα δημητριακά ή τα φρούτα. Ευλογημένο
το νησί, όλα σε θαυμαστή ποιότητα
και σε ποσότητες μεγάλες τα παρήγαγε.
Κανένα άλλο μέρος, που το φωτίζει ο ήλιος,
στον κόσμο δεν υπήρχε σαν κι αυτό.
Και χαίρονταν οι κάτοικοι του τα καλά
τους, οι ευτυχισμένοι, και έχτισαν ιερά για
τους αθάνατους θεούς κι ανάκτορα για τους
βασιλιάδες και λιμάνια και ταρσανάδες, με
τάξη, φροντίζοντας να κάνουν ολόκληρη
τη χώρα τους χρήσιμη κι όμορφη. Πρώτα,
γεφύρωσαν τους κύκλους του θαλασσινού
νερού, που έζωναν τριπλοί σαν τάφροι την
παλιά τους πόλη, την πρώτη. Κι ύστερα άνοιξαν
δρόμους που οδηγούσαν προς τα
βασιλικά ανάκτορα και που τα ένωναν με
την υπόλοιπη τη χώρα. Τ' ανάκτορα ήταν
χτισμένα ανέκαθεν στον τόπο, όπου υπήρχε
η κατοικία του Ποσειδώνα και της Κλει-
τώς και των άλλων προγόνων τους. Κι ο
κάθε βασιλιάς, που τα κληρονομούσε όμορφα
στολισμένα, τα στόλιζε περισσότερο
κι αυτός με τη σειρά του και τ' άφηνε καλύτερα
στο διάδοχο του, που πάσκιζε και κείνος
πιο πολύ να τα ομορφύνει. Και μ' έκπληξη
τα 'βλεπαν όλοι και με θαυμασμό,
γιατί ήτανε τόσο ωραία και τόσο ευρύχωρα.
Ύστερα, από τη μεριά της θάλασσας
ξεκινώντας, άνοιξαν μια διώρυγα, που είχε
πλάτος ογδόντα οχτώ μέτρα και βάθος είκοσι
εννιά. Κι από την ανοιχτή θάλασσα έφτανε
εκείνη η διώρυγα ως τον τρίτο κύκλο
του νερού, που έζωνε την πόλη, φτιάχνοντας
ένα, το καλύτερο, λιμάνι. Το μέγα βάθος
της άφηνε να περνούν ακόμα και τα με-
γαλύτερα καράβια. Τις ζώνες της στεριάς ης
τρύπησαν, στα μέρη όπου υπήρχαν τα γεφύρια,
τόσο ώστε να χωράει κι η μεγαλύτερη
τριήρης* να περάσει, κι αυτές ης τρύπες
ης σκέπασαν από πάνω, να είναι υπόγειο το
πέρασμα των καραβιών.
Η πιο μεγάλη τάφρος, εκείνη που βρισκόταν
κοντύτερα στη θάλασσα, ήταν πλατιά
ίσαμε πέντε και μισή χιλιάδες μέτρα, και
το ίδιο είχε πλάτος κι ο κύκλος της στεριάς
που όριζε. Της επομένης το φάρδος έφτανε
τα τρεις χιλιάδες εξακόσια μέτρα, κι ίσος με
κείνην ήταν ο κύκλος της στεριάς που ακολουθούσε.
Η τελευταία που τριγύριζε το νησί,
όπου υψώνονταν τ' ανάκτορα του βασιλιά,
είχε μονάχα χίλια οχτακόσια μέτρα
πλάτος. Το νησί ήταν αρκετά φαρδύ· η διάμετρος
του έφτανε τα εννιά χιλιάδες μέτρα.
Ύστερα περιζώσαν τα γεφύρια, το νη-
σί και κάθε πέρασμα, που οδηγούσε προς
την ανοιχτή θάλασσα, με τείχη. Τις πέτρες,
που χρειάστηκαν, τις πήραν από το κεντρικό
νησί κι από τους κύκλους της στεριάς κι
ήταν τριών λογιών άσπρες και κόκκινες και
μαύρες. Στα μέρη, που έσκαψαν για να
βγάλουνε την πέτρα, στα ίδια εκείνα γου-
βώματα έφτιαξαν δεξαμενές, ν' αποθηκεύουν
το νερό. Τα σπίτια τους άλλα τα χτίσανε
απλά κι άλλα τα φτιάξανε με πέτρες, που είχαν
χρώματα διαφορετικά, για να τα βλέπουν
και να χαίρονται τα μάτια τους. Το τείχος,
που γυρόφερνε τον πρώτο στεριανό
κύκλο, το έντυσαν με μπρούντζο. Το τείχος
του δεύτερου κύκλου το άλειψαν με λιωμένο
καλάι. Και το άλλο τείχος, εκείνο που
περίζωνε το κεντρικό νησί - με άλλα λόγια
την ακρόπολη της Ατλαντίδος - το σκέπασαν
με μπρούντζο κοκκινωπό, που άστραφτε
σαν τις φλόγες της φωτιάς τη νύχτα.
Τ' ανάκτορα, όπου έμεναν οι βασιλιά-
δες, βρίσκονταν μέσα στην ακρόπολη. Στο
κέντρο τους ορθωνόταν ο ναός του Ποσειδώνα
και της Κλειτώς και τον νόμιζαν τόπο
ιερό, όπου απαγορευόταν να πατήσει πόδι
κοινού θνητού. Ο χώρος τούτος κλεινόταν
από έναν τοίχο χαμηλό, χρυσό. Εκεί γεννήθηκαν
οι δέκα γενεές των βασιλιάδων, κι
εκεί κάθε χρονιά έρχονταν να προσφέρουνε
θυσίες στους δυο θεούς οι άρχοντες α-
πόγονοί τους. Του Ποσειδώνα ο ναός είχε
χίλια οχτακόσια μέτρα μάκρος, φάρδος ίσαμε
εννιακόσια μέτρα κι ύψος ανάλογο,
συμμετρικό. Η θέα του τρόμαζε τον άνθρωπο,
γιατί είχε κάτι το βαρβαρικό απάνω του.
Το έξω μέρος του ναού ήταν στρωμένο με
ασήμι- μονάχα οι γωνίες ήτανε από χρυσάφι.
Στο μέσα μέρος του, μπρούντζος, ασήμι
και χρυσάφι πλούμιζαν το ταβάνι, που ήτανε
φτιαγμένο από φίλντισι. Τα άλλα μέρη -
πάτωμα, κολόνες και τοίχοι - σκεπάζονταν
με μπρούντζο. Χρυσά αγάλματα πολλά ορ-
θώνονταν μες στο ναό. Του Ποσειδώνα ήτανε
τόσο μεγάλο, που η κορυφή του άγγιζε
την οροφή. Ο θεός παρασταινόταν όρθιος
- σαν αμαξηλάτης - πάνω σ' ένα άρμα,
που το 'σερναν άλογα φτερωτά έξι. Καβάλα
σε δελφίνια γύρω του έστεκαν νηρηί-
δες εκατό. Και άλλα πολλά αγάλματα ομόρφαιναν
το ναό, αφιερώματα απλών ανθρώπων.
Έξω, παντού γύρω του, βρίσκονταν
ανδριάντες, που παράσταιναν τους μέχρι
τότε βασιλιάδες και τις γυναίκες τους, χρυσοί
όλοι τους. Κι άλλα πολλά ορθώνονταν
μνημεία είτε των αρχόντων είτε των πολιτών
αφιερώματα· μερικά μάλιστα τα είχαν στήσει
ξένοι, κάτοικοι των χωρών, που ήτανε υποδουλωμένες
στην Ατλαντίδα.
Πλάι στο ναό βρισκόταν κι ο βωμός
για τις θυσίες προς τους θεούς, καλοφτιαγμένος
και τεράστιος, έτσι που να ταιριάζει
με τα άλλα χτίσματα. Κι η κατοικία των βα-
σιλιάδων ήταν κτίριο αξιοθαύμαστο, σ' όλα
του όμοιο με το ναό, κι έδειχνε πόσο μεγάλη
εξουσία και δύναμη είχανε οι άρχοντες
της χώρας. Οι πηγές πάλι, τόσο εκείνη με το
κρύο νερό όσο κι η άλλη με το ζεστό, τρέχον
ολοχρονίς και τα νερά τους τα χρησιμοποιούσαν
για να χηζουν ή για να ποτί-
ζουνε τα δέντρα. Κι είχαν φυτέψει δέντρα
πολλά, ποτιστικά, τριγύρω. Δεξαμενές πολλές,
άλλες ξεσκέπαστες και άλλες στεγασμένες,
είχανε φτιάξει για να μαζεύουν τα
νερά αυτά, που άλλα τα 'φερναν στα βασιλικά
λουτρά κι άλλα τα οδηγούσανε στους
χώρους όπου λούζονταν οι απλοί άνθρωποι,
ή σε κουπάνες, για να ξεδιψούν τα
ζώα. Ό, η νερό περίσσευε, χρησίμευε για
να ποηζεται ο κήπος ο ιερός του Ποσειδώνα,
όπου πρασίνιζαν κι ανθούσαν δέντρα
και θάμνοι κάθε λογής, τόσο ψηλά και έτσι
όμορφα, που απορούσε ο άνθρωπος και
θαύμαζε· σκεφτόταν πόσο πλούσια ήταν η
γη, όπου φύτρωναν. Από τον κήπο τον ιερό
του Ποσειδώνα, έφερναν έπειτα το νερό
και στους κύκλους της στεριάς, που περι-
ζώναν το κεντρικό νησί, γιατί κι εκεί υπήρχαν
τόποι δασωμένοι με ιερά των θεών, και
άλση, με χώρους να γυμνάζονται χώρια οι
άνθρωποι και χώρια τ' άλογα. Στο κεντρικό
νησί, όμως, βρισκόταν ο ιππόδρομος κι εκεί
συναγωνίζονταν τα άλογα ποιο θα κερδίσει
τ' άλλα. Γύρω παντού βρίσκονταν τα
σπίτια, όπου έμεναν οι φρουροί, αλλά οι
πλέον έμπιστοι από κείνους κατοικούσαν
πλάι στην ακρόπολη, και μέσα της, σιμά στ'
ανάκτορα, έμεναν μόνο αυτοί που οι βασιλιάδες
τους θεωρούσανε δικούς τους ανθρώπους.
Οι ταρσανάδες πάλι ήταν γεμάτοι από
πλοία και από τα χρειαζούμενα των πλοίων.
Τον πιο μεγάλο κύκλο, τον πρώτο από τα
έξω, όπου βρίσκονταν τρία λιμάνια, τείχος
μεγάλο τον τριγύριζε, που τέλειωνε στην ά-
κρη προς τη θάλασσα της διώρυγας. Πυ-
κνοχπσμένα ήταν εδώ τα σπίτια, και το λιμάνι
ξέχειλο από καράβια. Φωνές και φασαρία
και θόρυβοι ακούγονταν συνέχεια
από τους ναύτες και τους έμπορους, που
έρχονταν εδώ από κάθε μέρος. Νύχτα και
ημέρα βούιζε ο τόπος.
Τώρα, να πούμε πώς ήταν η υπόλοιπη
η χώρα. Απότομες ακτές, γκρεμοί σχεδόν,
κατέβαιναν μέχρι τη θάλασσα, αλλά γύρω
από την πόλη ένας μεγάλος κι ίσιος κάμπος
απλωνόταν, φραγμένος από λόφους και
βουνά, που τον προφύλαγαν απ' τους βοριάδες.
Χωριά πολλά στόλιζαν τα βουνά εκείνα,
όπου αφθονούσαν οι ομαλές πλαγιές
και, πλούσια, τα βοσκοτόπια. Ήσυχες
λίμνες, ποτάμια που κελάρυζαν, δάση με
κάθε είδους δέντρα, κατάλληλα για ξύλευ-
ση, υπήρχαν σε κείνα τα βουνά. Και στα λιβάδια
τους έβοσκαν άφθονα κοπάδια. Τον
κάμπο, που ήτανε σχεδόν τετράγωνος, τον
έζωνε μια τάφρος. Εκεί μαζεύονταν τα νερά
της βροχής κι έτρεχαν προς τη θάλασσα. Κι
αυτή η τεράστια τάφρος είχε σκαφτεί από
χέρια ανθρώπινα. Αυλάκια φαρδιά, ίδια με
διώρυγες, από τη μια στην άλλη άκρη πη-
γαίνανε της τάφρου. Εδώ, πλέαν καράβια,
που κουβαλούσαν την ξυλεία και τ' άλλα αγαθά
των ορεινών περιοχών στην πόλη.
Οι κάτοικοι της Ατλαντίδος - πρέπει να
το πούμε αυτό - σοδειάζανε δύο φορές το
χρόνο, αφού πότιζαν τα χωράφια τους χειμωνιάτικα
οι βροχές, ενώ το καλοκαίρι τα
άρδευαν με τα νερά από τ' αυλάκια αυτά.
Οι άνθρωποι πάλι, αυτοί που έμεναν
στον κάμπο, ήταν που αποτελούσαν το
στρατό της Ατλαντίδος. Κάθε περιοχή έδινε
το δικό της στράτευμα· το ίδιο ίσχυε και για
όσους κατοικούσαν τα ορεινά χωριά. Νόμοι
ειδικοί καθόριζαν ακόμη πόσα άρματα
και πόσα άλογα πρόσφερε η κάθε περιοχή.
Καθένας απ' τους δέκα βασιλιάδες ό-
ριζε τους δικούς του ανθρώπους, τους δίκαζε,
τους εξουσίαζε, όπως ήθελε, τιμωρώντας
κατά τη γνώμη του τους φταίχτες και
τους εγκληματίες. Όμως κανείς τους δεν
μπορούσε να θανατώσει ένα μέλος βασιλικής
γενιάς, άμα δε συμφωνούσαν από τους
δέκα βασιλιάδες τουλάχιστον οι έξι. Τα μεταξύ
τους ρυθμίζονταν από έθιμα παλιά και
τους κανονισμούς, που ήτανε γραμμένοι
σε μια στήλη από μπρούντζο και έστεκε καταμεσής
στο κεντρικό νησί, στο ιερό του
Ποσειδώνα.
Μία φορά κάθε πέντε και μία φορά
κάθε έξι χρόνια, μαζεύονταν οι δέκα βασιλιάδες
και λέγαν τα παράπονα τους και άλλαζαν
γνώμες κι ορκίζονταν με όρκους φοβερούς
πως θα κρατάνε τη συγγένεια για
πάντα και δε θα αδικούνε ο ένας τον άλλον.
Και για να κάνουνε επισημότερους
αυτούς τους όρκους, τους σφράγιζαν με μια
θυσία, την εξής: Και οι δέκα βασιλιάδες μο-
ναχοί τους κυνηγούσαν κι έπιαναν έναν
ταύρο, στον ιερό κήπο του Ποσειδώνα, δίχως
υπηρέτες και βοηθούς, έχοντας μόνο
ξύλινα ραβδιά και δίχτυα στα χέρια τους. Κι
αφού έπιαναν τον ταύρο που ήθελαν, τον
έφερναν και τον σφάζανε πάνω στη στήλη
την μπρούτζινη, όπου ήταν γραμμένοι οι
κανονισμοί που ρύθμιζαν τις μεταξύ τους
σχέσεις· κι έτρεχε μαύρο το αίμα πάνω στα
γράμματα. Έπειτα σ' ένα μεγάλο δοχείο,
γεμάτο με κρασί, έσταζαν δέκα μοναχά
σταγόνες αίμα, μία για τον καθένα, κι έβαζαν
στα ποτήρια κι έπιναν εκείνο το κρασί
και κάναν στους αθάνατους θεούς σπονδές.
Ύστερα καίγανε τα μέλη του ταύρου
στο βωμό, θυσία στο θεό και προγονό τους.
Μ' αυτόν τον τρόπο ανανεώνανε τους όρκους,
που είχαν δώσει οι προγονοί τους,
πως θα κρατάνε για πάντα τη συγγένεια. Η
θυσία αυτή γινότανε κατά το σούρουπο,
πάντοτε. Και όταν έπεφτε για τα καλά η νύ-
χτα, και σβήναν οι φωτιές στο βωμό, κρίνα-
νε και κρινόντουσαν μέσα στη σκοτεινιά,
δίχως να Βλέπουν και να Βλέπονται οι δέκα
Βασιλιάδες. Όταν ξημέρωνε, γράφαν τις αποφάσεις
τους σε έναν πίνακα από χρυσάφι,
που τον αφιέρωναν στο θεό και προγονό
τους.
Στον ίδιο επιπλέον αφιέρωναν ό,τι είχαν
φορέσει κι ό,τι ποτήρι ή άλλο σκεύος
χρησιμοποίησαν εκείνη τη νύχτα, να μένουν
όλα ενθύμια των όσων συμφωνήσαν.
Νόμοι πολλοί και άλλοι κανονισμοί ρυθμί-
ζανε τις σχέσεις τους. Οι σπουδαιότεροι ήταν,
να μη σηκώνουν όπλο ο ένας ενάντια
στον άλλο, να Βοηθιούνται όταν το ζητάει η
περίσταση, άμα κανένας άνθρωπος κοινός
γύρευε να καταλύσει τη Βασιλική εξουσία
να ενώνονται σ' αυτήν (όπως και σ' οποίαν
άλλη) επιβουλή. Και πάντοτε ο απόγονος
του Άτλαντα, εκείνος που βασίλευε στο
κεντρικό νησί, ήταν και θεωρούνταν αρχηγός
όλων των άλλων.
Αυτή ήταν κι έτσι πορεύονταν η πλούσια
εκείνη χώρα.
Τον ίδιο τον καιρό, ένα άλλο κράτος ισχυρό
υπήρχε, στην Αθήνα, σχεδόν ισάξιο
με την Ατλαντίδα. Οι θεοί που τ' όριζαν ήταν
η Αθηνά κι ο Ήφαιστος, παιδιά του ίδιου
πατέρα, του Δία. Εκείνους τους χρόνους,
η Αττική διέφερε πολύ από σήμερα.
Ήταν μια χώρα εύπορη, με πλούσια χώματα,
που μπορούσε να θρέφει έναν λαό μεγάλο.
Όμως οι κατακλυσμοί που έγιναν -
κι ήταν πολλοί - πριν από εννιά χιλιάδες
χρόνια, παράσυραν τα χώματα, απογύμνωσαν
τα βράχια κι άφησαν μόνο το σκελετό
της γης, γυμνό και ξέσαρκο. Τότε, κάμποι
πολλοί και πεδιάδες με εδάφη γόνιμα υπήρχανε
παντού στη χώρα. Στα βουνά φύτρωναν
παχύσκια δάση, που έβγαζαν ξυλεία
καλής ποιότητας. Τα βοσκοτόπια και
τα Λιβάδια ήταν αμέτρητα κι είχαν χορτάρι
παχύ και πυκνό. Κοπάδια ατέλειωτα έβοσκαν
σ' αυτά- τα πότιζαν οι βροχές του Δία,
γιατί το νερό το βαστούσε τότε η γη, δεν έτρεχε
πάνω στα γυμνά βράχια για να πέσει
στη θάλασσα και να χαθεί.
Την πλούσια γη καλλιεργούσαν
γεωργοί, που ξέραν τη δουλειά τους. Το
κλίμα ήταν καλύτερο απ' το σημερινό. Καιρός
πάντοτε μαλακός, δίχως χειμώνες άγριους
και ξεροβόρια. Η πόλη εκείνη έπιανε
τον τόπο της σημερινής Ακρόπολης, που
ήταν βέβαια πιο μεγάλη κι έφτανε ως τον I-
λισό και τον Ηριδανό και περιλάμβανε την
Πνύκα και τους άλλους κοντινούς λόφους.
Τη σκέπαζε το χώμα, πλούσιο. Στις άκρες
της δουλεύανε και κατοικούσαν τεχνίτες άξιοι
και γεωργοί. Στο πάνω μέρος έμεναν οι
πολεμιστές, κοντά στα ιερά της Αθηνάς και
του Ηφαίστου.
Οι Αθηναίοι εκείνου του καιρού ήταν
πολεμιστές γνωστοί και φημισμένοι. Προστάτευαν
όχι μόνο τη χώρα τους, μα κυβερνούσαν
και ολόκληρη την Ελλάδα με τρόπο
δίκαιο και σοφό. Αυτοί οι άνθρωποι πολέμησαν
λοιπόν κάποτε με την Ατλαντίδα
και τη νίκησαν.
Γιατί η χώρα εκείνη η μακρινή πορεύονταν
καλά για γενιές ολόκληρες, όσο
οι κάτοικοί της ήτανε σωστοί και δίκαιοι και
όσο οι βασιλιάδες, οι απόγονοι του Ποσειδώνα,
κυβερνούσανε καλά. Η κληρονομιά
του θεού ήτανε άλλωστε μέσα τους. Μα όταν
πήρε ν' αδυνατίζει, γιατί παντρεύονταν
και κάνανε παιδιά και τα παιδιά των παιδιών
τους παντρεύονταν και κείνα με τη σειρά
τους, τότε άρχισε να τους λείπει η φρόνηση
και η σοφία- αρχίνησαν να περιφρονούν
την αρετή και όλα τα καλά γνωρίσματα του
ανθρώπου. Το μόνο που λογάριαζαν ήταν
ο πλούτος και τα χρυσάφια τους και το πώς
θα μεγαλώνανε αυτόν τον πλούτο.
Για όσο ήταν καλοί και δίκαιοι, περίσσευαν
τα αγαθά τους. Όταν άρχισε μέσα
τους να περιορίζεται η φύση του θεού και
να υπερτερεί η φύση του ανθρώπου, έγιναν
άρπαγες και πλεονέκτες.
Σήκωσαν μάλιστα πόλεμο αλαζονικά
ενάντια στην Ευρώπη ολόκληρη και την Ασία.
Ξεκινώντας από το Ατλαντικό πέλαγος
με τα καράβια τους, αφήνοντας το νησί
τους - που ήταν, όπως είπαμε, πιο μεγάλο
από την Ασία και τη Αιβύη* μαζί - έπεσαν
καταπάνω στις άλλες χώρες και τις κυρίεψαν.
Ωραίο που ήταν το νησί τους! Σωστότερο
θα ήταν να το λέγαμε ήπειρο! Απ' αυτό
ορμώντας κατέλαβαν και κυβερνούσαν την
Ευρώπη ως την Τυρρηνία και τη Αιβύη*
μέχρι την Αίγυπτο. Ύστερα φουσκωμένοι
από υπερηφάνεια χίμιξαν πάνω στην Αθή-
να και τους συμμάχους της. Πολέμησαν
στην αρχή οι Αθηναίοι μαζί μ' όλους τους
Έλληνες, ύστερα οι σύμμαχοι τους τους
παράτησαν και συνεχίσανε μονάχοι κι αφού
νικήσαν το στρατό της Ατλαντίδος, ελευθέρωσαν
όλους τους υπόδουλους σ'
αυτήν λαούς, Αιγυπτίους και Τυρρηνούς κι
άλλους πολλούς που κατοικούσαν μέσα
απ' τις Ηράκλειες στήλες.
Κι ο Δίας πατέρας των θεών και των
ανθρώπων, που βασιλεύει και κυβερνά τον
κόσμο με νόμους σοφούς και δίκαιους, κατάλαβε
πως η γενιά του Ποσειδώνα ήταν ελεεινή
κι ότι γινόταν συνεχώς ελεεινότερη.
Μάζεψε τους θεούς λοιπόν στην κατοικία
του, που βρίσκεται στο κέντρο ολόκληρου
του κόσμου, και τους είπε πως αποφάσισε
να καταστρέψει την Ατλαντίδα.
Κι αυτό ήταν. Μέσα σε μια ημέρα φριχτή,
που την ακολούθησε μια νύχτα φριχτότερη,
σεισμοί φοβεροί και κατακλυσμοί
το ίδιο άγριοι έκαναν να καταστραφεί η Ατλαντίδα
και να Βουλιάξει μες στη θάλασσα.
Μαζί της αφανίστηκε και ο στρατός των Αθηναίων,
που βρίσκονταν εκεί. Και βούλιαξαν
ακόμα και τ' άλλα νησιά, που τριγυρίζα-
νε την ήπειρο εκείνη, και από τότε πια δεν
μπορεί κανένας να περάσει στην αντικρινή
στεριά, την πέρα από την Ατλαντίδα, που
είναι, όπως λένε, και κείνη μια μεγάλη ήπειρος.
Οι θάλασσες αυτές οι μακρινές ακόμα
ως τα σήμερα μένουν αδιάβατες και αταξί-
δευτες. Κανένα καράβι δεν μπορεί να τις
περάσει. Αάσπη ρηχή, σε όγκους πολλούς,
εμποδίζει τα καράβια να πλεύσουν τα νερά
τους. Η λάσπη αυτή είναι ό,τι έμεινε μονάχα
από την Ατλαντίδα, την καταποντισμένη.
star

0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο: