Πολιτισμός και χρέος. Το 2010 η Φιλανδία ζήτησε ως ενέχυρο τον Παρθενώνα. ‘Όμως, τα αριστουργήματα που βρίσκονται από δω και από κει είναι πολλά και τα γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά μουσεία είναι γεμάτα από ελληνικά έργα.
Αν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, που προκαλούσε τον θαυμασμό όποιου έμπαινε στον σηκό του Παρθενώνα, με την υπέροχη ασπίδα του και τα δώδεκα μέτρα ύψος του, υπήρχε ακόμη, αυτοί που θα κατηγορούνταν ότι έξυσαν από αυτό μέσα στη νύχτα τον χρυσό και το ελεφαντόδοντο δεν θα ήταν, όπως κάποτε, ο Περικλής και ο Φειδίας, αλλά –αυτή τη φορά δίκαια- οι τρεις κουρσάροι της τρόικας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο ελληνικό αίτημα πολεμικής αποζημίωσης εμφανίζονται τώρα και οι κλοπές των αρχαιολογικών θησαυρών, αλλά θα ήθελα να εξηγήσω ότι το πρόβλημα είναι σαφώς μεγαλύτερο, και ότι ανοίγει μια ενδιαφέρουσα προοπτική στην οποία συναντάται η ανυπολόγιστη αξία της ιστορίας με την πιο μετρήσιμη των εισπράξεων και των εγγυήσεων. Καθώς και μια παράξενη ανταλλαγή των ρόλων του πιστωτή και του οφειλέτη.
Χωρίς να μπούμε σε πολύπλοκες συζητήσεις, σημαντικές αλλά μακρινές (όπως το χρέος πολιτισμού που έχουμε προς την Ελλάδα), μπορούμε να περιοριστούμε στη σύγχρονη εποχή, που μας χαρίζει, το 2010, μια στιγμή μεγάλης συμβολικής αξίας: τότε που η Φιλανδία πρότεινε να μπει ενέχυρο ο Παρθενώνας ως εγγύηση του ελληνικού δημοσίου χρέους. Μέτρο πραγματικής κλασικής οικονομίας, ανελέητης και παγερής, αλλά με το –αθέλητο θα έλεγα- προσόν, ότι αναγνώριζε την αξία της ελληνικής αρχαιολογίας και των εξαιρετικών μνημείων της σε σχέση με το τεράστιο χρέος που η Ελλάδα υποτίθεται ότι έχει απέναντι στην Ευρώπη.
Στην πραγματικότητα, πόσα ελληνικά αριστουργήματα βρίσκονται στα μεγάλα μουσεία της γης! Σ’ εκείνα τα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία, μέσω των τριών κουρσάρων προσπαθούν να στραγγαλίσουν την αρχαία και τη σύγχρονη Ελλάδα: δεν προέρχονται όλα από έντιμες συμφωνίες, πολλά επεισόδια μοιάζουν με αληθινές κλοπές, κρατικές ή ατομικές.
Μια έκφραση που ακούγεται συχνά σε ανάλογες περιπτώσεις είναι ότι τα έργα τέχνης που αφαιρέθηκαν λιγότερο ή περισσότερο νόμιμα θα έπρεπε να επιστρέψουν στις χώρες προέλευσής τους. Όμως, αυτά τα μουσεία έχουν γίνει οικουμενικοί χώροι, χώροι και δικοί μας, χάρη σ’ αυτά τα έργα. Και η κυκλοφορία των καλλιτεχνικών θησαυρών είναι ένα πολιτιστικό γεγονός που υποστηρίζεται με θέρμη ακόμη και στα σοβαρά ευρωπαϊκά έγγραφα.
Εξάλλου, είναι δύσκολο να φανταστούμε το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου χωρίς ελληνικά έργα και χωρίς ασσυριακά ανάγλυφα, κι αυτό ισχύει και για το Λούβρο και για πολλά άλλα διάσημα εκθεσιακά συγκροτήματα.
Πολλά από αυτά βρίσκονται στη Γερμανία, από το Μόναχο ως το Βερολίνο και ως την Καρλσρούη: όπως οι κούροι του Staa tli che Museum, του Altes Museum, της Γλυπτοθήκης. Στη Γαλλία είναι διάσημος ο υπέροχος εξοπλισμός του Λούβρου: οι κούροι, δύο αγάλματα που «αποκτήθηκαν» από τον Παρθενώνα, ο εκθαμβωτικός e «Ιππέας Ram¬pin», για να θυμηθούμε μόνο κάποια από αυτά. Στη Μεγάλη Βρετανία, στο προαναφερθέν Βρετανικό Μουσείο βρίσκονται τα περίφημα διακοσμητικά στοιχεία από τον Παρθενώνα, από το Ερέχθειο, με τα κεραμικά και πάλι με τους κούρους. Ακόμη, μιας που υπάρχει και αμερικανικό ενδιαφέρον για το ελληνικό χρέος, υπάρχουν παραδείγματα όπως το Μουσείο Paul Getty, το MoMA, μέχρι και συλλογές του Μουσείου του Κάνσας Σίτι…
Υπάρχει και η Ιταλία, ακριβώς στη Φλωρεντία του Ματέο Ρέντσι, αν υπολογίσουμε τους δύο υπέροχους κούρους Μιλάνι και Μιλάνι- Μπαρμπερίνι, που εκτίθενται στο εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο.
Ώστε μόνο τιμούμε την Ελλάδα; Γιατί να μην έχει κάποιο επιπλέον δικαίωμα, ακόμη και οικονομικό; Η οικονομία των πολιτιστικών θησαυρών μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε μια δυνατότητα, τόσο στην εξαιρετική της διαφορά μεταξύ αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας σε έργα που θα έπρεπε να είναι «εκτός αγοράς», κοινά αγαθά — και που αντίθετα δεν είναι κάτι τέτοιο, διότι υπάρχει το παράνομο εμπόριο, οι αντικέρ και οι πλειστηριασμοί — τόσο στην ορθότερη ανάγνωση των τομέων που συνδέονται με την κάρπωση.
Κάποιος (κοντινότερος στην τρόικα) θα μπορούσε να θέσει την εξής αντίρρηση: διαφημίζονται αυτές οι χώρες, αυξάνεται η φήμη τους, ο κόσμος οδηγείται προς αυτές. Είναι όμως πιο απλό, ασφαλές και χειροπιαστό, να υπολογιστούν τα μεγάλα έσοδα εκείνων των πόλεων και εκείνων των μουσείων χάρη στα έργα της αρχαίας Ελλάδας. Γιατί να μη δοκιμάσουμε να κάνουμε μερικούς υπολογισμούς;
(Κατά βάθος υπάρχει κάποια δειλή συνειδητοποίηση των οικονομικών πλευρών των μουσειακών συλλογών ακόμη και σε διάφορα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το «Lending to Europe» του 2005, η «Council reso¬lu¬tion» της 25ης Ιουνίου 2002 και φυσικά το τόσο ευαίσθητο προοίμιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ 1999, άρθρο 151 και σημείο 3.2.2).
Θα μπορούσε να οριστεί μια «τρόικα» αρχαιολόγων: ένας για την Ελλάδα, ένας για τη Μεγάλη Ελλάδα, ένας για τη Λιβύη (Κυρήνη). Στη συνέχεια, θα καθοριστεί η αξία κάθε έργου, ανάμεσα στην αξία ασφάλισης σε περίπτωση μεταφοράς και στις εξειδικευμένες και κοινές εργασίες σημερινής υλοποίησης (αλλά με τα εργαλεία εκείνης της εποχής).
Στη συνέχεια θα πρέπει να υπολογιστεί, βάσει των επίσημων παραμέτρων αναφοράς, το σχετικό κόστος των δανείων επαχθούς φύσης, κατά τη διάρκεια των πολλών δεκαετιών (σε ορισμένες περιπτώσεις αιώνων, όπως συνέβη με τα μάρμαρα του «Έλγιν» του Παρθενώνα), έχοντας ως βάση τις αξίες που συνάγονται από τον υπολογισμό της ροής των επισκεπτών, των εσόδων από τα εισιτήρια και από τα συνολικά εισοδήματα της μουσειακής μονάδας (merchandising, εστίαση, βιβλιοπωλείο: ίσως και από τα βιβλία άνω των δύο χιλιάδων αντιτύπων που πωλούνται κανονικά, όπως θεσπίζεται για παράδειγμα από την ιταλική νομοθεσία: ο πρωθυπουργός μας θα μπορούσε να κάνει την Ιταλία να μετράει περισσότερο υπ’ αυτή την έννοια).
Τέλος, θα πρέπει να αναλυθεί η οικονομική εκτίμηση των προνομίων ‘δικτύου’, η αύξηση των τιμών της γης στις περιοχές γύρω από τα μεγάλα μουσεία έπειτα από τα εγκαίνιά τους, οι εισπράξεις των μεταφορών και εν τέλει όλα τα οικονομικά συστήματα που έχουν σχέση με αυτά. Ένας υπολογισμός αληθινά ενδιαφέρων, που θα μπορούσε να μας εκπλήξει...
Θα είναι διατεθειμένη η Ελλάδα να παραχωρήσει κάποια ευκολία πληρωμής στις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν συνάψει ένα πολιτιστικό χρέος τέτοιου μεγέθους; Τα πάντα ρει.
Il Manifesto, 20/2/2015
Μαρτσέλο Μαντάου : Αρχαιολόγος, διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών του Σάσαρι.
Συγγραφέας περίπου 70 επιστημονικών κειμένων και αρθρογράφος σε ιταλικές εφημερίδες (L’Europeo, il Quotidiano dei Lavoratori, Il Manifesto, La Nuova Sardegna).