Δημήτρης Λιαντίνης : ΓΚΕΜΜΑ - Ο ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

star

Ο ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ

Τελικά, τους πηδούσε τους μαθητές του ο Σωκράτης, ή όχι;
Με συμπαθάτε, τίμιοι αναγνώστες, που λέει ο αγνός
Μακρυγιάννης1. Αλλά δε νταγιαντώ η κακοήθεια της ζωής να
γίνεται σεμνοτυφία της γλώσσας. Τέτοιες προτάσεις άσπιλες δε
γράφουνται αλλιώς.
Πριν από εξήντα χρόνους ένας ήπιος έλληνας ερευνητής, που
τόλμησε να ψηλαφήσει το πρόβλημα από μα-κρυά, επήρε τα
βουνά και τα κάστρα. Η παιδεία του τόπου μας και το πνεύμα της
εποχής του τον έστειλαν και καταγκρεμίστηκε από τον
Ακροκόρινθο.
Όχι γιατί εκείνοι που τον κυνήγησαν ήσαν οι σοφοί προφεσσόροι
και οι θεματοφύλακες της αρετής. Σιγάτε.

Οι δυνάμεις που τον χαντάκωσαν, τον εσκότωσαν δηλαδή και
τον παράχωσαν στο χαντάκι, ήσαν η ημιμάθεια, η διαστρέβλωση,
ο τύφος, τα συμπλέγματα, η ανομολόγητα καταπιεσμένη ηθική
τους. Απάνου σε τέτοια ματωμένα παλούκια καρφώθηκε εκείνος ο
σεμνός έλληνας.
Μιλώ για τον Ιωάννη Συκουτρή, που στα 1937 εξέδωκε το
Συμπόσιο του Πλάτωνα. Ένα βιβλίο που τιμά την ελληνική
βιβλιογραφία. Για τους κακούργους, βέβαια, και τους
γιδοφονιάδες του Συκουτρή ούτε λέξη. Τους χατζή-δες και χατζή
αβάτη δες.
Δε μας τά 'πανε σωστά οι δάσκαλοι. Ο Σωκράτης δεν είναι
μεγάλος για το ηθικό του ανάστημα, όπως μας δίδαξαν στα
γυμνάσια και στα πανεπιστήμια.
Όταν ο Σωκράτης εθύμωνε, γράφει ο Πορφύριος, γινότανε
έξαλλος. Το πρόσωπο του έμοιαζε μια φουσκομάγουλη
τερρακόττα ύφαιμη και κουκουλομάτα. Δεν υπήρχε τότε λέξη ή
πράξη που να μην είναι ικανός να την ειπεί και να την κάμει.
Ότι έβρισκε ύστερα τη δύναμη και κυριαρχούσε στο μέσα του-
ότι ημέρωνε με το φως του λόγου τα άγρια πάθη της ψυχής του-
ότι έκανε να πτύξει και να κουλουρια-στεί ήσυχα στη γωνία του
το θηριώδες και πολυκέφαλο θρέμμα που όλοι φέρνουμε μέσα
μας, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που θα την ιδούμε στην ώρα
της.
Ύστερα, σκεφτήκατε ποτέ, γιατί η κοινωνία του τον
καταδίκασε και ήπιε το κώνειο; Και με την ευκαιρία ας
κοιτάξουμε το χημικό τύπο της κωνειΐνης.
0Η2
ΝΗ
Το Σωκράτη τον εκρέμασε το λαϊκό δικαστήριο της πόλης του
σαν άθεο. Ποιος το φαντάσθηκε ποτέ. Η Ιερή Εξέταση της
Ισπανίας και του βορβορώδη Μεσαίωνα, βυζαντινού τε και
φράγκικου, έλαμψε στην εκκλησία του δήμου της κλασικής
Αθήνας!
Η κατηγορία που του σκαρώσανε, Λύκων λεγότανε ένας από τους
εισαγγελιάδες1 του, έλεγε το εξής: Σωκράτη φησίν άδικεϊν τους τε
νέους όιαφθείροντα και θεούς ους ή πόλις νομίζει ου νομίζοντα,
έτερα δε δαιμόνια καινά2.
Για αθεΐα λοιπόν. Αν τον φέρουμε σήμερα στη δική μας κοινωνία,
και τον δικάσουμε με βάση την κατηγορία εκείνη, ποιος θά 'ταν ο
Σωκράτης; Θά 'τανε ο Ροΐδης, ο Λασκαράτος, ο σοφός Θεόφιλος
Καΐρης.
3
Ένας, δηλαδή, από εκείνους τους ενάρετους έλληνες που τους
αφόρεσε η εκκλησία, και τους καταδίκασε να ζήσουνε στη
δυστυχία, και στην κοινωνική Σπιναλόγκα. Απίστευτο! ανάμεσα
μας ο Σωκράτης ένας λεπρός.
Δε θα μας πήγαινε, λοιπόν, ο Σωκράτης και η εικόνα που του
στήσανε μέσα μας οι δάσκαλοι, αν τον φανταζόμασταν
αφορεσμένο από τους παπάδες. Το σχήμα της αρετής του
αυτόματα θα γινότανε μέσα μας αποσχηματισμός και κουρέλι.
Αυτή είναι η σύγχυση και οι αντιφάσεις μέσα στις οποίες
παιδαγωγούμε τους νέους μας με την περίφημη ελ-
ληνοχριστιανική αγωγή. Ένας τρόπος ανατροφής των παιδιών μας
που είναι για το τρελοκομείο και τα συρματοπλέγματα.
Δεν έγινε, λοιπόν, για τις ηθικές μεγαλουργίες του ο
Σωκράτης ο ηγεμόνας των ελλήνων, καθώς μας παραστή-σανε.
Απάνου σε τέτοια πασαρέλα θα βρεις να περνούν χιλιάδες
συχωριανοί του. Πάρε για ξαφνικό παράδειγμα τον Αριστείδη, το
Νικία, το Φωκίωνα.
Δύο είναι οι αιτίες για τις οποίες ο Σωκράτης ανέβηκε και
μαρμάρωσε στο περίοπτο βάθρο του, μας λέει το σπουδαίο εγγόνι
του στα γράμματα, που γεννήθηκε δεκαπέντε χρόνους μετά το
θάνατο του Σωκράτη, ο Αριστοτέλης.
Η μία ότι εδίδαξε το όρίζεσθαι καθόλου, και η άλλη ότι
επινόησε τους έπακτικούς λόγους1.
Το πρώτο εξηγεί ότι ο Σωκράτης πέτυχε πρώτος να ορίσει τις
έννοιες. Και ξέρεις τι άθλος είναι αυτός; Είναι πράμα τόσο
σημαντικό, όσο και η θέσπιση των Ολυμπιακών αγώνων από τον
Ηρακλή και το Λυκούργο.
Να ορίσεις μία έννοια είναι δυσχερέστατο έργο. Αν δεν ήταν
έτσι, δε θα συνέβαινε το παράλογο που βλέπουμε σήμερα γύρω
μας. Ερωτάς στην Ελλάδα τους ανθρώπους τι είναι δημοκρατία,
και λαβαίνεις εννέα εκατομμύρια ορισμούς. Παρευρεθήκατε ποτέ
σας στη στέψη της κασίδας και της παλάβρας; Του αϊ^Ι^α^ΟΓα
που λένε οι γερμανοί φυσικοί για τους γερμανούς θεολόγους2;
Και το ίδιο συμβαίνει, αν ρωτήσεις τι είναι ελευθερία, αρετή,
δικαιοσύνη, φιλότιμο και ό,τι άλλο.
Όμως ο ορισμός της κάθε έννοιας είναι ένας, εδίδαξε ο
Σωκράτης. Για να ορίσεις μια έννοια, μας είπε, θα την πε-
ριγράψεις με τόσες και τέτοιες λέξεις, ώστε να μην ημπορείς να
προσθέσεις ούτε μία λέξη, να μην ημπορείς να αφαιρέσεις ούτε
μία, και να μην ημπορείς να αλλάξεις ούτε μία. Έτσι. Κι αν
καταφέρεις στο τέλος να την ορίσεις την έννοια.
Αλλά αυτό, τίμιε αναγνώστη, είναι ανακάλυψη και εφεύρεση
σαν εκείνες του Νεύτωνα, του Κολόμβου, του Δαρβίνου, του
Αϊνστάιν, του Φρόυντ. Και ο Σωκράτης είναι το πρώτο
φωτομετρικό για όλους αυτούς τους μεγαλό-νοες άντρες.
Το δεύτερο που πέτυχε, λέει ο Αριστοτέλης πάντα, είναι οι
«έπακτικοί λόγοι». Εισηγήθηκε δηλαδή στην έρευνα την
επαγωγική μέθοδο.
Το δεύτερο τούτο είναι ακόμη σπουδαιότερο από το πρώτο.
Γιατί στην ουσία σημαίνει ότι ο Σωκράτης εισήγαγε στην
πνευματική ιστορία του ανθρώπου την επιστήμη, κατά την έννοια
ότι εισηγήθηκε τη μέθοδο της επιστήμης.
Αυτός είναι ο λόγος που κοντά στα άλλα λέμε ότι την
επιστήμη στην ιστορία του ανθρώπου την έφεραν οι έλληνες. Και
κατά τούτο ξεχωρίζει ο ελληνικός απ' όλους τους άλλους
πολιτισμούς.
Καθώς είμαστε ημιμαθείς, και προχειρολόγοι, και πνευματικά
νεόπλουτοι, ισχυριζόμαστε πολλές φορές ότι επιστήμη έκαμαν και
άλλοι αρχαίοι λαοί. Οι αιγύπτιοι, για παράδειγμα, οι αζτέκοι, οι
ασσύριοι, οι κινέζοι, οι χαλ-δαίοι, οι εβραίοι, οι πέρσες, και λέγε.
Λάθος. Επιστήμη έκαμαν μόνον οι έλληνες. Επιστήμη, με την
έννοια ότι ανακαλύπτεις και οικοδομείς ένα σύστημα
εφαρμοσμένων πληροφοριών που η οργανική τους δόμηση έχει
τον ειρμό, την ακρίβεια και την αναγκαιότητα της οργανικής
τάξης που υπάρχει μέσα στη φύση. Αιτία που κάνει τη φύση και
τους νόμους της σύσταση αναλλοίωτη, και αιώνια, και ανώλεθρη.
Σε σύγκριση με τους έλληνες η επιστήμη που έκαμαν οι άλλοι
είναι μία επίδοση προεμπειρική. Αστρολογία λό-γουχάρη αντί για
αστρονομία. Κομπογιαννιτισμός αντί για ιατρική. Ιερατείο και
παπαδαριό αντί για φιλοσοφία. Αγροφυλακή αντί για γεωμετρία.
Μαγεία και κατηχητικό αντί για ηθική. Κρυφτούλι και αμπάριζα
αντί για αθλητισμός. Μουρλοβασιλιάδες από ξύλο ξερό αντί για
πολιτική. Και παράβαλε αντίστοιχα.
Σήμερα την έρευνα σε όλους τους χώρους του επιστητού την
υπηρετούν ενιακόσιες τόσες επιστήμες, που διδά-σκουνται στα
πανεπιστήμια της υφηλίου.
Αρχή και πηγή και μητρίδα (όπως λέμε πατρίδα) όλου αυτού του
βουερού πνευματικού οργασμού που έφερε τον άνθρωπο
«μετάρσιος να πλήξει τα άστρα», κατά το στίχο του Οράτιου,
είναι η Ελλάδα. Και γενάρχης ή πρωτομάστορας αυτής της
πειθαρχίας είναι ο Σωκράτης.
Βέβαια, εδώ δεν ημπορεί να παραβλέψει κανείς το βα-ρύηχο
προανάκρουσμα της προέλασης των Προσωκρατικών. Ούτε την
καταληκτήρια ιαχή των μεγάλων φιλοσο-φημάτων του Πλάτωνα,
του Αριστοτέλη, και του Επίκουρου.
Ιδού γιατί ο Σωκράτης, ο γιος του Σωφρονίσκου και της
Φαιναρέτης ο αθηναίος, είναι μεγάλος. Γιατί είναι η μαμμή που
έφερε στο φως της ιστορίας την επιστήμη.
Αυτός, λοιπόν, με τη διπλή κατάθεση στην Τράπεζα του
Πνεύματος, τό όρίζεσθαι καθόλου και τους έπακτι-κούς λόγους,
είναι ο Σωκράτης. Ο πρωτόπλαστος της επιστήμης και ο
αρχιπυροβάτης της αλήθειας. Ο σημαιοφόρος στη μεραρχία των
εφευρετών του ανθρώπινου γένους.
Και γι' αυτό, λόγω του μεγέθους της παροχής δηλαδή, μας έρχεται
τόσο δύσκολο να παρακολουθήσουμε πώς οικοδομεί χαλίκι χαλίκι
τους συλλογισμούς του στους διάλογους του Πλάτωνα. Πόσο
δύσκολο είναι να διαβάζουμε τον Πλάτωνα, και να συμπερπατάμε
με τη διαλεκτική του!
Έξω από τους επιστή μονές - πλατωνιστές, ποιος μπόρεσε να
μελετήσει ολόκληρο τον Πλάτωνα; Όπως για παράδειγμα
διαβάζουμε ολόκληρο το Θουκυδίδη ή τον Αισχύλο;
Και η δυσκολία γίνεται σκάνδαλο, αν λογαριάσεις ότι ο
Σωκράτης χτίζει την επαγωγική μέθοδο με τα πιο ευτελή ονόματα
και ρήματα: σαμάρια δηλαδή και πετσιά, κα-νάβια και πέταλα.
"Ονους κανθηλίους λέγει και χαλκέας και σκυτοτόμους και
δυρσοδέψας1.
Η διαλεκτική μέθοδος του Σωκράτη είναι καθαρά Μα-
θηματικά. Που γίνουνται ακόμη πιο δύσκολα, γιατί δεν
προχωρούν με αριθμούς και σχήματα, αλλά με έννοιες. Τι
σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι προσπαθείς να χτίσεις ένα
χτίριο όχι με πέτρες και σίδερα, αλλά με ζώα και πουλιά.
Γιατί όταν λες εμορφιά, δικαιοσύνη, ευσέβεια, πολιτική,
έρωτας, περιγράφεις βιώματα, εμπειρίες, προσδοκίες, λύπη,
αγαλίαση. Και όλα αυτά δεν είναι στοιχεία ύλης αλλά στοιχεία
ζωής. Εδώ έχεις στα χέρια σου σεισμούς, πυρκαγιές, επιστασίες
ήχων, τη χλωροφύλλη, τον άνεμο, τον ποταμό. Και προσπαθείς να
τα μεταχειριστείς όπως ο χτίστης τις πέτρες. Πώς θα το κάμεις
όμως;
Για να καταλάβεις, πόσο λεπτή υπόθεση είναι η διαλεκτική, ο
τρόπος εφαρμογής της επαγωγικής μεθόδου δηλαδή από το
Σωκράτη, όταν διαβάζεις ένα πλατωνικό διάλογο, κάμε το εξής:
προσπάθησε να μαντέψεις τη νέα ερώτηση που θα κάμει ο
Σωκράτης, ύστερα από την απάντηση που δόθηκε στην
προηγούμενη ερώτηση. Εδώ θα νιώσεις ότι σου τσακίζουνται τα
κόκαλα.
Κάποτε παραπονιόμουνα σ' ένα γερμανό ότι διαβάζω με πολλή
δυσκολία τη γοτθική γραφή. - Αν βρίσκεις δυσκολία στο να
διαβάζεις, μου λέει, φαντάσου πόσο πιο δύσκολο θα σου
στεκόταν να δοκιμάσεις να γράφεις τη γοτθική γραφή. Με
τελείωσε.
Το άλλο είναι κάτι άλλο. Επειδή το θετικό και το αρνητικό, η
εμορφιά και η ασχήμια, η αλήθεια και το ψέμ-μα, το καθαρό και
το χυδαίο είναι ενωμένα και αδιαίρετα στη φύση και στη ζωή, η
μέθοδος της επιστήμης που ανακάλυψε ο Σωκράτης μαζί με την
ευεργεσία μας έφερε και τη συμφορά.
Αυτό σημαίνει ότι, ναι μεν η μέθοδος του Σωκράτη μας έδωκε
το αυτοκίνητο, την πενικιλλίνη, το γραμμόφωνο, το 74
προσδόκιμο έτος ζωής, και ένα πέλαγος ανέσεων, αλλά
παράλληλα μας χάρισε το καυσαέριο, τη Χιροσίμα, τους
πλαστικούς έρωτες, τις καρκινογόνες τροφές, την οπή του
όζοντος, και το βόθρο της Μεσογείου. Ο Σωκράτης το πρόβλεψε,
και μας διηγήθηκε το μύθο του Θεύθ και του Θαμμούζ1, που ήσαν
στην Αίγυπτο οι πολιούχοι θεοί των εφευρετών.
Χαρίζοντας, δηλαδή, με την επιστήμη τη χαρά των
απολαύσεων στον άνθρωπο, του χάρισε ταυτόχρονα και το
βραχνά της τιμωρίας.
Αυτό είναι εκείνο που έσπρωξε το Φρόυντ στις μέρες μας να
μιλήσει για «τα δυσάρεστα του πολιτισμού». Ειδικότερα όμως
είναι εκείνο που έφερε το Νίτσε να ονομάσει το Σωκράτη,
εξαιτίας που επινόησε την επαγωγική μέθοδο, φονέα και
νεκροθάφτη της αττικής τραγωδίας2.
Και να σκοτώσεις την αττική τραγωδία δε σημαίνει απλά ότι
σκότωσες το θεό ή τη φύση, αλλά μαζί ότι σκότωσες και τον
άνθρωπο.
Και άλλη φορά τό 'χω ειπεί. Η αττική τραγωδία είναι η
ευγενικότερη κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος. Ποτέ ο
άνθρωπος δεν έφτασε ψηλότερα.
Η αττική τραγωδία είναι η οδηγία για έναν τρόπο ζωής που,
στο βαθμό που μπορεί να τον ακολουθήσει ο άνθρωπος, βάζει τη
ζωή του στην τροχιά του αθάνατου ρυθμού της φύσης. Και ο
ρυθμός της φύσης είναι αθάνατος, γιατί δεν έχει μέσα του την
ανοησία, την αδικία, την τυ-χαιότητα, τον εγωισμό και την τύφλα
που έχει ο ρυθμός των κοινωνιών και της ιστορίας. Όλα εκείνα τα
άνθη του κακού, που ο 'Εγελος τά 'βαλε στο βάζο της πρότασης:
οι κοινωνίες είναι ένας απέραντος θίασος μεθυσμένων.
Η γνώμη του Νίτσε ότι εξαιτίας της επιστήμης που εφεύρε ο
Σωκράτης εφόνεψε την αττική τραγωδία, απλά και εμπράγματα
σημαίνει το εξής:
Στην εποχή του Σωκράτη και από τον κύκλο του, Ασπασία
Περικλής Φειδίας Ικτίνος Σοφοκλής Αναξαγόρας Καλλικράτης
και οι άλλοι, δημιουργήθηκε το αθάνατο έργο της Ακρόπολης. Το
πνευματικό 'Εβερεστ του πλανήτη μας.
Σήμερα την Ακρόπολη την αφανίζει σιγά σιγά η όξινη διάβρωση
που με το θειικό οξύ μετατρέπει το ανθρακικό ασβέστιο σε θειικό
ασβέστιο. Το μάρμαρο δηλαδή το κάνει γύψο. Αλλά τι είναι η
όξινη βροχή; Η όξινη βροχή είναι το δυσάρεστο προϊόν της
σύγχρονης τεχνολογίας. Και η σύγχρονη τεχνολογία είναι η
ακραία συνέπεια στην οποία οδήγησε η εξέλιξη της επιστήμης,
που τη μέθοδο της την ανακάλυψε ο Σωκράτης.
Αυτά για το φως και το σκοτάδι. Ώρα όμως να ιδούμε το
λυκαυγές και το λυκόφως. Την αυγή που θα φέρει τη νύστα
του κάμπου- και το μούχρωμα που θα φέρει την αγρύπνια
του όρους.
218 6 «Αφού λοιπόν, έντιμοι ακροατές, έσβησε το
λυχνάρι και οι δούλοι ήσανε έξω, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω
τις περιστροφές, και να του ειπώ σταράτα εκείνο ο που
ένιωθα. Τον εσκούντησα λοιπόν και του λέω.
-Σωκράτη, κοιμάσαι;
-Όχι ακόμη, μου είπε.
-Ξέρεις τι σκέφτομαι;
-Πες μου λοιπόν, μου κάνει.
-Μου φαίνεται, τού 'πα, ότι μόνο εσύ αξίζεις να γίνεις
εραστής μου. Και νομίζω πως διστάζεις να μου το ειπείς.
Εγώ όμως θα σου εξομολογηθώ ό,τι νιώθω για σένα.
Θεωρώ πολύ ανόητο να μη σου χαρίσω και τούτο, και
ό,τι άλλο θα μου ζητούσες, είτε
ά από την περιουσία μου είτε από τους φίλους μου.
Γιατί για μένα το πιο σημαντικό είναι να γίνω όσο
καλύτερος γίνεται. Και νομίζω πως πάνω σ' αυτό δε θά
'βρισκα συμπαραστάτη καλύτερο από σένα. Γιατί το να
μη δινόμουνα σ' έναν άντρα σαν και σένα, θά 'ταν αιτία
να ντρέπομαι πολύ περισσότερο όσους έχουν μυαλό στο
κεφάλι τους, απ' όσο θά 'ταν αιτία να ντρέπομαι το
χυδαίο πλήθος, εάν σου δινόμουνα.
Και αυτός, όταν τ' άκουσε αυτά, με τη γνωστή ειρωνεία
του τη σφαγερή, και μπαίνοντας κυριολεκτικά στο
στοιχείο του, μου αποκρίθηκε.
- Φίλε Αλκιβιάδη, είσαι μεγάλη ατσίδα, αν είναι
αλήθεια όσα μου λες. Κι αν έχω πράγματι κάποια
ε δύναμη μέσα μου, που κάνοντας της εσύ χρήση θα γινόσουν
καλύτερος. Γιατί, θαρρώ, πως μέσα μου βλέπεις κάποια
εμορφιά δαιμονική, και ασύγκριτα ανώτερη από τη δική
σον εξωτερική ωραιότητα. Αν λοιπόν βλέποντας αυτό
θέλεις να μου το ειπείς, και ζητάς να ανταλλάξεις την
εμορφιά μου με τη δική σου, μα την αλήθεια αποβλέπεις
να λάβεις τη μερίδα του λέοντος. Γιατί βουλήθηκες να
μου δώσεις τη φαινομενική και να λάβεις την
πραγματική εμορφιά. Χαλκό και μπακίρι να δώσεις.
Φλουρί και χρυσάφι να λάβεις. Όμως, καλότυχε, για
σκέψου πιο φρόνιμα. Μήπως με μέτρησες λάθος, και
στην ουσία δεν είμαι παρά ένα τίποτα; Γιατί τα μάτια
του νου μας αρχίζουν τότε να βλέπουν καθαρά, όταν τα
μάτια τον προσώπου μας αρχίζουν να γερνάνε. Κι εσύ
είσαι πολύ μακρυά ακόμη από την ηλικία αυτή. Όταν τ'
άκουσα αυτά, του λέω.
-Εγώ ό,τι είχα να ειπώ, σου τό 'πα. Κι όπως ακριβώς το νιώθω.
Εσύ τώρα κάμε καλά. Ό,τι νομίζεις και για σένα και για μένα.
-Τώρα μιλάς σωστά, μου αποκρίθηκε. Άσε να περάσει ο
καιρός. Να το σκεφτούμε πάλι. Και είμαι σίγουρος πως στο
τέλος θα κάνουμε το καλύτερο, και για σένα και για μένα.
Σαν είπα και σαν άκουσα λοιπόν ετούτα, ενόμισα πως τον είχα
τοξέψει με βέλη, και θά 'πεφτε. Σηκώθηκα τότε, και χωρίς να
του δώσω περιθώρια αντίδρασης, τον ετύλιξα με τη χλαίνη μου
(έκανε και κρύο), εχώθηκα κάτω από τον τρίβωνά του, αγκά-
λιασα με τα δύο μου χέρια ετούτο το δαιμόνιο και σπάνιο
άνθρωπο, κι όλη τη νύχτα κοιμόμουνα μαζί του. Και μη μου
ειπείς, Σωκράτη, πως λέω φαντασίες. Αφού λοιπόν αυτά
έκαμα, εκείνος με άντεξε. Με αγνόησε. Εταπείνωσε την
εμορφιά και τα νιάτα μου. Τα ξευτέλισε. Την εμορφιά και τα
νιάτα μου, που πίστευα, ο ανόητος, πως ήσαν ακαταμάχητα, δι-
καστές και εισαγγελαίοι. Γιατί τώρα δικάζετε την περηφάνεια
του Σωκράτη. Ε λοιπόν, ακούστε το και μάθετε το. Σας
ορκίζομαι στις θεές και στους θεούς, ότι, αφού κοιμήθηκα όλη
τη νύχτα μαζί του, το πρωί σηκωθήκαμε, και δεν είχα κάμει
τίποτα περισσότερο. Παρά είχα κοιμηθεί, σα νά 'χα κοιμη-ά
θεί με τον πατέρα μου ή με το μεγαλύτερο αδερφό μου.»1
Η γιορτή έγινε στην έπαυλη του Αγάθωνα. Οι συνδαι-τυμόνες
ήσαν μερικοί από τους έγκριτους αθηναίους της εποχής. Ο
Φαιδρός, ο Παυσανίας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο κομψός
οικοδεσπότης Αγάθων. Νέος αυτός και ωραίος, και στεφανωμένος
εκείνη τη μέρα με τα πρωτεία σε διδασκαλία τραγωδίας. Ήσαν
ακόμη ο γέρο Αριστοφάνης και ο Σωκράτης. Μεσήλικας κι αυτός,
που στα νιάτα του είχε σπουδάσει τον έρωτα κοντά στη μαντική
ιέρεια Διοτίμα.
Τα φαγητά ήσαν νόστιμα. Και τα κρασιά εκλεκτά. Το δάπεδο
της αίθουσας μάρμαρο παριανό, και οι τοίχοι με παραστάσεις
τέχνης κλασικής. Η νύχτα έσταζε κρουνούς ησυχίας. Οι δούλοι, οι
δίσκοι, τα κροντήρια, οι λαμπάδες, οι παρωψί-δες, τα ερεισίνωτα,
οι σκίμποδες. Και το μετάξι το μενεξεδί.
Αλλά στον αιθέρα της αίθουσας, αόρατος μονάρχης, εδέσποζε
ο δαίμων. Τη λινή ατμόσφαιρα της βραδυάς την κινούσε ο
Έρωτας. Ο γιος του Πόρου και της Πενίας.
Ο καθένας από τους συγκωμαστές είπε και εκράτησε το λόγο
του για τον Έρωτα. Με σοφία, με έλλογο πάθος, με φαντασία
χορευτική. Περίγυρα χυνόταν η κομψότητα και η χάρη. Η
ευαισθησία και η ανάερη σοβαρότητα. Πάρεδρος παντού
παραστέκονταν η φινέτσα και το μουσικό θάλος.
Τελευταίος ομιλητής εμφανίστηκε το άπιαστο και το όνειρο της
ζωής μας. Ήταν ο φιλοσοφικός μύθος της Διοτίμας. Άκουγες,
ωσάν να άκουγες τη φωνή των αιώνων. Τον κρότο από τις
τροχαλίες των άστρων. Και έβλεπες, ωσάν να έβλεπες την κόμη
της θάλασσας αναδετή. Και το λύγισμα το γοργό της αψηλής
φλόγας να χορεύει.
Η Διοτίμα εικόνισε τους ανιόντες αναβαθμούς του έρωτα. Τα
έργα του έρωτα, είπε, αναδύουνται από τη γη, και ανεβαίνουν
σκαλί-σκαλί ως τον ουρανό. Ο έρωτας πρώτα καρπίζει τα ωραία
σώματα. Ύστερα λαξουργεί τις ωραίες ψυχές. Στη συνέχεια
γεννάει τους πλουτοφόρους σκοπούς. Ωσάν την Άπτερο Νίκη
ζωντανεύει τη φτερωτή βούληση.
Για να δημιουργήσει τους εΰεργους δράστες που φυλάγουν τους
ανθρώπους μέσα στην κοινότητα και καλλύ-νουν τη ζωή τους.
Τους νομοθέτες, όπως ο Σόλων και ο Λυκούργος. Τους ευεργέτες,
όπως ο Ηρακλής και ο Θησέας. Τους τυραννοκτόνους, όπως ο
Αριστογείτων και ο Αρμόδιος.
Και τέλος ψηλά ψηλά, εκεί που δεν έχει ψηλότερα, ο έρωτας
γεννάει και καταστερώνει τα αθάνατα έργα της επιστήμης και της
τέχνης. Τον Πολύκλειτο, τον Οβίδιο, τον Ιπποκράτη, την ουράνια
μηχανική, την Ενάτη, την καταγωγή των ειδών, τη θεωρία των
κβάντα, την ανακάλυψη της ακτινοβολίας υποβάθρου.
Οι εύστολοι συζητητές είχαν αποσώσει τους φιλοσοφικούς
λόγους. Μισοκοιμισμένοι είχαν ανεγείρει στα ανάκλιντρα. Και
καθώς η αυγή άρχισε να σπιθίζει αντικρυνά, ο Αριστοφάνης μόνο
και ο Σωκράτης, ξεμέθυστοι πάντα και με τάξη, κουβέντιαζαν
ήσυχα για τους τραγικούς και τους κωμικούς ποιητές. Τότε ήταν
που στην αυλή ακούστηκε ο συχαλασμός.
Ο Αλκιβιάδης και τα συντρόφια του, θυρσοφόροι και
απονύχτες, εγύριζαν τρεκλοί από κάποιο σκυλάδικο. Ο
Αλκιβιάδης με τους χαροκόπους και τις αυλητρίδες, ωραίος σαν
τον Αδωνι. Με βαγιόφυλλα στο κεφάλι και με κισσούς. Και στα
χέρια με κύμβαλα και μαστραπάδες. Ακού-σανε που στο
αρχοντικό του Αγάθωνα γινότανε συμπόσιο και ορμήξανε.
Όταν μπήκε μέσα ο μοιραίος της Αθήνας με άστρα τα μάτια
και σέλινα τα μαλλιά, όταν καλολόγιασε και συνέφερε,
ακκούμπησε στον ορθοστάτη της στιγμής και της πρόκλησης.
Και έτσι, όπως ευρέθηκε και όπως καλέστηκε από την ώρα,
μεθυσμένος, ανακοινωτικός, αυτοσχέδιος, ειλικρινής ως τον
πανικό, ξέσυρε τη σπαραχτική εξομολόγηση που ακούσαμε
μπροστά σε όλους τους νυχτερινούς κωμαστές. Πριν από το
Φρόυντ, ήταν η πρώτη αυτοψυχανάλυση.
Κλείνοντας το Συμπόσιο με αυτό το επεισόδιο-σφαγείο ο
Πλάτων υψώνεται κατευθείαν στις τραγικές επικράτειες του
Σοφοκλή των Οιδιπόδων, και του Θουκυδίδη των Σικελικών. Μα,
διάβολε, ναι. Δε γινόταν αλλιώς. Ο Πλάτων ξεκίνησε σαν
τραγικός ποιητής, και είκοσι χρονώ έκαψε όλες τις τραγωδίες του.
Το επεισόδιο τελειώνει με την ηθική αποθέωση του Σωκράτη.
Ο Σωκράτης δεν είναι αρσενοκοίτης. Είναι ο θρίαμβος, για όσους
τον θέλουν σέμνωμα της αστικής ηθικής.
Ήμουνα είκοσι χρονώ, όταν εδιάβασα το Συμπόσιο. Ήταν ένα
καλοκαίρι. Νυχτοημέρευα σ' ένα δάσος, ψηλά σ' ένα όρος, με
τους ορίζοντες τριγύρω γαλάζιους. Γύρω μου κρατούσε μια
ησυχία ατάραγη. Όταν τελείωσα την ανάγνωση, ένιωσα
αμήχανος. Μια γεύση στυφή είχε πα-ραπομείνει στον ουρανίσκο
του μυαλού μου.
Μα πώς είναι δυνατό! συλλογιόμουνα. Ο Πλάτων εδώ ή
παριγράφει ηθικά συμβαίνοντα έξω από τα όρια της ανθρωπινής
φύσης, που πάει να ειπεί πως η ηθική θεωρία του είναι ουτοπία, ή
λέει ψέματα. Την κουκούλωσε την αλήθεια.
Αλλά πάλι, Πλάτων είναι αυτός! Και να λέει ψέματα; Ανόσια
κρίση.
Γιατί σε κείνο το κατανύχτιο κατάσαρκο αγκάλιασμα του
Αλκιβιάδη και του Σωκράτη δεν έβλεπα τη διαστροφή, αλλά τη
φυσικότητα.
Έβλεπα, δηλαδή, έναν ώριμο στιβαρό άντρα να αγκαλιάζει
ολόγυμνο ένα θηλυκό αλάβαστρο είκοσι δύο χρονώ που άχνιζε.
Έβλεπα να μαστιγώνει άγρια τα δύο σώματα η ιερή πείνα της
σάρκας. Εκείνη η πολυτίμητη στέρηση, που λίγο πιο πριν η
Διοτίμα την είχε ονομάσει Πενία, και τη δημοτολόγησε μητέρα
του Έρωτα.
Πώς είναι λοιπόν δυνατό; ρωτιόμουνα. Κι αν είναι δυνατό,
πώς είναι φυσικό; Όχι, η λύση πρέπει νά 'ναι άλλη. Και άλλη να
είχε δοθεί στο δραματικό επεισόδιο έξοδος.
Δώδεκα χρόνοι πέρασαν, και η απορία με κρατούσε ακοίμητη
και βασανιστική. Κι απάνω στους δεκατρείς ευ-ρήκα την
απάντηση. Ήτανε τότε που διάβασα το Φαιδρό.
Στο Φαίδρο, που ας ειπωθεί ένθετα βρίσκεται το πιο βαθύ
κύτταρο της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, η θεωρία των ιδεών,
βρήκα πολλά πράγματα.
Βρήκα, γιατί ο έρωτας αποβλακώνει, και γιατί ο έρωτας
τρελαίνει τους ανθρώπους.
Βρήκα, γιατί οι έλληνες θελήσανε μοιχαλίδα την πιο ωραία
γυναίκα που έφτασε να πλάσει η φαντασία τους, την Ελένη της
Σπάρτης.
Βρήκα, πόσο υπέροχο πράγμα είναι η ελληνική αρετή, και η
ηθική ελευθερία των ελλήνων. Και πόσο μοχθηρή και αφύσικη
είναι η ηθική των εβραίων. Εκείνο το διαβόητο ου μοιχεύσεις του
μωσαϊκού νόμου. Που το μόνο φυσικό νόημα και η μόνη
κοινωνική σταθερά που το χαρακτηρίζει, είναι να παραβαίνεται
ακατανίκητα από τους περισσότερους ανθρώπους σε όλες τις
εποχές.
Βρήκα, πόσο βαθιά σκύψανε οι έλληνες, και είδανε και
γνωρίσανε τη φύση του ανθρώπου. Δεν τη λέω ψυχή, γιατί η λέξη
ψυχή είναι διαβλημένη και έχει καταντήσει ύποπτη.
Βρήκα, τι είναι η τέχνη του λόγου. Και πώς γράφουνται τα
πολλά ασήμαντα βιβλίδια, και τα λίγα αθάνατα έργα.
Και κυρίως αυτό. Βρήκα τον αγώνα, τη βούληση για δύναμη,
τη φυσικότητα, την υγεία, τον πόνο και την εμορφιά που κρύβει η
αρετή των ελλήνων. Πράγμα που την έκαμε αβάσταχτη σε όλους
τους κατοπινούς. Τους ευρωπαίους, τους νεοέλληνες, τους
"χριστιανούς, τους βουσμανοαμερικά-νους, και όσους άλλους.
Και γι' αυτό τη διαστρέψανε. Και από την αστραφτερή τίγρη της
Σουμάτρας κοιλοπονήσανε και γέννησαν και συγκατοικούν με μια
ψωραλέα γάτα.
Έξω όμως από αυτά, έχω και μια κατάθεση. Διατείνομαι ότι ο
Φαιδρός του Πλάτωνα είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της
παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Στα χρόνια μας τους πλατωνικούς έφηβους τους ανάστησε ο
Καβάφης. Τα νιάτα τους, την εμορφιά και τη χάρη, την αίσθηση
της όρασης, την αφή, την ευφυία τους.
Ο Καβάφης, μέσα στον Κεραμεικό της λυπημένης φαντασίας
του, ανάσκαψε ένα πλήθος από τάφους πλατωνικών εφήβων:
Ενρίωνος Τάφος, Λάνη Τάφος, Ιαση Τάφος, Ιγνατίου Τάφος,
Ίμενος, Λεύκιος, Τέμεθος, Μύρης, Ρέμων, Κήμος Μενεδώρου,
Ιάνθης Αντωνίου, Εν τω Μηνί Αθύρ. Έχεις προσέξει, πόσο
προσέχει ο Καβάφης, ώστε κανένας από τους ηδυμελείς εφήβους
του να μην περάσει τα είκοσι εννέα του χρόνια;
Ένα πρωί λοιπόν, που έξω πυρώνει θείος Ιούλιος μήνας, ο
Σωκράτης κάθεται με τον αστραφτερό Φαιδρό στις όχθες του
Ιλισού ποταμού. Εκεί όπου σήμερα είναι η οδός Καλλιρρόης,
κοντά στο Καλλιμάρμαρο. Κάτω από τις σκιές των πλατανιών
έχουν ξαπλώσει δίπλα-δίπλα, είναι ξυπόλυτοι, και βρέχουν τις
φτέρνες τους στο νερό που κυλάει. Η σκηνή ξαναγυρίζει ατόφυα
στον καιρό μας:
Κι έθεσα εν τω μέσω έναν ωραίον νέον γυμνόν,
ερωτικόν μες στο νερό την κνήμη τη μια τον έχει ακόμη.
Ο Φαιδρός διαβάζει στο Σωκράτη ένα ερωτικό γράμμα που
τού 'στειλε ο ρήτορας Λυσίας, και του προτείνει να γίνει
ερωμένος του. Του Λυσία εννοείται. (Είναι άραγε ονοματική
σύμπτωση που ο Καβάφης, δίπλα στους πολλούς τάφους των
εφήβων του, έγραψε και το ποίημα Λυσίου Γραμματικού Τάφος;)
- Σαν το χέλι στο φλόμο έχω φλομώσει, Σωκράτη, του λέει ο
Φαιδρός. Κοίτα, και πές μου. Ποιος θα μπορούσε να γράψει
καλύτερο γράμμα απ' αυτό; Είμαι έτοιμος να πέσω σαν το σύκο.
- Ωραίο είναι το γράμμα, του λέει ο Σωκράτης.
-Νομίζω ότι ούτε κι εσύ θα μπορούσες να το συντάξεις με
τόση μαεστρία.
-Καημένε μου, τρομάρα σου! του κάνει ο Σωκράτης. Εγώ, βρε
φτωχέ, μπορώ να σπείρω τη θάλασσα κριθάρι. Θα σου γράψω
γράμμα, που θα χάσεις τα πασχαλιά σου. Θα κοιμάσαι
ξύπνιος, και θα το βλέπεις όνειρο.
-Εμπρός, λοιπόν, τι κάθεσαι; τον προκαλεί ο Φαιδρός. Ιδού η
Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
-Προπαντός το πήδημα. Του λέει ο Σωκράτης, και κάθεται και
γράφει το γράμμα.
Ψυχρά, έντεχνα, με λογική τετράγωνη, όλα υπολογισμένα. Του
υποδείχνει, γιατί πρέπει να τον προτιμήσει σαν εραστή σε
σύγκριση με το Λυσία.
Θά 'χεις να λάβεις ετούτα, κι ετούτα, κι ετούτα τα ωφέλη του
λέει. Τι θα πάρεις, τι θα δώσεις, ποιό θά 'ναι το διάφορο.
Επρόκειτο για μια αγοραπωλησία σε ζωοπανήγυρη πρώτης
τάξεως. Ο Σωκράτης, δηλαδή, γράφει το γράμμα πάνω στα
πατήματα της επιστολής του Λυσία. Το πνεύμα των δύο
επιστολών είναι να κάνεις έρωτα μόνο για την ηδονή. Μηχανικό
αλισβερίσι και σύμβαση στυγνή.-Χωρίς το άρωμα της ψυχής.
Χωρίς το φτέρωμα και τη φτερνιά, την ιερή μανία, το άγριο
μεθύσι, την παραφροσύνη. Χωρίς εκείνους τους σπασμούς των
οραμάτων, που κατεβάζουν την ερωτική βίωση στη ρίζα του
κοσμολογικού γίγνεσθαι.
Σαν ετελείωσε το γράμμα ο Σωκράτης, σαν τό 'δωκε στο
Φαιδρό, σαν το διάβασε ο νέος, ο κόσμος τον συνεπή-ρε σαν ένας
τροχός μες στο χάος. Έμεινε μαγεμένος και άλαλος. Έτοιμος να
παραδώσει την πύλη, όπου είχαν κοιμηθεί όλες οι φρουρές.
Τότε, σε μια από κείνες τις άγριες μεταστροφές που
αναποδογυρίζουν τη σωκρατική ειρωνεία σε τραγική, ο Σωκράτης
πέφτει στα πόδια του Φαιδρού ικέτης.
- Την ασέβεια, του φωνάζει σεληνιασμένος. Την ασέβεια και την
ύβρι να μου συχωρέσεις. Και συ και ο Έρωτας. Γιατί μ' αυτά που
έγραψα τον ύβρισα τον έρωτα. Κι είναι φόβος να πάθω το πάθημα
του Στησίχορου. Που τυφλώθηκε, όταν έγραψε ωδή και έβρισε
την Ελένη για άπιστη.
Τώρα ο Σωκράτης αλλάζει τρόπο μουσικό. Αφήνει τις
μειξολυδιστί και περνά στις δωριστί αρμονίες. Αναποδογυρίζει τη
γης, και μέσα της καθρεφτίζει τον ουρανό. Κάνει την
«παλινωδία» του, και μιλά για τον αληθινό έρωτα.
Μονομιάς, τα πουλιά και τα τζιτζίκια, τα νερά και τα δέντρα
σωπαίνουν. Και ακούνε ακούσματα ανάκουστα.
Εμάς των ανθρώπων η ύπαρξη, λέει, μοιάζει με άρμα που το
σέρνουν δυο άλογα. Και στη μέση ο ηνίοχος που τα οδηγεί.
Είναι ένας αρματηλάτης σαν εκείνον, που πενήντα χρόνια
παλιότερα είχε χαλκουργήσει στους Δελφούς ο Πυθαγόρας από το
Ρήγιο.
Το ένα άλογο είναι το κακό. Είναι το Επιθυμητικό, τα πάθη
μας, η δύναμη που μας τραβά στην αδικία και στην άνομη ηδονή.
Μια μέρα θα το ειπούνε id.
Το άλλο άλογο είναι το καλό. Είναι το Θυμοειδές, η βούληση
μας, η δύναμη να αντισταθούμε στον πειρασμό, να νικήσουμε τα
πάθη μας, να μην κάνουμε το ανήθικο. Μια μέρα οι άνθρωποι θα
το ειπούνε ego.
Ο ηνίοχος είναι το Λογιστικό. Είναι η νόηση, η σύνεση και η
φρονιμάδα μας, που με το φως του λόγου προσπαθεί να ημερώνει
τα πάθη μας. Μας υποδείχνει πάντα την επιλογή του ενάρετου και
του δίκαιου δρόμου. Μια μέρα θα το ειπούνε superego o l
άνθρωποι.
Με τέτοια άρθρωση στοιχείων και δυνάμεων ζωγραφίζει ο
Σωκράτης τον εραστή και τον ερωμένο, και τους ρίχνει στη
μεγάλη πάλη.
Θα πηδοπηδηχτούν τα δύο ακόλαστα άλογα; Έπι-πηδάν1 είναι
το ρήμα του αγνού πρωτότυπου. Θα κυλιστούν ο εραστής και ο
ερωμένος στη δροσερή κόλαση της σάρκας και της ηδονής. Η
λύση που θα δώσει εδώ ο Σωκράτης θά 'ναι εκείνη του
Συμποσίου, ή άλλη; Πιο κοντινή στον άνθρωπο και στη φύση του;
Για να τοποθετηθούμε σωστά απέναντι σε τούτη τη φονική
καταιγίδα, όπου η ψυχή μας ιδρώνει και παθαίνεται, και φρικιά
και τρέμει, πρέπει να μεταβάλουμε τις προοπτικές. Από τον
αρχαίο καιρό να τις φέρουμε στο χωριό μας και στο σήμερα. Να
τις ιδούμε να ζωντανεύουν.
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως εκείνοι που στέκουνται αντίκρα
έτοιμοι να κατασπαραχθούν μέσα στην εγκράτεια και στην
αντίσταση, ή στο παράδομα και την ηδονή τους, και τα δύο
σημαίνουν το ίδιο πράγμα, δεν είναι ο εραστής στα σαράντα του
και ο ερωμένος στα δεκαοχτώ του χρόνια, αλλά ένας άντρας και
μια γυναίκα της εποχής μας.
Είναι και οι δύο έγγαμοι, φρόνιμοι, θαλεροί, με οικογένειες
χαρούμενες. Και έμορφοι σαν τη Φραντζέσκα και τον Πάολο
Μαλατέστα. Αυτά λοιπόν τα συμβατικά δείγματα συναντιούνται
ξαφνικά, γνωρίζουνται, μαγεύουνται ο ένας από τον άλλο.
Ερωτεύουνται με σεισμό και με πλημμύρα. Τι θα κάνουν; Θα
παραδοθούν στην ένοχη επιθυμία; Θα απιστήσουν στους
συντρόφους τους; Θα νικήσουν το πάθος που πλησιάζει με
γλώσσες πυρκαγιάς; Θα μπορέσουν να σφαγιάσουν μέσα τους το
πανέμορφο αγρίμι της ανομίας;
Σιγά σιγά, μη σπεύδετε! Η λύση είναι κοντά. Προσέχετε, πώς
το λίγο λίγο γίνεται πολύ. Η πλατιά κινήση των δύο ψυχών γράφει
το χορό της πέστροφας στα νερά. Άλλοτε φέρνει στην αντίσταση
με τη χαρά της νίκης, άλλοτε στο παράδομα με την αγωνία της
μάχης. Προσέχετε τη σύνδεση του ευγενικού με το χυδαίο στην
παντοδύναμη Αρχή της πραγματικότητας. Την ανάγκη για
υπαρκτική εγρήγορση σε όλη μας τη ζωή. Κολυμπήστε μέσα στα
κα-ταιγιδοφόρα σύννεφα. Μιλά ο Σωκράτης:
«Και από τα δύο άλογα είπαμε πως το ένα είναι το d253
καλό, το άλλο όμως όχι. Μα ποια είναι η καλοσύνη του καλού
και ποια η κακοσύνη του κακού, αυτό δεν το είπαμε, και θα το
ειπούμε τώρα.
Το ένα λοιπόν από αυτά, πού 'ναι της μοίρας της καλής,
έχει όρθιο το παράστημα, είναι καλοδεμένο στην άρθρωση,
και έχει τον αυχένα ψηλά. Έχει γρυπά τα ρουθούνια, είναι
ολόλευκο και με μάτια κατάμαυρα. Είναι φιλότιμο, με
φρονιμάόα και με αιδώ, και αγαπά τη γνώμη την αληθινή. Δε
δέχεται καθόλου το μαστίγιο, και υπακούει πρόθυμα στο λόγο
του ηνίοχου.
Το άλλο όμως είναι ένας σωρός από κρέατα, στρα- e
δόκορμο και παχύσαρκο. Είναι σκληροτράχηλο και
κοντόλαιμο, με ρουθούνια πλακουτσωτά, και μαυρει-όερό.
Και τα μάτια του σε ανοιχτό χρώμα ξεχυμένο στάζουνε αίμα.
Είναι ακόλαστο και αλαζονικό, με αυτιά τριχωτά και
βαράκονα. Με δυσκολία δαμάζεται από τα σπηρούνια και το
μαστίγιο.
Όταν λοιπόν ο ηνίοχος ιδεί το βλέμμα το ερωτικό, και
καθώς το αντικρύζει πυρώνεται η ψυχή του και κατακλύζεται
από τον οίστρο και την άγρια συνταρα-χή του πόθου, το καλό
από τα δύο άλογα, όπως πά-
ντα έτσι και τώρα, συγκρατιέται από τη φυσική του 254 αιδώ, για
να μην πηδήσει τον ερωμένο. Το άλλο όμως ούτε τα σπηρούνια
νιώθει ούτε το μαστίγιο του ηνίοχου. Αλλά συνταράζεται όλο, και
ορμά βίαια, και προκαλεί αταξία μεγάλη και στον ομόζυγα ίππο
και στον ηνίοχο. Και τους αναγκάζει να ορμήσουν στον ερωμένο,
καθώς τους υπενθυμίζει λάγνα την ηδονή του έρωτα. Αυτοί οι δύο
όμως αντιστέ-κουνται στην αρχή, γιατί σπρώχνουν-ται να τολμή-
σουν πράγματα ανομολόγητα και φοβερά. Στο τέλος όμως, επειδή
το κακό δεν έχει κράτο, υπακούουν 6 και ακολουθούν, στέργουν
και ομολογούν ότι θα πράξουν εκείνο που ζητά τόσο επίμονα ο
κακός ίππος.
Έτσι πλησιάζουν τον ερωμένο, και ατενίζουν την
αστραφτερή του όψη. Καθώς λοιπόν την αντικρύζει ο
ηνίοχος, ο νους του έρχεται στη φύση της εμορ-φιάς, που
στοχαστικά την ξαναβλέπει να κάθεται απάνω σε βάθρο
αγνό.
Και καθώς τη βλέπει, τονε κυριεύει τρόμος, και ο αναπηδά
προς τα πίσω σαστισμένος. Έτσι πέφτοντας πίσω συνέλκει με
τόση σφοδρότητα τα ηνία, ώστε τα δύο άλογα λυγίζουν τα
καπούλια τους ως το χώμα. Το ένα το κάνει εκούσια, γιατί δεν
αντιστέκεται. Το άλλο όμως το κάνει με μεγάλη δυσαρέσκεια.
Και σαν ξεμακρύνουνε λίγο, το ένα από κατάπληξη και
αιδώ βρέχει με ιδρώτα όλη του την ψυχή. Το άλλο όμως, σαν
του περάσει ο πόνος που ένιωσε από το πέσιμο και τα γκέμια,
παίρνει ανάσα, και αρχίζει ύστερα με πολύ θυμό να βρίζει και
τον ηνίοχο και τον ομόζυγα, γιατί λιποταχτήσανε άνανδρα και
δει-ά λά, και δεν εκράτησαν το λόγο τους.
Και τους σπρώχνει πάλι να πλησιάσουν τον ερωμένο,
κι εκείνοι δε θέλουν, και παρακαλούν να το αναβάλουν
για μια άλλη φορά. Και σαν έρθει η στιγμή που
συμφώνησαν, ο ηνίοχος και ο καλός ομόζυγας κάνουν πως
το ξεχνούν. Ο κακός όμως ίππος τους το θυμίζει και τους
βιάζει. Χλιμιντράει και τονς τραβάει βίαια, να
ξαναπλησιάσουν τον ερωμένο για το ίδιο πράγμα. Και
όταν τον πλησιάσουν, σκύβει κάτω το κεφάλι, ανασηκώνει
λεπιδωτή την ουρά, δαγκώνει τους χαλινούς, και τραβάει
ακράτητο.
Ο ηνίοχος όμως παθαίνει πάλι, και πιο έντονα τώρα, εκείνο
που έπαθε και πρωτύτερα. Ορθώνεται προς τα πίσω, σα να
βρήκε μπροστά του τεντωμένο σκοινί, και μέσα από τα δόντια
του λάγνου αλόγου τραβάει με μεγαλύτερη ορμή το χαλινάρι
προς τα πίσω. Ματώνουν τότε τα σαγόνια και η κακόλογη
γλώσσα, και το αναγκάζει να ακκουμπήσει βίαια τα καπούλια
στο χώμα. Και το κάνει να πονάει.
Αφού λοιπόν πάθει το ίδιο πράγμα πολλές φορές ο πονηρός
ίππος, στο τέλος υποτάζεται ταπεινωμένα, και πια ακολουθεί
πειθήνια τον ηνίοχο. Και σα βλέπει πια τον ερωμένο, χάνεται
από τον τρόμο του. Έτσι, η ψυχή τον εραστή, χωρίς την κακή
ενόχληση, ακολονθεί με αιδώ και με φόβο τον ερωμένο.
Ο ερωμένος τότε δέχεται όλη τη λατρεία τον εραστή του,
και τιμάται σα νά 'τανε θεός. Όχι προσποιητά, αλλά αληθινά
και γνήσια. Και επειδή έχει από την ίδια τη φύση του
συγγένεια με τον εραστή του, εάν οι σύντροφοι τον πρωτύτερα
ή κάποιοι άλλοι τον έκαναν να νποψιάζεται, λέγοντας τον πως
δεν είναι καλό να πλησιάζει κάποιον πον είναι ερωτεν-μένος
μαζί τον, και γι' αντό απωθούσε τον εραστή, τώρα καθώς
περνά ο καιρός, η ανάγκη και η ηλικία τον φέρνονν να
πλησιάζει μπιστεμένα τον εραστή. Γιατί δεν είναι προορισμένο
ο κακός να δένει φιλία με τον κακό, ούτε ο καλός να μη δένει
φιλία με τον καλό.
Καθώς λοιπόν τον πλησιάζει τώρα και σνχνοκον-βεντιάζει
μαζί τον, η εικόνα πον τον δείχνει ο εραστής τον εκπλήσσει.
Έτσι, σιγά σιγά κατανοεί πως η φιλία πον τον δείχνονν όλοι οι
άλλοι φίλοι και οι σνγγενείς τον είναι ένα μικρό μέρος,
μπροστά στη φιλία πον νιώθει γι' αντόν ο ένθεος εραστής τον.
Όταν λοιπόν κάνουν πολύ καιρό συντροφιά, και ο
πλησιάζουν και αγγίζουν ο ένας τον άλλο στη γυμναστική και
στις άλλες επαφές, τότε η φορά εκείνου του ρεύματος, που ο Δ
ίας όταν αγαπούσε το Γα-νυμήδη την είπε ίμερο, φέρνεται με
πολλή ορμή στον εραστή, και ένα μέρος της χύνεται στην ψυχή
του. Ένα άλλο, όταν γιομίσει η ψυχή τον, χύνεται έξω.
Και όπως ο άνεμος ή ο ήχος αντιδονεί, όταν προσπέσει σε
λείο και στέρεο σώμα, και επιστρέφει εκεί απ' όπον ξεκίνησε,
έτσι γίνεται και με τη ροή της εμορφιάς. Γιατί ξαναγυρίζει
πίσω στον έμορφο ερωμένο μέσα από τα μάτια του, που η
φύση τα προόρισε να οδηγούν στην ψυχή. Κι άμα φτάσει και ά
την αναφτερώσει, ποτίζει τους πόρους των φτερών, τα κινάει
να μεγαλώσουν, και γιομίζει και την ψυχή του ερωμένου με
έρωτα.
Αγαπάει λοιπόν ο ερωμένος τώρα, αλλά δεν ξέρει ποιόνε.
Κι ούτε καλολογιάζει τι έπαθε, ούτε ημπορεί να το
παραστήσει. Αλλά σα να του μεταδόθηκε αρρώστεια στα
μάτια από κάποιον άλλο, δεν ημπορεί να ειπεί πώς. Και
δεν καταλαβαίνει ότι μέσα στον εραστή βλέπει τον εαυτό
του σαν μέσα σε καθρέφτη.
Όταν λοιπόν ο εραστής είναι κοντά του, του περνά ο πόνος,
όπως περνά και σ' εκείνον. Όταν όμως είναι μακρυά, ζητούν ο
ένας τον άλλο, γιατί έχει τον αντέρωτα είδωλο του έρωτα. Και
αυτό το λέει β και το νομίζει όχι έρωτα αλλά φιλία. Και
επιθυμεί όμοια με τον εραστή, αλλά πιο αδύνατα, να τον βλέ-
πει, να τον αγγίζει, να τον φιλάει και να ξαπλώνει δίπλα του.
Κι όπως είναι φυσικό αυτό το κάνει όλο και πιο συχνά.
Όταν λοιπόν είναι ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, ο πονηρός ίππος
του εραστή όλο και κάτι έχει να ειπεί στον ηνίοχο, και του ζητάει
σε αντάλλαγμα της μεγάλης στέρησης νά 'χει και μια μικρή
απολανή. 256 Αλλά και τον ερωμένου ο λάγνος ίππος δεν έχει να
ειπεί τίποτα. Αλλά γιομάτος πόθο και κέντρισμα αγκαλιάζει και
φιλάει τον εραστή, σα να φιλάει κάποιον πολύ έμπιστο φίλο.
Και καθώς είναι ξάπλα μπορεί να γίνει να μην αρνηθεί να
δοθεί στον εραστή, εάν τον το ζητήσει. Ωστόσο ο ομόζνγος
ίππος και ο ηνίοχος εξακολον-θούν να αντιστέκοννται με αιδώ
και με φρόνηση.
Εάν λοιπόν επικρατήσει η ανώτερη σφαίρα της ύπαρξης
και τονς οδηγήσει σε ζωή φιλοσοφημένη και πειθαρχική,
περνούν τη ζωή τονς εδώ ομονοητι-κή και καλόζηλη. Γιατί και
οι δύο είναι εγκρατείς και κόσμιοι. Και πετνχαίνονν να
κνριαρχούν στο κακό κομμάτι της ψνχής τονς, και να
ελενθερώνονν το ενάρετο. Και σαν φθάσονν στο τέλος της
ζωής, γίνοννται απάλαφροι και φτερωμένοι. Γιατί έχονν
νικήσει στο ένα από τα τρία αγωνίσματα, τα αληθινά
Ολνμπιακά. Και αγαθό μεγαλύτερο από τούτο δεν ημπορεί να
δώσει στον άνθρωπο ούτε η ανθρώπινη φρονιμάδα ούτε η θεία
εμπνοή.
Αν όμως ζονν πολνάσχολη ζωή και αφιλοσόφη-τη, και από
κοντά φιλόδοξη, τότε θα τύχει κάποτε, σ' ένα μεθύσι ή σε μια
ώρα απρόσεχτη και ννσταγ-μένη, και οι δύο ακόλαστοι ίπποι
θα σνλλάβονν αφρούρητη την ύπαρξη τονς. Τότε θα
σνναγροικη-θούν σε σμίξιμο. Και πια θα διαλέξονν και θα κά-
νονν εκείνη την πράξη, πον το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει
ενδαίμονη.
Και σαν το κάνονν μια φορά, θα το ξανακάνονν. Πλην
όμως πολύ σπανίως. Γιατί κάνονν πράξη πον δεν την
αποδέχοννται με όλη τονς την ύπαρξη.
Και τούτοι βέβαια είναι αγαπημένοι μεταξύ τονς, αλλά
λιγότερο από τονς άλλονς που δεν το κάνανε. Γιατί και τις
ώρες πον συνενρίσκουνται και τις άλλες περνούν τη ζωή τους
με την αίσθηση ότι δίνουν και λαβαίνουν μεταξύ τονς τις
μεγαλύτερες εγγνήσεις. Και θεωρούν ανέντιμο να λύσονν το
δεσμό τονς και να καταντήσονν σε έχθρα. Και στο τέλος της
ζωής τονς πεθαίνονν χωρίς βέβαια φτερά, αλλά διατηρώντας
την ορμή πον είχανε να αποχτήσονν φτερά.
Ωστόσο δεν είναι μικρό το έπαθλο που λαβαίνουν για την
τέτοια ερωτική τους δίαιτα. Γιατί ο νόμος ορίζει πως δεν είναι να
πάνε στα σκοτάδια και στους δρόμους του Άδη εκείνοι που
άρχισαν την ουράνια πορεία τους. Αλλά να είναι ευδαίμο-ε νες,
και να διάγουν ζωή φωτεινή. Έτσι θα περπατούν ο ένας δίπλα
στον άλλο, έως ότου έρθει ο καιρός να γίνουν φτερωτοί. Εξαιτίας
που αγαπήθηκαν πολύ.»1
Μέσα σε τούτες τις τρεις παραγράφους του Φαιδρού ο Πλάτων
ιστόρησε τον Άτλαντα της ύπαρξης του ανθρώπου. Εγκλείουν
ατελείωτη ενέργεια φλόγας και βασάνου και λαχτάρας.
Το διαβασίδι σε τούτους τους τόπους είναι υπόθεση τραχιά.
Ευκολότερο θα 'ρχότανε στον πεζοπόρο να περπατήσει ξυπόλυτος
τους ακανθώνες της Λυκίας, παρά να περάσει από δω.
Στην όλη διήγηση τα σημεία που αγγίζουν τα όρια είναι δύο.
Το ένα λέει: τήν υπό των πολλών μακαριστήν αΐρεσιν
ειλέσθην τε και διεπραξάσθην. Δηλαδή, διαλέγουν και κάνουν την
πράξη, που το άκριτο πλήθος τη λογαριάζει ευ-δαίμονη. Αυτό
σημαίνει ότι στο ερώτημα, εάν ο Σωκράτης υπήρξε αρσενοκοίτης,
ο ίδιος ο Σωκράτης απαντά: δε θα το απέκλεια.
Βέβαια, θά 'τανε αλλόκοτο, και σε κάθε περίπτωση τρόπος
γραφής μη ελληνικός, εάν ο Πλάτων πιανότανε να μας διηγηθεί
ένα πήδημα του Σωκράτη. Ο Πλάτων είναι ποιητής. Δεν είναι
Εμπειρίκος. Είναι ένας επώνυμος μεγάλος και πρώτος στην
ιστόρηση της ύπαρξης. Δεν είναι η φιλήδονη μαϊμού στη
μεταχείριση της σάρκας.
Το δεύτερο λέει: σπανία δέ. Δηλαδή, αφού το κάνανε μια φορά,
θα το ξανακάνουν, αλλά πολύ σπανίως.
Αυτό σημαίνει πως, εάν οι παράνομοι εραστές δίνου-νται ο
ένας στον άλλο για μια νύχτα κάθε έξι ή δώδεκα μήνες, το τίμημα
που πληρώνουν είναι πολύ ακριβό. Ο πόνος, δηλαδή, και η οδύνη
από τη στέρηση και το βασανισμό που γιομίζει τα χάσματα της
απουσίας από τη μία έως την άλλη φορά, είναι πολύ μεγαλύτερος
από τη χαρά που χαίρουνται, όταν πολύ σπανίως χαρίζουνται ο
ένας στον άλλο.
Εδώ έχουμε μια καίρια στιγμή της διήγησης. Γιατί
προσδιορίζει την ανθρωπιά και την ελευθερία της ελληνικής
αρετής. Τη σπανιότητα δηλαδή του νά 'σαι και να μένεις
άνθρωπος, χωρίς να παραβιάζουνται ούτε τα όρια των νόμων της
φύσης ούτε τα όρια των νόμων των ανθρώπων. Είναι ένα ακόμη
νοητικό παράδειγμα, όπου εφαρμόζεται η θεωρία της
απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Σύμφωνα με το πνεύμα του Σωκράτη εδώ, το νά 'σαι και να
μένεις άνθρωπος δηλώνει ότι δεν κρεουργείς το φυσικό της
ανθρώπινης ύπαρξης με διαταγές-γιαταγά-νια του τύπου «ου
μοιχεύσεις» των εβραίων. Το «ου μοι-χεύσεις» απεργάζεται
καταπίεση, απωθήσεις, νευρώσεις, τροπές διαστροφές, το
ξερίζωμα του φυσικού ελιξήριου, την καταχέρσωση του ψυχικού
τοπίου, την ερωτική τε-ρατογένεση και τερατουργία, και όχι μόνο.
Μία Βαστίλ-λη χτίζει για σένα και για τους άλλους, όπου
φυλακίζεται το κελαηδητό του βίου μας μέσα στα βάσανα και τη
βία του.
Η οδηγία αρετής του ελληνικού τρόπου, όπως την καταθέτει ο
Πλάτων σ' αυτές τις τρεις παραγράφους του Φαιδρού, μας λέει:
Να χαίρεσαι τη ζωή σου τη σύντομη και την ανεπίστροφη.
Αλλά μέσα στο ρυθμό και την τάξη. Φυσική και ελεύθερη, να
κρατάς την εμορφιά των παθών, ένα κύπελλο στο χέρι σου από
αγνό ασήμι. Αλλά με γνώση και με πειθαρχία. Εκείνο που θα σε
κρίνει δεν είναι η ηθική σου πτώση, αλλά η βούληση για δύναμη
που θα βρίσκει το δρόμο να σε ανεβάζει ξανά στην καθαρή σου
αρχικό-τητα.
Η ζωή μας είναι ένας τελεστήριος αγνισμός απάνου στη φλόγα
της αρετής. Την παρασταίνει η πράξη που επιχείρησαν η Δήμητρα
και η Θέτις για το Δημοφώντα και τον Αχιλλέα. Οι θεές για τα
μωρά. Και που τη διακόψανε έντρομοι η Μετάνειρα και. ο
Πηλέας. Οι θνητοί για τα μωρά.
Ο Σωκράτης ήταν ένα τραγικό πρόσωπο. Όχι γιατί ήπιε το
κώνειο, αλλά γιατί ήξερε ότι στη φύση υπάρχει και το κώνειο. Όχι
γιατί τον δικάσανε οι συμπολίτες του, αλλά γιατί ήξερε ότι η φύση
δικάζει το λευκό γιασεμί στον κήπο να μαραίνεται το χειμώνα,
και το λευκό χιόνι στο όρος να λειώνει το καλοκαίρι.
Ο Σωκράτης ήτανε τραγικός. Όχι γιατί κατηγορήθηκε ότι
διαφθείρει τους νέους. Αλλά γιατί έβλεπε ότι, παρότι σοφός και
με ωραία ψυχή, ήτανε άσχημος και γέρος. Και οι έφηβοι, παρότι
με άπλαστη ακόμη ψυχή, ήτανε νέοι και ωραίοι.
Ο Σωκράτης ήτανε τραγικός. Όχι γιατί δε φορούσε τους
χιτώνες και τις χλαμύδες του σοφιστή Πρωταγόρα, και δε
μοσκοβολούσε τις πομάδες του. Αλλά γιατί ήξερε ότι μέσα στη
φύση, δίπλα στην ευωδιά της ματζουράνας και του βασιλικού,
υπάρχει η ανυπόφορη δυσωδία του ανθρώπινου σώματος, όταν
σαν πτώμα το αποδομούν τα σκουλήκια.
Ο Σωκράτης ήτανε τραγικός. Όχι γιατί τον καταδίκασε ανόητα
η Ηλιαία να πιει το φαρμάκι, αλλά γιατί μόνος του καταδίκασε
τον εαυτό του να πιει φρόνιμα το φαρμάκι. Γέρος πια, για να
γλυτώσει από την άχρηστη ζωή και το άθλιο γήρας.
Δεν εξαπατήθηκαν οι αθηναίοι να τον δικάσουνε άδικα. Ο
ίδιος εξαπάτησε τους αθηναίους να τον δικάσουνε δίκαια.
Ο αρχιτέκτονας της καταδίκης του Σωκράτη δεν ήταν η
δικαστική πλάνη ενός λαού που δεν ήξερε. Αλλά η τραγική σοφία
ενός ανθρώπου που ήξερε.
Ο φρόνιμος ένας μεταχειρίστηκε σαν εργαλείο τους άφρονες
πολλούς.
Γνωρίζεις, τίμιε αναγνώστη, ποιες ήσαν οι τελευταίες λέξεις
του Σωκράτη;
Όταν πια είχε ενεργήσει το δηλητήριο· όταν είχαν εκταθεί και
άρχισαν να παγώνουν τα σκέλη- όταν το πανέξυπνο βλέμμα
άρχισε να γίνεται ατενές· και ο φύλακας δακρυσμένος ανάγειρε
κατάλληλα το σώμα, για να ξεψυχήσει όσο γινότανε πιο ανώδυνα.
Τότε ο Σωκράτης εκοίταξε βασιλεμένα ολόγυρα τους μαθητές
του. Εστράφηκε στον αγέρα, που άρχισε στα μάτια του να πήζει,
και είπε τα στερνά λόγια: ώ Κρίτων, τω Ασκληπιό) όφείλομεν
άλεκτρνόνα- άλλ' άπόδοτε και μη αμελή ση τ ε1. Ε' Κρίτων, να
προσφέρουμε θυσία ευχαριστίας στον Ασκληπιό έναν
αλεκτρυόνα. Μα να το κάμετε. Μην ξεχαστείτε.
Τι υπονοεί τούτη η παράξενη κουβέντα;
Ολάκερη η ζωή μου εστάθηκε μια αρρώστεια- τώρα που
φεύγω, εκείνο που στην ουσία φεύγει δεν είναι η ζωή αλλά η
αρρώστεια. Σε ποιον άλλο λοιπόν χρωστώ να ομολογήσω χάρη,
παρά στο γιατρό που με γιάτρεψε; Στον Ασκληπιό, το θεό της
υγείας!
Μόνο που ο Σωκράτης εκείνη την ώρα δε μιλούσε για
λογαριασμό του μόνο. Μιλούσε για κείνους, που ενώ γεννιούνται
ζώα όπως όλοι μας, καθώς τελειώνουν, φτάνουν να γίνουν
άνθρωποι, όπως οι λίγοι από μας.
star

0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο: