ΥΒΡΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΑ ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / 2. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

star

 



α. Εὐαγγέλια

[Ὁ Ματθαῖος (ιε΄ 22-28) καὶ ὁ Μᾶρκος (ζ΄ 25-30) περιγράφουν τὴ θεραπεία τῆς κόρης μιᾶς γυναίκας Ἑλληνίδας, ὄχι Ἑβραίας, ποὺ μιλοῦσε Ἑλληνικά, διότι γίνεται σαφὴς διάκριση: Εἶναι «Ἑλληνίδα Συροφοίνισσα στὸ γένος» («Κατὰ Μᾶρκον», ζ΄ 26). Στὴ νεοελληνικὴ ἀπόδοση τῶν χριστιανῶν μεταφραστῶν κατὰ κανόνα τὸ «Ἑλληνίς» μεταφράζεται σὲ «εἰδωλολάτρις». Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ παρακαλῶντας τον νὰ θεραπεύσῃ τὴν ἄρρωστη κόρη της.]
• «Κι ἐκεῖνος δὲν τῆς ἀποκρίθηκε οὔτε μία λέξη. Καὶ τότε οἱ μαθητὲς τὸν πλησίασαν καὶ τοῦ εἶπαν· διῶξε την, γιατὶ φωνάζει ἀπὸ πίσω μας. Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀποκρίθηκε: “Δὲν εἶμαι σταλμένος παρὰ μόνο γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παίρνῃς τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὸ δίνῃς στὰ σκυλιά”.» [Ἡ λέξη καὶ στὸν Ματθαῖο καὶ στὸν Μᾶρκο εἶναι «κυνάρια», δηλαδὴ μικρὰ σκυλιά.] («Κατὰ Ματθαῖον» ιε΄ 26 καὶ «Κατὰ Μᾶρκον» ζ΄ 27-28).
β. Ἐπιστολὲς ἀποστόλου Παύλου
• «Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί. Ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής. Δι’ ἢν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτοὺς ἀποτόμως, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει.» («Πρὸς Τίτον»,α΄ 12-13.)
γ. «Πράξεις Ἀποστόλων»
• «Μέχρι καὶ Ἕλληνες ἔβαλε μέσα στὸ ἱερὸ (συναγωγή) καὶ μόλυνε τὸν ἅγιο τοῦτο τόπο» (κα΄ 28-29).



3. ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

[Τὰ πλεῖστα ἀπὸ τὴν πολύτομη ἔκδοση «Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας» τοῦ χριστιανικοῦ ἐκδοτικοῦ οἴκου «Γρηγόριος Παλαμᾶς» (1980).]
α. Ἰωάννης Χρυσόστομος [Χαρακτηρίζει ὀνομαστικῶς τοὺς Ἕλληνες:
 • «μωρούς»: τόμος 18, σελ. 17,
• ἐκφέροντες «λόγους ματαίους καὶ ἀκαθάρτους»: 18,113, • «κυλιομένους ὁμοῦ μὲ πόρνους καὶ μοιχούς...»: 18,115, • «δεισιδαίμονας»: 34,429, • «αἱμομείκτας μετὰ μητέρων καὶ ἀδελφῶν»: 34,459, • «ἀσοφωτέρους ἀπὸ τὰ ζῷα»: 34, 497,
 • «ἐστιγματισμένους», «χειροτέρους ἀπὸ τοὺς χοίρους ποὺ πασαλείβονται μὲ περιττώματα», «κυνικὰ καθάρματα», «παναθλίους», «παμμιάρους», «ἀναισχύντους» κ.ἄ.]
• Στὸ ἔργο του «Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολήν»: «Ποῦ εἶναι τώρα οἱ σοφοὶ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὰ πυκνά τους γένεια, μὲ τοὺς ἔξωμους χιτῶνες τους καὶ μὲ τὰ παραφουσκωμένα λόγια; Ὅλη τὴν βάρβαρη Ἑλλάδα ὁ σκηνοποιὸς (ὁ Παῦλος) ἐπέστρεψε (=ἐκχριστιάνισε). Ἂς εἶναι κι αὐτὸς ἀνάμεσά τους ὁ περιβόητος Πλάτων, ποὺ τρεῖς φορὲς πῆγε στὴ Σικελία, γεμᾶτος ἐπίδειξη καὶ κομπορρημοσύνη, μὰ κανεὶς δὲν τοῦ ἔδωσε προσοχή. Ὅμως ἐκεῖνος ὁ σκηνοποιὸς ὄχι μόνο στὴ Σικελία, ὄχι μόνο στὴν Ἰταλία ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη πέταξε καὶ δὲν σκανδάλισε, κι εἶναι φυσικό, γιατὶ οἱ διδάσκαλοι δὲν καταφρονοῦνται ἀπὸ τὴν ἐργασία τους ἀλλὰ ἀπ’ τὰ ψέματά τους.»
• Αὐτόθι: «Δὲν βλέπετε στοὺς (Ὀλυμπιακούς) ἀγῶνες, ὅταν ὁ ἀγωνοθέτης βαδίζῃ διὰ μέσου τῆς ἀγορᾶς, πόση εὐταξία καὶ σιωπὴ ὑπάρχει στὸν λαό; Πῶς λοιπὸν ἐκεῖ ποὺ ὁ Διάβολος πομπεύει ὑπάρχει τέτοια σιωπή, κι ἐδῶ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἔχει τόσο θόρυβο;»
• Στὴν ὁμιλία του «Εἰς Τεσσαρακοστήν»: «Ἂς ντραποῦν οἱ Ἕλληνες βλέποντας τ ὴν ἀγάπη μ ὲ τ ὴν ὁ ποία ἀ ποδεχόμεθα κ αὶ ἀσπαζόμεθα τὸν ἐρχομὸ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς κι ἂς ὀνομάζουν ἐκεῖνοι γιορτὲς καὶ πανηγύρια τὴ μέθη κι ὅλες τὶς ἄλλες ἀκολασίες κι ἀσχήμιες.»
• Στὴν «Εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους Δ΄ Ὁμιλίαν» του, τόμος 18, σελ. 92: «πόσον ἐκοπίασεν ὁ Πλάτων μὲ τοὺς μαθητάς του μὲ τὸ νὰ μᾶς συζητῇ περὶ γραμμῆς καὶ γωνίας καὶ σημείου καὶ περὶ ἀριθμῶν ἀρτίων καὶ περιττῶνκαὶ ἴσων μεταξύ των καὶ ἀνίσων, καὶ διὰ τέτοια θέματα λεπτεπίλεπτα ὡς ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης –διότι αὐτὰ εἶναι διὰ τὴν ζωὴν περισσότερον ἄχρηστα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ὑφάσματα– καὶ χωρὶς νὰ ὠφελήσῃ πολὺ ἤ ὀλίγον μὲ τὰς συζητήσεις αὐτὰς ἐγκατέλειψεν ἔτσι τὴν ζωήν;...».
• Στὴν «Εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους, Ὁμιλία Ζ΄», τόμος 18, σελ. 197: «...διὰ νὰ καταισχύνωμεν καὶ τοὺς Ἕλληνας. Διότι τώρα, ἂν καὶ θέλω νὰ ἀπευθύνωμαι πρὸς αὐτούς, διστάζω, μήπως, ἐνῷ τοὺς νικῶμεν εἰς τοὺς λόγους καὶ εἰς τὴν ἀλήθειαν τῶν δογμάτων, ἐπισύρομεν εἰς βάρος μας τὸν χλευασμὸν ἀπὸ τὴν σύγκρισιν τοῦ βίου, ἀφοῦ ἐκεῖνοι μέν, ἂν καὶ εὑρίσκωνται εἰς τὴν πλάνην καὶ δὲν πιστεύουν εἰς τίποτε ἰσάξιον μὲ τὴν ἰδικήν μας πίστιν, ὅμως ζοῦν βίον φιλοσοφίας, ἐνῷ ἐμεῖς κάμνομεν τὸ ἐντελῶς ἀντίθετον. Ἀλλ’ ὅμως θὰ ὁμιλήσω – διότι προσπαθοῦντες νὰ ἀνταγωνιζώμεθα αὐτούς, ἴσως ἐπιδιώξωμε νὰ γίνωμε καλύτεροι ἀπὸ αὐτοὺς καὶ εἰς τὴν ἰδίαν τὴν ζωήν.»
• Στὸν «ΚΣΤ΄ Λόγον εἰς τὴν Α΄ Κορινθίους», τόμος 18, Α΄, σελ. 177: «ἀλλ’ἐγὼ τώρα θρηνῶ, ὅταν οἱ Ἕλληνες εἶναι φιλοσοφώτεροι ἀπὸ ἐμᾶς, ποὺ ἔχομε ἐντολὴ νὰ μιμούμεθα ἀγγέλους.»
• Στὴν παρ. β τῆς Ὁμιλίας «Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός»: «(οἱ ἀπόστολοι) τοὺς βαρβάρους καὶ Ἕλληνας καὶ κάθε ἄλλο ἔθνος κατετρόπωσαν».
• «Οἱ Ἕλληνες εἶναι βρωμεροὶ καὶ πανάθλιοι, μιαροὶ καὶ παμμίαροι.» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», λόγος Β΄, παρ. α.)
• «Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός... εἶπε καὶ τοῦτο: “Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέω, αὐτὸς ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, τὰ ἔργα τὰ ὁποῖα κάνω ἐγὼ κι ἐκεῖνος θὰ κάμῃ, καὶ μεγαλύτερα ἀπ’ αὐτὰ θὰ κάμῃ”. Βέβαια πολλοὶ ἄλλοι καὶ διδάσκαλοι ἦσαν καὶ μαθητὲς εἶχαν καὶ θαύματα φανέρωσαν,ὅπως καυχῶνται οἱ παῖδες τῶν Ἑλλήνων, κι ὅμως οὐδέποτε κανεὶς ἀπ’ αὐτοὺς ἐσκέφθη τίποτε τέτοιο οὔτε τόλμησε νὰ πῇ. Οὔτε μποροῦσε ποτὲ κανεὶς Ἕλληνας, κι ἂς ἦταν τελείως ἀδιάντροποι («κἄν πάντῃ ἀναισχυντοῖεν»), νὰ παρουσιάσῃ προφητεία ἢ τέτοιο λόγο δοσμένο σ’ αὐτούς... ἐνῷ γιὰ ὅλα τ’ ἄλλα ὁμιλοῦν ἀδιάντροπα καὶ λένε ψέματα, ὅσα τοὺς κατέβουν στὸ κεφάλι, τίποτα τέτοιο δὲν τόλμησαν νὰ πλάσουν ποτέ... «Πόση εἶναι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ἀνωτερότητα τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴ ντροπὴ («αἰσχύνην») τῶν Ἑλλήνων» (ἔνθ. ἀνωτ., παρ. ζ).
• «(Εἶναι δυνατὸ οἱ Χριστιανοὶ νὰ εἶναι) χειρότεροι ἀπ’ τοὺς Ἕλληνες; Διότι, ἂν ἐκεῖνοι γιὰ τὴν δόξα ἐπέδειξαν τόσο κενὴ φιλοσοφία, πόσο περισσότερο πρέπει ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ γιὰ τὸν Θεὸ νὰ εἴμεθα ἐνάρετοι;» (Ὁμιλία ΠΔ΄, περὶ τῆς αὐτῆς πραγματείας καὶ «Ὅτι οἱ Ἕλληνες τοὺς Χριστιανοὺς ἐν πολλοῖς ὑπερακοντίζουσι».)
• «Ἔτσι ἔκαμε καὶ ὁ Παῦλος βρίσκοντας τὸ ἐπίγραμμα (ἐνν. τὸ «τῷ ἀγνώστῳ θεῷ», στὴν Ἀθήνα) γραμμένο στὸ βωμὸ σὰν σὲ παράταξι ἐχθρική... Γιατὶ ἦταν ἐκεῖνο τὸ ἐπίγραμμα ξίφος τῶν Ἀθηναίων, μαχαίρι τῶν ἐχθρῶν, μὲ αὐτὸ τὸ μαχαίρι ἀπέκοψε τὸ κεφάλι τῶν ἐχθρῶν.» («Ὁμιλία εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» Α΄.)
• «Ταῦτα οὖν ἐννοήσαντες καὶ τὴν ἄνοιαν (βλακεία) καὶ παραπληξίαν (ἀποβλάκωση) τῶν Ἑλλήνων...» («Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον», λόγος Ε΄, παρ. γ.)
• «...ἐντρέπει Ἕλληνας... Ἡμεῖς γάρ ἐσμεν αἴτιοι, ἡμεῖς τοῦ μένειν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς πλάνης». (Ὁμιλία ΟΒ΄ «Περὶ τῆς ἀγάπης καὶ βίου ὀρθοῦ καὶ ὅτι ταῦτα μάλιστα τοὺς Ἕλληνας ἐντρέπει».)
• «(Ὁ ἅγιος Βαβύλας) διήλεγξε (=φανέρωσε) τὴν τῶν Ἑλλήνων ἀπάτην» («Εἰς μακάριον Βαβύλαν», Β΄, παρ. κγ).
• «Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐσκόρπισε τὸ χριστιανικὸ κήρυγμα καὶ ἡ Ἑλληνικὴ πλάνη διαλύθηκε» («Εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον», Ὁμιλία Δ΄).
• «Καταγελῶντες μὲν τῆς Ἑλληνικῆς πλάνης...» («Περὶ μοίρας καὶ προνοίας» Β΄).
 • «Φλυαρίες καὶ γελοιότητες εἶναι ὅλ’ αὐτὰ τῆς Ἑλληνικῆς ἀνοησίας...» («Εἰς τὸν μακάριονΒαβύλαν» λόγος Β΄, παρ. δ).
• «Ἀληθῶς Ἕλληνες ἀεὶ παῖδες, γέρων δὲ οὐδείς. Δέον γὰρ τὴν οἰκείαν  ἄνοιαν (βλακεία) θρηνεῖν...» (ἔνθ. ἀνωτ., παρ. ιθ).
• «Ἀπὸ ποῦ διδαχθήκατε τὰ ἀριστοτελικὰ διδάγματα; Ποιός προτίμησε τὸν Πλάτωνα ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια; Ποιός πέταξε ἔξω τὸ κήρυγμα τῆς (ἀληθινῆς) πίστης κι ἔφερε μέσα τὴν ἄπιστη ἀναζήτηση; Ποῦ ἔμαθες τὸ ἀγέννητος καὶ τὸ γεννητός;» (Στὸ «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος», παρ. β.)
• «Καὶ γὰρ ἅπαντα u964 ταῦτα ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν φιλοσοφίαν τὴν ἔξωθεν ἀνοίας ἐτίκτετο, καὶ αὕτη (= ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία) ἦν τῶν κακῶν ἡ μήτηρ...» («Ὁμιλία εἰς Α΄ πρὸς Κορινθίους», τ. 18, σελ. 16.)
• «Κανένα ὄφελος καθαροῦ βίου δὲν ὑπάρχει ἀπὸ δόγματα διεφθαρμένα. Ἂν λοιπὸν τὴν ἔξωθεν (=ἑλληνική) σοφία ἀκολουθοῦν, δὲν πρέπει νὰτοὺς θαυμάζουμε, ἀλλὰ νὰ τοὺς περιφρονοῦμε, ποὺ ἀκολουθοῦν ἀνόητους διδασκάλους («μωροῖς κέχρηνται διδασκάλοις»).» («Περὶ ἀναστάσεως κατὰ αἱρετικῶν καὶ φιλοσόφων», παρ. γ.)
• «Οὔτε γὰρ περὶ Θεοῦ οὔτε περὶ κτίσεώς τι ὑγιὲς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν ἐκεῖνοι (οἱ Ἕλληνες σοφοί)
• ἀλλ’ ἅπερ ἡ παρ’ ἡμῖν χήρα ἐπίσταται, ταῦτα Πυθαγόρας οὐδέποτε ᾒδει (=ἐγνώριζε)· ἀλλ’ ἔλεγον ὅτι θάμνος ἐστὶ καὶ ἰχθύς, καὶ κύων γίγνεται ἡ ψυχή. Τούτοις οὖν, εἶπέ μοι, προσέχειν δεῖ; Μεγάλοι εἰσὶν ἐν τῇ κόμῃ ἐκεῖνοι, καλοὺς βοστρύχους (= κοτσίδες) τρέφουσι, καὶ τρίβωνας ἀναβέβληνται (=φορᾶνε)· μέχρι τούτων αὐτοῖς ἡ φιλοσοφία. Ἂν δὲ τὰ ἔνδοθεν ἴδῃς, τέφρα καὶ κόνις καὶ ὑγιὲς οὐδέν, ἀλλὰ τάφος ἀνεωγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, πάντα ἀκαθαρσίας γέμοντα καὶ ἰχῶρος (σ.σ. «ἰχώρ»: τὸ πῦον ἢ τὸ δηλητήριο φιδιῶν), καὶ τὰ δόγματα πάντα σκωλήκων.»
• «“Οὐδεὶς θεραπεύει τὸ κακὸν διὰ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἀγαθοῦ”· αὐτὰ διδάσκουν μερικοὶ Ἕλληνες φιλόσοφοι. Ἂς αἰσχυνθῶμεν λοιπόν,ἐάν, ἐνῷ ὑπάρχει τοιαύτη φιλοσοφία εἰς τοὺς ἀνοήτους Ἕλληνας, ἐμεῖς φαινόμεθα κατώτεροι.» («Ὁμιλία εἰς Ἰωάννην», 51,3.)
• «Ἂν ξεκινήσουμε νὰ παραθέτουμε τὰ δόγματά τους, θ’ ἀκολουθήσῃ πολὺ γέλιο («πολὺς ἕψεται γέλως»).»
• «Ποῦ νῦν εἰσὶ οἱ τοὺς τρίβωνας ἀναβεβλημένοι, καὶ βαθὺ γένειον δεικνύοντες, καὶ ρόπαλα τῇ δεξιᾷ φέροντες, οἱ τῶν ἔξωθεν (Ἑλλήνων) φιλόσοφοι, τὰ κυνικὰ καθάρματα, οἱ τῶν ἐπιτραπεζίων κυνῶν ἀθλιώτερον διακείμενοι, καὶ γαστρὸς ἕνεκεν πάντα ποιοῦντες;» («Εἰς τοὺς ἀνδριάντας», ΙΖ΄.)
• «(Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι) ποτὲ δὲν ἔκαμαν τὸ σωστό, ἀλλὰ ἦσαν δειλοί, φιλόδοξοι, ἀλαζόνες καὶ εἶχαν ἀσυλλόγιστα πάθη» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», λόγος Β΄, παρ. στ).
• «(Οἱ ἀπόστολοι κατάφερναν) τῶν φιλοσόφων τὴν γλῶσσα νὰ δένουν, τῶν ρητόρων τὰ στόματα νὰ κλείνουν» («Ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Χριστός», παρ. ε).
• «(Οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ ρήτορες εἶναι) καταγέλαστοι καὶ δὲν διαφέρουν ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ λένε ἀνοησίες. Γιατὶ δὲν μπόρεσαν νὰ πάρουν μὲ τὸ μέρος τους οὔτε ἕνα σοφὸ ἢ ἄσοφο, οὔτε ἄνδρα ἢ γυναῖκα, οὔτε ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀπὸ τόσα ἔθνη κι ἀπὸ τόσους λαούς, ἀλλὰ προκαλοῦσαν τόσα γέλια τὰ βιβλία ποὺ εἶχαν γράψει, ὥστε, μόλις τὰ παρουσίαζαν, νὰ ἐξαφανίζωνται, γι’ αὐτὸ καὶ χάθηκαν τὰ περισσότερα. Κι ἂν διασώθηκε κανένα καὶ βρίσκεται κάπου, θὰ τὸ ἔχουν σώσειοἱ χριστιανοί. Τόσο δὲν φοβόμαστε μὴν πάθωμε κάποιο κακὸ ἀπὸ τὴν ἔχθρα τους, τόσο περιφρονοῦμε τὴν πολυμήχανη δραστηριότητά τους». («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν» καὶ «Κατὰ Ἰουλιανοῦ καὶ πρὸς Ἕλληνας», λόγος Β΄, παρ. β.)
• «Κανένας βασιλιᾶς, ποὺ παραδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἔβγαλε τέτοια προστάγματα ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, σὰν αὐτὰ ποὺ ἐπενόησαν ἐναντίον μας ὅσοι λάτρεψαν τοὺς δαίμονες (σ.σ. δηλ. τοὺς Ἕλληνες θεούς). Κι ὅμως, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ πλάνη τῆς Ἑλληνικῆς δεισιδαιμονίας δὲν ἐνωχλήθηκε ποτὲ ἀπὸ κανένα, ἔσβησε μόνη της... Δὲν πᾶνε νὰ κρεμασθοῦνε (οἱ Ἕλληνες σοφοί) πουθενὰ ἢ νὰ γκρεμοτσακιστοῦνε, ἀφοῦ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται;» (ἔνθ. ἀνωτ., παρ. γ).
• «Τίποτε δὲν κατώρθωναν, διότι τέτοια εἶναι ἡ πλάνη (τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων), ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη κανεὶς δὲν τὴν ἐνοχλῇ, διαλύεται.» («Εἰς τὸν Ἀπόστολον Παῦλον», Ὁμιλία Δ΄.) • «Καὶ ὁ μὲν πολλὰ ληρήσας (φλύαρος) Πλάτων σεσίγηκεν· οὗτος (= ὁ Πέτρος) δὲ φθέγγεται... πανταχοῦ γῆς καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Ποῦ νῦν τῆς Ἑλλάδος ὁ τύφος (=ἀλαζονεία); Ποῦ τῶν Ἀθηνῶν τὸ ὄνομα; Ποῦ τῶν φιλοσόφων ὁ λῆρος (= μωρολογία);... Τί οὖν οὐκ εἰς Πλάτωνα ἐνήργησεν ὁ Χριστός, οὐδὲ εἰς Πυθαγόραν, φησίν; Ὅτι πολλῷ φιλοσοφωτέρα ἦν ἡ Πέτρου ψυχὴ τῶν ψυχῶν ἐκείνων. Ἐκεῖνοι μὲν γὰρ παῖδες ὄντες ἦσαν ὑπὸ τῆς κενῆς δόξης περιτρεπόμενοι πανταχοῦ...
Οὗτος (= ὁ Πλάτων) μὲν οὖν πάντα τὸν χρόνον ἠνάλωσε περὶ δόγματα στρεφόμενος ἀνόητα καὶ περιττά. Τί γὰρ ὄφελος ἐκ τοῦ μαθεῖν, ὅτι μυῖα μετέπιπτεν, ἀλλ’ ἐπέβαινε τῇ ἐν Πλάτωνι οἰκούσῃ ψυχῇ; Ποίας ταῦτα οὐ ματαιολογίας; Πόθεν δὴ τοιαῦτα ληρεῖν ἐπεβάλετο; Εἰρωνίας μεστὸς ἦν ὁ ἀνήρ, καὶ ζηλότυπος πρὸς ἅπαντας διακείμενος. Ὥσπερ οὖν φιλονεικῶν, μήτε οἴκοθεν μήτε παρ’ ἑτέρου χρήσιμόν τι εἰσαγαγών· οὕτω παρὰ μὲν ἑτέρου τὴν μετεμψύχωσιν ἐδέξατο, παρὰ δὲ ἑαυτοῦ τὴν πολιτείαν εἰσήγαγεν, ἔνθα τὰ πολλῆς αἰσχρότητος γέμοντα ἐνομοθέτησε... Ποίαν οὐχ ὑπερβάλλει ταῦτα ἄνοιαν;... Ἀλλ’ ὁ κορυφαῖος τῶν φιλοσόφων, ὡς ἐδόκει, καὶ ὅπλα ταῖς γυναιξὶ u960 περιτίθησι, καὶ κράνη, καὶ κνημῖδας, καὶ κυνῶν οὐδὲν διαφέρειν, λέγει, τὸ ἀνθρώπινον γένος... Ἀεὶ γὰρ δι’ αὐτῶν ἐσπούδασεν ὁ διάβολος.» («Κατὰ Ἑλλήνων»· «Σύγκρισις τοῦ Πλάτωνος πρὸς Πέτρον», παρ. γ.)
• «Καὶ γιὰ νὰ μὴν νομίσῃ κανείς, ὅτι λέω μεγάλα λόγια, θὰ σᾶς παρουσιάσω τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ ὀδυρμοῦ καὶ τῆς θρηνῳδίας ποὺ ἔκανε τότε ὁ σοφιστὴς (ὁ Λιβάνιος) τῆς πόλεως στὸν θεὸ αὐτὸ (τὸν Ἀπόλλωνα)... Κιἀκόμα πές μου, ἐσὺ ποὺ κάνεις τὸν σοφό, ποιός εἶναι ὁ νεκρὸς αὐτὸς (ὁ ἅγιος Βαβύλας) ποὺ ἐνοχλεῖ τὸν θεό σου. Γιατί, ψευτοφιλόσοφε («ὦ ληρόσοφε»), δὲν λές, ποιός ἦταν ὁ νεκρός;... Ποίαν ἀνάπαυση στερηθήκαμε, μιαρὲ (Λιβάνιε);».
• «Ἄθλιε καὶ ταλαίπωρε (Λιβάνιε).» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλα», παρ. ιη καὶ ιθ.) [Ὁ φιλόσοφος Λιβάνιος ὑπῆρξε διδάσκαλος τοῦ Χρυσοστόμου.]
• «...ἀλλὰ νὰ ἀνατρέφετε τὰ παιδιὰ μὲ τὴν παιδεία καὶ τὴν νουθεσία τοῦ Κυρίου... Διότι ἡ ἡλικία αὐτὴ ἔχει πολλὴ ἀνοησία, καὶ στὴν ἀνοησία ἔρχονται νὰ προστεθοῦν καὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ λόγια, ὅταν τὰ παιδιὰ μάθουν, ὅτι οἱ (Ἕλληνες) ἥρωες ποὺ θαυμάζουν, αὐτοὶ εἶναι δοῦλοι στὰ πάθη καὶ δειλοὶ στὸν θάνατο. Ὅπως ὁ Ἀχιλλέας ὅταν ἀλλάζῃ γνώμη, ὅταν πεθαίνῃ γιὰ μία ἐρωμένη, ὅταν ἄλλος μεθᾷ κι ἄλλα τέτοια πολλά. Χρειάζονται λοιπὸν στὸ παιδὶ αὐτὰ τὰ φάρμακα» (ἔνθ. ἀνωτ.).
• «Τὰ παιδιά, νὰ ὑπακοῦτε στοὺς γονεῖς σας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου... Ὅμως ὅταν ὁ γονέας εἶναι Ἕλλην ἢ αἱρετικός, τότε τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπακούῃ.» («Εἰς τὴν Ἐπιστολὴν πρὸς Ἐφεσίους», Ὁμιλία 21, παρ. α.)
• «Γιατὶ ὁ ἅγιος Βαβύλας παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ ρίξῃ φωτιὰ στὸ ναὸ (ἐνν. τοῦ Ἀπόλλωνος στὴν Δάφνη) καὶ ἡ φωτιὰ αὐτὴ κατάκαψε ὅλη τὴν ὀροφή, ἀφάνισε τὸ εἴδωλο μέχρι τὸ τελευταῖο κομμάτι, ἔκαμε τὰ πάντα στάχτη καὶ σκόνη.» («Εἰς τὸν μακάριον Βαβύλαν», Λόγος Β΄, παρ. ιζ.)
• «Δὲν ἐπιτρέπεται κανεὶς νὰ ζῇ ἀνεξέλεγκτα, ὅπως συνέβαινε μὲ τοὺς Ἕλληνες, σὲ αἰσχρότητα καὶ μέθη κι ἀδηφαγία κι ἀπολαύσεις καὶ πολυτέλεια.» («Περὶ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν».)


Αρχική σελίδα
star

0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο: