Ο ΕΛΛΗΝΟΕΛΛΗΝΑΣ
Εχάσαμε τότε στεριές μεγάλες και θάλασσες πλατιές, που για
τριάντα αιώνες ήσαν ατόφυα Ελλάδα. Σήμερα τις κοιτάμε από
μακρυά, όπως εκοίταγε ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης από τη
Ζάκυνθο το Μοριά, και έκλαιγε.
Και με το κυάλι αγνάντευε, και με το κυάλι βλέπει, Βλέπει τη
θάλασσα πλατιά και τη στεριά μεγάλη. Τον πήρε σαν παράπονο.
Τις κοιτάμε με βαριά την οδύνη ότι τις χάσαμε, και με ελάχιστη
την ελπίδα ότι θα τις ξαναπάρουμε. Κι αφήστε την κυρα-Δέσποινα
να πολυδακρύζει.
Και ο Ατατούρκ, που έδιωξε το φερετζέ από τις τούρ-κισσες και
έφερε το λατινικό αλφάβητο στα τουρκόπουλα, έκαμε και κάτι
άλλο. Εδασκάλεψε τους δασκάλους και τους ξεναγούς να λένε στη
Φραγκιά, που τουριστολογάει στη Μίλητο και στις Κλαζομενές, ότι
δεν ήταν Όμηρος εκείνος ο τυφλός τραγουδιστής αλλά Ομέρ. Όπως
λέμε Ομέρ-Βρυώνης, πασάς του Ζητουνιού, που παττάλεψε τον
Αθανάση Διάκο στο ποτάμι της Αλαμάνας.
Και τι να ειπείς για το χαμπέρι; Που έρχεται το πρωί, και το
δείλι πίνουμε το ουζάκι μας στο Κατακάλι και στην Πειραϊκή Ακτή.
«Ω σύντροφε, πώς πέσαμε στο λαγούμι του φόβου;»
Όλα καλά και περίκαλα τά 'χουμε με την πατρίδα. Με το
έθνος, την ιστορία μας, και τους «αρχαίους ημών πρόγονοι».
Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους
έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες,
και η μοδίστρα με τα κριάρια.
Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και
ταρτουφίζουμε για «τσι γενναίοι προγονοί» σαν τι; Όπως εκείνος ο
τράγος του Σικελιανού- που εσήκωνε το απανω-χείλι του, εβέλαζε
μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη
θάλασσα της Κινέττας.
3Ohne meinen Bogen wird kein Ilion erobert.
Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο
Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη.
Όταν είσαι μέσα στο μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο
νά 'χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν
έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από
έλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το
θαλασσοφίλητο νησί.
Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες
έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση
καίρια.
- Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την
Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του
πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο
κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει
όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και την Αθήνα;
Η απόκριση που του δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε,
τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελή δες του Κιουταχή
στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός
Καραϊσκάκης.
- Ποια Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για
ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω
κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη
μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό
μοιρολόι;
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, Και
πεθαμένο γράψε με.
Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το
ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον
κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα
παράπονο ή κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι
της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση,
όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.
Αυτή είναι η εικόνα που έχουνε οι ξένοι για την Ελλάδα.
Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο
πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε
στο Μοριά1; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας
πολιτικός.
Λάβε τη σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποι-
ότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας
περιγράφεις τι βλέπεις.
Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης
σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1: 5 χ ΙΟ6,
θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από
χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ' αυτούς τους χίλιους οι έλληνες
είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα
στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να
συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη
σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια
γλώσσα που δε μιλιέται, και σε μια γραφή που δε διαβάζεται. Λίγο
μουστάκι, λίγο πρικοιόύλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι,
βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας.
Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.
Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με
μια ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πώς και δεν
πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.
Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την
αρχαία εννοώ, γιατί για τη νέα δεν έχουν ακούσει, και βάλουν
απέναντι της εμάς τους νεοέλληνες, φέρνουν στο μυαλό τους άλλες
παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που
περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά 'χουν,
συλλογιούνται, ετούτοι οι φελλάχοι του Μισιριού σήμερα με τους
αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους;
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλ-
ληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διάφορων Φαλμε-ράυερ
έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι
τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και
τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας
δάχτυλο.
Και βέβαια. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μέγας
γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που έλεγε, -ορθά- κι από
την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του
σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά;
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι
εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους
αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.
Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα
ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι1, τουρκο-λογιά και
αράπηδες. Είμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή,
με τους κουμπέδες και τους τρούλλους πάνω από τα σπίτια των
χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες
φιγούρες αγίων στους τοίχους των εκκλησιών.
Οι ευρωπαίοι βλέπουνε τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στη
Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα,
κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάνε ανακατωμένοι και
ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.
Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς. «Αυτοί οι
πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρε-ψαν το έθνος». Έτσι
γράφει ο Παπαδιαμάντης2.
Θέλεις νά 'χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο
του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων,
το καλυμμαύκι Μακαρίου Β' της Κύπρου. Και τα γένεια τα
καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί
φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη
έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα
φωτογραφία στον τοίχο.
Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την
εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις
διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς,
καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες
τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη.
Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.
Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας
Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό
κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες
του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε
στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν
την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη
στήλη, σ' ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με
περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο
φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να
τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να
τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θά 'χει να σου ειπεί:
άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι
βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:
- Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια
μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες;
Αλλά είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε
στα πεδία των επιχειρήσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που
αποτεφρώνει το σπιτάκι μας.
Γιατί είμαστε σβησμένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η
Μακεδονία γίνεται Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο
διεκδικιέται ως το mare nostrum των Οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος
της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία
του παλιού οθωμανικού κράτους, που αποσχίσθηκε και πρέπει να
μας ξανα-προσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της Αλβανίας έχει να λέ-
ει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από το Μεσαίωνα
και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ, και ο
Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της
Πόλης1 γίνανε χίλιοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης
θρασομανούν, και γίνου-νται όγκος κακοήθης που 'τοιμάζει
μεταστάσεις;
Γιατί δύο από τους πιο σημαντικούς ποιητές μας, ο μέτριος
Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης, καταγράφουνται στις διεθνείς
ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους μισό έλληνες μισό
τούρκοι2;
Γιατί όλα τα αυτονόητα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι και
αλβανοί, βούλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και
βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες
προκλήσεις, σαν υλακές και κλεφτοε-παιτείες; Ποια τύφλωση μας
φέρνει να μη βλέπουμε ότι στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι
οι παλαιοί εκείνοι γραικολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του
Γιουβενά-λη και του Κικέρωνα;
Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία.
Μέσα στη χώρα, μέσα στην παιδεία δηλαδή και την παράδοση
μας, εμείς περνάμε τους εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί που οι έξω από
τη χώρα μας βλέπουνε ποντίκια. Θαρρούμε πως είμαστε τα
παιδόγγονα του Αριστοτέλη και του Αλέξανδρου. Οι ξένοι όμως σε
μας βλέπουνε τις μούμιες που βρεθήκανε σε κάποια ασήμαντα
Μασταβά. Γιατί;
Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια
απλή εξίσωση με δύο όρους και ένα ίσον. Είναι 'τη: νεοέλληνες ίσον
ελληνοεβραίοι.
Αν εφαρμόσουμε αυτή την εξίσωση στα πράγματα, θα μας δώσει
δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε σε εθνική πόλωση. Το
δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς εθνική ταυτότητα.
Οι νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο.
Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι.
Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δε γεννούν.
Ότι οι νεοέλληνες είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ
λέμε και φωνάζουμε και κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην
ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και μιλάμε σα να είμαστε εβραίοι.
Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η σύγκρουση και η αντινομία που
παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην πράξη γίνεται απώλεια
της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο σημαίνει πολλά.
Στην πιο απλή διατύπωση, σημαίνει νά 'σαι τουρκόγυ-φτας, και
να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκιπα. Σημαίνει νά 'σαι η
μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε
βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι,
και οι ξένοι να σε λογαριάζουνε πόντικα.
Τι λαμπρός πού 'ν' ο καιρός, πόσο
εγώ 'μαι ωραίος/ Έφαγα έναν
πόντικα, δόξα νά 'χει ο θέ.οςΐ
Ποτέ δεν εσταθήκαμε να μελετήσουμε το Βάρναλη, που γράφει
τέτοια τετράστιχα για μας, κατάμονοι και με το φως του λύχνου.
Απώλεια της εθνικής ταυτότητας είναι να σε βλέπουν οι
άλλοι αρκουδόρεμα, και συ να τους φωνάζεις πως ντε και καλά
είσαι η Ολυμπία. Και ύστερα να τους ζητάς Ολυμπιακούς αγώνες
στην καλογρέζα. Χλευαστικό του καλογριά.
Είναι μεγάλη ιστορία να πιαστώ να σε πείσω, ότι οι νεοέλληνες
από τους αρχαίους έχουμε μόνο το τομάρι που κρέμεται στο
τσιγκέλι του σφαγέα, θέλει κότσια το πράμα. Θέλει καιρό και κόπο.
Θέλει σκύψιμο μέσα μας, και σκάψιμο βαθύ. Και κυρίως αυτό:
θέλει το μεγάλο πόνο.
Θα σε καλέσω όμως σ' έναν απλό περίπατο. Θα κάνουμε ένα
πείραμα, που λένε οι φυσικοί. Για νά 'χουμε αποτέλεσμα έμπεδο.
Και η γνώση που θα κερδίσουμε νά 'ναι σίγουρη.
Θα επιχειρήσουμε μια στατιστική έρευνα. Θα διατρέξουμε τη
χώρα απ' άκρη σ' άκρη. Από το χωριό Πυρσό-γιαννη της Ηπείρου
ως την επαρχία Βιάνου της Κρήτης. Από τη Νίψα και τις Σάππες
της Θράκης ως το Παραλί-μνι της Κύπρου, κι ως την άκρη το
Ταίναρο.
Θα ρωτήσουμε νεοέλληνες απ' όλες τις τάξεις και όλα τα
επίπεδα. Γυναίκες και άντρες, γερόντους και παιδιά, αγράμματους
και επιστήμονες, φτωχούς και πλούσιους, ακοινώνη-τους και
αριστοκράτες, πουτάνες και καλόγριες, ξωχάρηδες και αστούς,
φιλέρημους και χαροκόπους. Για νά 'ναι το δείγμα μας ευρύ και
πλήρες, που λένε οι γραφειοκράτες.
Όλα ετούτα τα αθώα και ανυποψίαστα πλήθη θα τα ρωτήσουμε
δυό τρεις ερωτήσεις από το Ελληνικό, κι άλλες τόσες από το
Εβραίικο.
Στο Ελληνικό λοιπόν. Να μας ειπούν τι γνωρίζουν για την
αρχαία Ελλάδα. Ζητούμε μια γνώση σοβαρή και υποψιασμένη. Όχι
φολκλόρ και γραφικότητες.
Γιατί γνώση της Ελλάδας είναι εκείνο που ξέρουμε να το ζούμε
κιόλας. Όχι δηλαδή ο Ηρακλής μωρό έπνιξε τα φίδια· ότι ο
Αρχιμήδης εχάραζε κύκλους στην άμμο- ούτε τάν ή επί τάς, μέτρον
άριστον, ο Μινώταυρος στην Κρήτη και το πιθάρι του Διογένη- ούτε
αν ξέρουν πως η ψωλή του Δία εγίνηκε κεραυνός και χτύπησε τους
σχιστούς λειμώνες της Ολυμπιάδας, για να γεννήσει στο Φίλιππο
τον Αλέξανδρο1.
Τέτοια γνώση της κλασικής Ελλάδας θά 'τανε τουρισμός
στην Τυνησία. Η φουστανέλα και το κόκκινο φέσι στη Μελβούρνη
και στην Πέμπτη Λεωφόρο κατά τις εθνικές γιορτές. Θα ζητήσουμε
γνώση ουσίας.
Να μας ειπούνε, δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα
Εμπεδοκλής, Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντί-νος, Διογένης
Λαέρτιος, Αγελάδας, Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας,
που στον καιρό μας αντίστοιχα σημαίνουν Αϊνστάιν, Δαρβίνος,
Μπετόβεν, 'Εγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ Πλανκ, Ροντέν,
Κολόμβος.
Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς και βάσης,
όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση
στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον
Αριστοτέλη, τόνος στους Στωικούς.
Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι τους λέει η
λέξη ■ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταδάλλον αναπαύεται στον
Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν
στο Θουκυδίδη.
Να μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά
κολυβογράμματα, έχουν διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διάλογους
του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή
του Αριστοτέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και αυτό δεν είναι
ραψωδία).
Και για να μας πιάσει τεταρταίος και καλπάζουσα, να
μας ειπεί ποιος γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς
προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας
στη βάση τους είναι φυσικοί επιστήμονες- ότι στη διάλεξη του για
την αρετή ο Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα
γεωμετρίας1- ότι η Ακρόπολη των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι
ιωνικό καλλιτέχνημα-ότι η διδασκαλία τραγωδίας στο θέατρο ήταν
κήρυγμα από άμβωνος- ότι η θρησκεία των ελλήνων ήταν αισθητική
προσέγγιση των φυσικών φαινομένων.
Δε νομίζω, αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η
έρευνα μας θα δώσει ποσοστά γνώσης και κατοχής σε βάθος του
κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που να υπερβαίνουν τους
δύο στους χίλιους.
Τι φωνάζουμε τότε, και φουσκώνουμε, και χτυπάμε το
κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για το θεό δηλαδή.
Παράκρουση και παραφροσύνη.
Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά,
Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, Τι είναι η τρέλα αυτή; ρωτά,
ένας του ρίχνει κι αυτουνού τη γιγαντιαία ψευτιά
του παλατιού-που στην Ελλάδα ο Αντώνιος νικά.
Δεν ενίκησε ο Αντώνιος στο Άκτιο της Ελλάδας. Ο Οκταβιανός
ενίκησε, και τη Νικόπολη έχτισε. Θα μου ειπείτε:
- Μήπως και οι ευρωπαίοι γνωρίζουν σε τέτοιο βάθος την
αρχαία Ελλάδα;
Θα σας ειπώ:
- Όχι. Αλλά οι ευρωπαίοι δεν καυχιούνται ότι είναι έλληνες,
όπως εμείς. Καυχιούνται ότι είναι γάλλοι, και ιταλοί, και βέλγοι.
Γιατί αυτό είναι στην ουσία της η αρχαία Ελλάδα. Δεν είναι τα
πασουμάκια του Ηρακλή στο παλάτι της Ομφάλης. Ούτε ο
Οδυσσέας με το παλούκι του στη σπηλιά του Κύκλωπα.
Η αρχαία Ελλάδα είναι ένας πολιτισμός ασύγκριτος. Μια
κοσμοθεωρία πλήρης. Ένας τρόπος ζωής ολοκληρωμένος και
τέλειος. Είναι η πιο κοντά στη φύση και στη φυσική αϊδιότητα
κοινωνία, που έσωσε να δημιουργήσει ο άνθρωπος.
Δεν είναι τυχαίο που λέξεις ελληνικές, όπως μουσική, θέατρο,
οργασμός, φιλοσοφία, μαθηματικά, φυσική, δημοκρατία, γεωμετρία,
πολιτική, περάσανε σε όλες τις γλώσσες των εθνών του OHE
σήμερα. Και με τις λέξεις αυτές ζουν και δηλώνουν τις βαθύτερες
ουσίες του ανθρώπινου βίου τα δισεκατομμύρια του πλανήτη.
Δεν είναι τυχαίο, που όχι μόνο ο πλανήτης αλλά και ο ουρανός,
το σύμπαν ολόκληρο είναι κατάσπαρτο με τις ελληνικές λέξεις και
με τα ελληνικά γράμματα που ονομάζουν διεθνώς τους
αστερισμούς, και τους φωτεινότερους αστέρες του κάθε
αστερισμού. Κοίτα πρόχειρα το εξώφυλλο της Γκέμμας.
Όχι. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Εκείνο που είναι τυχαίο,
είναι πως ο λαός που κατοικεί σήμερα στη χώρα που παλαιά την
εκατοίκησαν οι έλληνες, ονομάζουνται έλληνες. Η έρευνα μας
έδειξε ότι μόνο έλληνες δεν είναι. Γιατί τους έλληνες ούτε τους
βλέπουν ούτε τους γνωρίζουν.
Φευ, και παπαϊ, και ούαί, και άλλοι. Φελλάχοι, και πα-πούας,
και βουσμάνοι, και αλήδες.
Από το Ελληνικό ερχόμαστε στό Εβραίικο. Ερωτάμε το
ίδιο στατιστικό δείγμα, το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα
ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ, Ησαΐας, Ηλίας με το άρμα, Νώε,
Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα
που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα ονόματα, αλλά και
τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα.
Υπάρχει γριά στην επικράτεια που να μην τους ξεύρει τούτους
τους εβραίους; Δεν υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνι-θοκλόπος στις
Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά
αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα ναι γίνουνται
ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα ονόματα,
αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και
στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε
όνομα.
Το lôlo συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασ-
σαεΐς, Προς Κορινθίους, Έκ τοϋ κατά Λουκαν. Εδώ μάλιστα μεγάλος
αριθμός νεοελλήνων ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές.
Μόνο που συμβαίνει κάποτε να ακούσετε τους ψαλτάδες στις
εκκλησίες το Χριστός Ανέστη να το ψέλνουν, όπως εκείνος ο
απόστρατος χωροφύλακας του Παπαδιαμάντη μας:
Κστό-μπρε- Κ'στος ανέστη εκ
νεκρών θανάτων θάνατον
μπατήσας κ' έντοις-έντοις
μνήμασι ζωήν παμμακάριστε.
Και το άλαλα τα χείλη των ασεβών,
Άλαλα τα χείλη, οι κερατάδες.
Και δόστου να το γυρίζουν άλλοτε στον αμανέ και άλλοτε στο
κλέφτικο1.
Το ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης,
Γαλιλαία, Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ, Τιβεριάς. Αν
όμως τους ειπείς για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή
Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο (περιπατητικοί, επικούρειοι),
σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν είδε το Σκούρτη και
τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη τους
στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα:
- Τι όρτζα, πότζα, και γαμώ το κανλί τον μας λέει ο κερατάς1;
Το ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την
επί του Όρους Ομιλία, ή να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας,
περί προσευχής, περί του «Δεύτε οι ευλογημένοι...». Ο κάθε
νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και ειδήμονας. Είναι κληρονόμος
και καθηγητής. Ξέρει να ταΐσει άχυρα το σκυλί του, και κόκαλα το
γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να ιδούν τα μάτια
σου και να μην πιστεύει ο νους σου.
Ήρθε τις προάλλες φίλος καλός στην εξοχή, γιατρός από
τη Μυτιλήνη, και ρωτούσε τη γυναίκα μου, αν εγνώ-ριζε κανέναν
αγιογράφο.
-Τι να τον κάμεις; του λέει.
-Να μου ζωγραφίσει μιαν άγια Πηνελόπη για την πεθερά μου,
να τη χαρίσω στην ονομαστική της γιορτή.
-Και γιατί δεν της ζωγραφίζεις «την κυρά-Πηνελόπη με την
ηλακάτη», που λέει και ο πατριώτης σου ο Ελύτης; τον έκοψα
γκιγμένος.
-Τι; μου κάνει.
-Ναι, γιατρέ μου. Την Πηνελόπη του Ομήρου, την ελληνική.
Δεν ξεύρεις αυτή την περίφημη νοητική εποπτεία της
παγκόσμιας ποίησης;
Με κοίταξε, γούρλωσε το μάτι, και λέει.
-Όταν είπα στην πεθερά μου πως θα της φέρω την αγία
Πηνελόπη, έκαμε δύο μέρες να κοιμηθεί από τη συγκίνηση. Κι
εσύ μου λες τώρα για Πηνελόπη και μνηστήρες;
-Να τη χαίρεσαι κι εκείνη και τον ύπνο σου, εβραίε και
ανέλληνα, του είπα. Παρά που σ' αγαπώ. Και μάλιστα πολύ.
Άλλο.
Ένας παπάς, και κρητικός μάλιστα, στη μητρόπολη Κορίνθου,
με κοίταζε κάποτε γλαρωμένος.
-Τι βλέπεις παπά;
-Έχω ένα όραμα, μου λέει. Να μαζέψω καπότες λεφτά από τους
ομογενήδες. Να σηκώσω εδώ στον Ισθμό, μπαίνοντας στο
Μοριά να το βλέπουν ούλος ο κόσμος, ένα άγαλμα του
απόστολου Παύλου. Ίσαμε πενήντα πήχες ψήλος, και βάλε.
-Σαν το άγαλμα της Ελευθερίας ε; του κάνω.
-Έτσι, μου λέει. Κι όλο έπαιρνε φωτιά.
-Και γιατί του Παύλου, δηλαδή; Και τόσο πελώριο.
-Μα... για τις Προς Κορινθίους ντε!
-Τον ξέρεις τον Κολοσσό της Ρόδου; τον ερωτώ.
-Ναι. Τέτοιονε θέλω και τον Παύλο.
-Τον Κολοσσό του Μαρουσιού τον ξέρεις;
-Εννοείς το βιβλίο για τον Κατσίμπαλη; Το ξέρω.
-Τον κώλο του Μαρουσιού, παπά, τον ξέρεις;
-Άστα αυτά, του λέω. Είναι της αριστερής διανόησης.
-Εμ, λέω κι εγώ. Γι' αυτό δεν τον ξέρω. Μου απαντάει.
- Γιατί, βρε αρκουδόπαπα, ξέσπασα, δε στήνεις ένα άγαλμα του
Νικηταρά1 ή του Κολοκοτρώνη, που μας λευ-τερώσανε και είδαμε
μοίρα στον ήλιο; Και να το κάμεις ψηλό και βαρύ ωσάν τον
Ακροκόρινθο που βλέπεις αντί-κρια σου; Όπως θα ταίριαζε στους
παλικαράδες μας; Μόνε μου θέλεις τον εβραίο. Δεν ξέρεις ότι με
τους εβραίους οι έλληνες είμαστε η φωτιά με το νερό; Όχι από
εθνικό μίσος, όπως με άλλους, αλλά από αντιπαράθεση
κοσμοθεωριών; Δεν άκουσες ποτέ την ιερή βρισιά του λαού μας:
«Γαμώ τον εβραίο σου!». Δεν άκουσες ποτέ το δημοτικό μας τρα-
γούδι,
Και κείνη η σκύλα η άνομη, Οβρέσσας θυγατέρα; Άειντε,
καημένε μου. Που να ζεις και νά είσαι. Κι είσαι κι από τα χωριά του
Ερωτόκριτου και του Βενιζέλου.
Μ' ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός
-δεν ειρωνεύομαι, κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του
μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε
ως το μυελό των οστών και στη διπλή σπείρα του DNA όλων των
νεοελλήνων.
Ένα μόνο δε γνωρίζουν. Ότι ο σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι
εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της κλασικής Ελλάδας. Το αρνί
και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην Αίγινα, και το
μονύδριο της αγίας Ελε-ούσας στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων,
με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις λεχώνες,
γιατί 'ναι μαγαρισμένες, λέει.
Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός και ο τόπος για τέτοιες
εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες εκστρατείες1. Ήμουν
κι εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο ποιητής.
Τέτοιας λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική
έρευνα στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του
Ελληνικού, και την επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και
στον τύπο και στο όνομα είμαστε έλληνες. Στο βυθό όμως και στην
ουσία και στην ύλη είμαστε εβραίοι.
Και μη μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που
κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο εβραίοι
κι άλλο χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο
ισχυρισμός αυτός είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη.
Όσοι λένε τούτη την παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο
εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία δουλεύουνε και οι δύο.
Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές είναι και οι δύο.
Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του λάρυγγα.
Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε
Καβάφη και Φρόυντ.
Οι νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα μόνο από τους έλληνες. Η
μάζα όμως, το πι που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο
χώρος, το βραύνιπι ή β που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο
συντελέστηκε η αφελλήνιση των ελλήνων είναι το χριστιανικό
βυζάντιο. Και ο χρόνος, ο Ιειτιριιβ ή το ΐ που λένε οι φυσικοί, που
στη διάρκεια του συντελέστηκε ο εξεβραϊσμός των ελλήνων είναι
από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα.
Ο Θεοδόσιος εγκρέμισε τους ναούς, έσπασε τα αγάλ-
ματα, έκλεισε τα στάδια, τα θέατρα, τα ελληνικά σχολεία. Όλες τις
πηγές που ποτίζανε την ελληνική αντίληψη ζωής. Γι' αυτό τον
εβαφτίσανε Μέγας. Όπως εβαφτίσανε Μέγας και τον προαγωγό του,
με τη διπλή σημασία η λέξη, τον Κωνσταντίνο. Τον καίσαρα που
έσφαξε τη γυναίκα του και το γιό του. Και τους εβάφτισαν Μέγας,
εκείνοι που εβάφτισαν Μέγας και τους Αθανάσιους, τους Βασί-
λειους, και όσους τέτοιους. Όλοι τους γκρεμιστάδες, πα-
ραχαράκτες, αλάριχοι, βάνδαλοι της ελληνικής ιδέας.
Η άλλη φωνή, που λέει ότι τίποτα δεν εσήμαιναν ετούτες
οι φρικαλεότητες των χριστιανών κατά των ελλήνων, για όσους δεν
εξεφτίσανε σε εβραιοέλληνες αλλά έμειναν ελλη-νοέλληνες, έρχεται
από πολύ μακρυά και την ακούνε λίγοι:
Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματα των, γιατί τους όιώξαμεν
απ' τους ναούς των, διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί.
Καβάφης ειν' αυτός, αναγνώστη μου, δεν είναι σαράφης. Ούτε
Βούδας και Κούδας. Και το ποίημα λέγεται Ιωνι-κόν. Δε λέγεται
Χερουβικόν.
Ο κακουργημός και η εξόντωση του κλασικού έλληνα από τον
εβραιόφρονα χριστιανό εκράτησε από το Θεοδόσιο ως την
αυγούστα Ευδοξία. Ως το 843 που έγινε η επίσημη αναστύλωση των
εικόνων.
Η γιορτή της Ορθοδοξίας που γιορτάζεται κάθε χρόνο
από τότε, στο έμπα της άνοιξης!, πολύ λαμπρά και με την παρουσία
όλης της επιφάνειας του κράτους, ως και οι ξένοι πρεσβευτάδες!,
στο θετικό της συμβολίζει το θρίαμβο των χριστιανών. Στο
αρνητικό της όμως δηλώνει την τελική κατακρεούργηση κάθε
Ελληνικού. Είναι η ταφόπετρα της ελληνικής ιδέας.
Η τελευταία αντίσταση του μετρημένου «έλληνα» στο ασιατικό
τέρας ήταν ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος. Εξυπνη σε ο άνθρωπος ένα πρωί,
και είδε το μισό πληθυσμό της χώρας τουρλωτούς παπάδες και
παχυμουλαράτους καλόγερους. Τότε, σαν το Χριστό με το
φραγγέλιο, σήκωσε αυτό που το λένε Εικονομαχία. Και ετελείωσε
με το χαμό του φωτός και το σωσμό του σκότους. Με την Κυριακή
της Ορθοδοξίας, ή την ταυτότητα του νεοέλληνα.
Έλληνες λοιπόν στο δέρμα. Και εβραίοι στα κόκαλα και
στο αίμα, στην καρδιά, στα άντερα και στη χολή. Ιδού το κλειδί, η
αιτία, ο λόγος της εθνικής σχιζοφρένειας.
Πίσω από τα Σκόπια, από το Αιγαίο, τις Ολυμπιάδες, την
Κύπρο- πίσω από τους κατσιβελισμούς, τα δάνεια και τις
ψωροκώσταινες· πίσω από Εξαρχόπουλους, Μεταξάδες και
Παπαδοπουλέους· πίσω από μαρίκες και μιμίκες και κατσίκες, και
κοσκωτάδες και σκατάδες· πίσω από κορυ-δαλούς και κοριούς και
καθάρσεις και λοιμοκαθαρτήρια· πίσω από ρουσφέτια και βιλαέτια
και κασαβέτια, βρίσκεται η εθνική μας σχιζοφρένεια. Αυτή
απεργάστηκε την εθνική πόλωση, και την εθνική αταυτότητα.
Στο χωριό των χιλίων κατοίκων του πλανήτη μας σήμερα οι δύο
έλληνες πηδοκοπούν κατά μπροστά, κι έχουν βιδωμένο το κεφάλι
να βλέπει κατά πίσω. Τους κοιτάνε οι ξένοι, ανοίγουν διάπλατα τα
μάτια, και τους προγκάνε.
- Στραβομάρα και πάλαβρα. Βρε ούστ!
Στους χρόνους της Άλωσης οι στρατιώτες του Παλαιολόγου που
υπεράσπισαν τα τείχη ήσαν οχτώ χιλιάδες. Την ίδια ώρα που στα
μοναστήρια του κράτους βρίσκουνταν τριακόσιες χιλιάδες
καλόγεροι στην άλκιμη ηλικία του μάχιμου άντρα. Να τρώνε και να
πέρδονται και να τρέφουνε πρωκτό1.
Και ο αρχηγός του κράτους την Κυριακή έψελνε πατριάρχης
στην αγια-Σοφιά, και τη Δευτέρα γονάτιζε τσα-νακογλείφτης στο
σαράι.
Έτσι, μιλώντας για πατριάρχη και για σουλτάνο, φτάνουμε
στους πρώτους κύκλους της Κόλασης του Δάντη.
Κάποτε πρέπει να ξεκλειδώσουμε το κατώγι της ιστορίας μας.
Και να φέρουμε στο φως «τους όφεις και τα φίδια» που είναι μέσα
κλεισμένα.
Να ειπούμε, δηλαδή, ότι το πρώτο μέλημα του πορθητή της
Πόλης ήτανε να θρονιάσει στο στασίδι των σκλάβων τουρκόφρονα
πατριάρχη. Όχι για να προστατέψει τα νιτε-ρέσα του δούλου γένους,
όπως μας λένε αιώνες τώρα οι δάσκαλοι και τα βιβλία. Αλλά για να
τον έχει δόλιο και χθόνιο συνεργάτη στο αρειμάνιο οθωμανιλίκι
του. Στο να μη σηκώσουνε, δηλαδή, ποτές κεφάλι οι ραγιάδες.
- Εσύ από τη μεριά σου, παπά, είπε ο Πορθητής στον πατριάρχη
Γεννάδιο, αυτόν που διάταξε να κάψουν τα βιβλία του Πλήθωνα για
τον Πλάτωνα, θά' σαι το δικό μου μούτρο με τη μουστακοφόρα και
τη ραγιάδικη προβοσκίδα. Ο κρυφός πολυχρονεμένος πατισάχ. θα
τους λες, μαζί με την κυρα-Δέσποινα, υπομονή και κουράγιο, και
«πάλε με χρόνους με καιρούς...». Και θα τους κρατάς καλά στους
χαλκάδες και τις άλυσες. Με τον καιρό θα μάθεις. Και η
συμπεριφορά σου θα γενεί πολιτική σκεπαστή, και υψηλή
διπλωματία.
»Με τους δραγομάνους και τους οσποδάρους που θα σου
φτιάξω, και δίπλα στους ιδικούς μου τζοχανταραίους, τον πασά και
το μουφτή, τον κατή και το βοΐβοντα, θα οργανώσουμε ένα τέλειο
σύστημα διοίκησης. Τη συντήρηση, δηλαδή, και το διαιωνισμό της
σκλαβιάς. Και τού 'κλεισε το μάτι.
»Εγώ από τη μεριά μου, υποσχέθηκε, θα σ' έχω στα χρυσά και
στην πορφύρα, Θα τρως, και θα πίνεις, και θα παχαίνεις. Όπως το
λέει και το τραγούδι
Καρδιά μου, τι ξαλάφρωμα, τι
πρήξιμο, κοιλιά μου.
Και τα «οθωμανικά» τερτίπια μου, αν το βαστά η καρδούλα σου,
και κείνα δικά σου. Παπαδάκια και γιουσουφά-κια. Μόνε πρόσεχε!
Στο κρυφό και στο σκεπασμένο. Θά 'χεις τις εκκλησιές σου, τις
πισκοπές και τα μοναστήρια σου. Δίσκους, κεριά, λιβάνια, τάματα,
διαθήκες, άσπρα και γρόσια, βακούφια και χτήματα μοναστηριακά,
ούλα αφορολόγητα. Θα τα γιομίζεις με διάκους, και με καλόγερους
τίγκα. Κι αμάν αμάν. Αλλά τη συμφωνία μας και τα μάτια σου.
Γιατί θα σε κρεμάσω με τ' άντερα σου.
Έχεις ακουστά, τίμιε αναγνώστη, για τα μοναστηρίσια γεύματα
και τα μοναστηρίσια τραπέζια; Ακόμη αποκρατά ο απόηχος. Ο
Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας διη-γάται πως ο δεσπότης
Ιωαννίνων είχε μια κοιλιά σαν εξά-μετρο βαγένι. Και πως σαν
εστρωνότανε για πρόγευμα, έτρωγε δύο οκάδες γιαούρτι σακούλας,
και μισή οκά σαρ-δέλλα παστωμένη με το χουλιάρι την καθησιά1.
Έτσι, λοιπόν, από τούτη τη συμφωνία του πατριάρχη με το
σουλτάνο, πέρα από τους τέσσερες αιώνες της φοβέρας και της
σκλαβιάς, τι βγήκε; Βγήκε η περίφημη ρασοφόρα διπλωματία του
ραγιά και του καγιά. Σήμερα τη λέμε φανάρι και φαναριωτισμό.
Είναι οι φαναριώτες. Οι αόρατοι τουρκολάτρες. Οι πρί-ντζιπες
και οι ηγεμόνες της Βλαχομπογδανίας που λέει ο Ρήγας. Οι
καρατζάδες, οι μουρούζηδες, οι σούτσοι, οι ρα-γκαβήδες, οι
μαυροκορδάτοι, και οι πανάθλιοι κωλέττηδες.
Αυτή η λύμη και η συφορά. Το θρεφτάρι του πατριάρχη και του
σουλτάνου. Το θρεφτάρι του ελληνοεβραίικου φυράματος, δηλαδή,
στην καινούργια του μετάλλαξη, που όταν θα 'ρθεί η ώρα του
μεγάλου Σηκωμού, θα παίξει τον ολέθριο ρόλο του.
Θα δημιουργήσει τη μοιραία αντιπαράθεση ανάμεσα στους
γνήσιους έλληνες, τους ελληνοέλληνες αλλιώτικα, και στους
μούλους έλληνες, τους ελληνοεβραίους αλλιώτικα. Ανάμεσα,
δηλαδή, «στα συνήθια της Ιλιάδας» που αποκρα-τούν ακόμη, όπως
έγραφε ο Σολωμός, την ουσία, και στη δουλόφρονα και μουλωχτή
πολιτική του κλήρου, τον τύπο.
Το σχήμα ελληνοέλληνες και ελληνοεβραίοι στο μεγάλο
Σηκωμό θα λάβει τη διπλή διάταξη. Από δω οι αγωνιστές και οι
αγράμματοι, από κει οι πολιτικοί και οι κοντυλο-φόροι φαναριώτες.
Φιλικοί και Ρήγας και Υψηλάντες· Μαρκομπότσαρης και
Κολοκοτρωναίοι· Αντρούτσος, Παπαφλέσσας, Νικηταράς και
Μακρυγιάννης· ο Αθανάσης Διάκος, ο Κανάρης, ο μεγάλος
Καραϊσκάκης, ο Καποδίστριας· οι σουλιώτες και οι μανιάτες. Αυτή
είναι η κρυστάλλινη πηγή του ελ-ληνοέλληνα, που δεν κατεβαίνει
από τα συναξάρια και το Οκτωήχι της εκκλησίας. (Μη σε ξεγελά,
που ο Κολοκοτρώνης γραφή και ανάγνωση έμαθε από το Οκτωήχι).
Αλλά ροβολάει από τον Όλυμπο και τον Αλφειό και την Κασταλία
βρύση. Από τον Κιθαιρώνα, το Βριλησσό και τον Ευρώτα. Είναι η
αρχαία αρετή και η νέα λεβεντιά. Είναι η εμορφάδα και το φιλότιμο,
η μπέσα, και ο λόγος σπαθί. Το καθαρό μάτι, και το τίμιο χέρι.
Όταν η Διοίκηση, το φαναριωτιλίκι δηλαδή, μας λέει ο
Σολωμός, για να διασπάσει τους οπλαρχηγούς του Βάλτου, έστειλε
είκοσι διπλώματα στρατηγών, εκεί που ήταν μόνο ο
Μαρκομπότσαρης, ο Μάρκος τους εκάλεσε, έσκιασε μπροστά στα
μάτια τους το δίπλωμα του, και είπε:
- Ο Σκόντρα πασάς τα δίνει τα διπλώματα. Κι όποιος είναι
παλικάρι, ταχιά το παίρνει από τα χέρια του.
Είπε- και τράβηξε κατά το Κεφαλόβρυσο του Καρπενη-
σίου. Εσκοτώθηκαν τούρκοι έως οχτακόσιοι. Από τους δικούς του
δεκατρείς. Και τριάντα λαβωμένοι. Τον έφεραν από το Καρπενήσι
στο Μεσολόγγι στον ώμο. Και τον τα-φιάσανε με μοιρολόγια και
κλάηματα. Όπως παλαιά οι αχαιοί τον Πάτροκλο.
Τον κλαίει ο γερο-Νοταράς,
Γονατιστός τον έκλαιγε.
Κι από την άλλη στο σχήμα το κηφηναριό του πατριάρχη. Οι
πρίντζιπες, οι καλαμαράδες, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη με τα
ψαλιδοκέρια και τις βελάδες. Οι φαναριώτες που προσφωνάζουνταν
Εξοχότατε και Γενναιότατε! Κι όσες φορές πέτυχαν να ηγηθούν
στις μάχες, έσπειραν στους έλληνες το θρήνο και τη συφορά.
Μαυροκορδάτος, Νέγρης, ο άθλιος Κωλέττης, κι όλη η συναφής
κουλουμωτή μύγα.
Θα κατεβούν στη σηκωμένη χώρα σα θολωμένα ρέματα και
λασπουριά. Θα κοιταχτούν πονηρά με τα δύο και τα τέσσερα
στραβά τους. Θα συναγροικηθούν αστραπιαία στις γωνίες και στα
σκοτεινά. Και θ' αμολήσουν στον τόπο τις όχεντρες.
Δεκαπέντε μήνους επολέμησαν οι έλληνες τον τύραννο. Κι αν
ήθελαν βαστάξει μονιασμένοι ως το τέλος, θα τον εφτάνανε στην
Κόκκινη Μηλιά. Αλλά τους άλλους πεντέ-μισυ χρόνους
σφαξόντανε μεταξύ τους. Και το σπαθί να βυθίζεται στη λαβή.
Αυτό ήταν το έργο των φαναριωτών, των δεσποτάδων, και της
ελληνοεβραίικης ανομίας.
-Τι κοιτάς, Κολοκοτρώνη μου, με το μάτι σου στυλωμένο τόση
ώρα εκεί, κατά τα βουνά;
-Α! βλέπω πίσω από τα βουνά. Εκεί στην πόρτα τ' Αναπλιού.
Και τους καλαμαράδες να πλέκουν ένα γαϊτανάκι. Μα ένα
γαϊτανάκι!
Κι άλλη φορά σε μια σύναξη γυρίζει άγρια ο Γέρος κατά το
δεσπότη της Άρτας:
- Μη μου βροντάς, παπά, το πασουμάκι στο τραπέζι,
γιατί βροντώ το σπαθί, και σου κόβω το κεφάλι.
Πήρε φόρα το ράσο του δεσπότη, κι ακόμη λακάει. Από το
Μοριά στην Άρτα με τα πόδια. Και με τα πασου-μάκια1.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι εκείνος που σύνταξε το
κείμενο του αφορισμού στα 1799. Και η εκκλησία το βρόντηξε
αργότερα στην ανθρωπιά του Καΐρη, όπως η κατάρα τον κεραυνό
στο μέτωπο του Κάιν. Του φωτισμένου σοφού, και του ήρωα στους
ιερούς αγώνες Καΐρη. Γιατί άρχισε να ξεμπροστιάζει τους παπάδες,
και να φωτίζει τον κοσμάκη.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο ίδιος που αφόρισε
τον Υψηλάντη και τους Φιλικούς. Το μεγαλείο και το μυστήριο της
Εταιρείας.
Θα μου ειπείς πως τον εκρέμασε ο σουλτάνος. Θα σου
ειπώ, μα πώς αλλιώς λοιπόν; Επρόδωσε την καταχθόνια συμφωνία
τους. Εκοιμήθηκε. Και χωρίς να το νιώσει άφη-κε να ξεσφίξει η
θηλειά στο λαιμό του ραγιά. Εφούσκωσε στο σκαφίδι το προζύμι
του εθνικού άρτου, και πια δεν ημπορούσε να το κρατήσει με
τίποτα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι αυτός που στα 1819 με
πατριαρχικό φιρμάνι απαγόρεψε στους παπάδες να βαφτίζουν τα
παιδιά μας με ονόματα ελληνικά. Καταλαβαίνεις τι σου λέω, τίμιε
αναγνώστη;
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο πατριάρχης που
έσκασε από το κακό του, γιατί τον εμπόδισαν και δεν επρό-φταξε να
αφορίσει το Ρήγα. Το μεγαλομάρτυρα Ρήγα.
Ποιος είναι ο Γρηγόριος ο Ε'; Είναι ο πατριάρχης που
βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο.
Δίπλα στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώ-νειο άγος! Ο
Λεωνίδας κι ο Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια
αγαλματοποιημένη μπροστά στα πόδια της ελληνικής παιδείας.
Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των παιδιών μας.
Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε'
δίπλα στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο
παλλάδιο της μουλαροσποράς μας.
Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το
πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος, σοφέ μου γέρο.
Γιατί αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον
πατριάρχη, η νεότερη Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο
Ρουβίκωνα. Είχε πάρει το δρόμο της. Τη στράτα του κακού και της
ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε, άκρα πικραμένη και
περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελ-λάδα να ξερογλείφεται σα
μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, είμαι κλεφτοφουκαράς.
Η σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με
Μαυροκορδάτο και Κωλέττη και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και
θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της στην πολιτική ιστορία της
«νεότερης Ελλάς».
Φατρίες, κομματισμός, αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικά-δικα.
Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της μαριονέτ-τας, το αγγλόφιλο,
το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του ρουσφετιού και της
ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία, ιδιοτέλεια. Ό,τι
ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες και
κουλούρηδες, χά-χηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε
κόσμε.
Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Το αγγε-
λικό και μαύρο φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια
Κυριακή πρωί μπροστά στον αη-Σπυρίδωνα1. Που ο άλλος θα ειπεί
κατάδακρυς: ώστε λοιπόν, ανθ' ημών Γου-λιμής! Και ο τρίτος θα
σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1 Νοεμβρίου 1920.
Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή
που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που
έθαψε την αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελληνικού
κράτους να ονομάσει το Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών
μας Υπουργείο των εκκλησιαστικών. Και λίγο αργότερα Υπουργείο
εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων. Και τούτο το άνομο όνομα και
νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική σχιζοφρένεια
υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους
σφραγίδα.
Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σα-χαλίνη,
Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα
και το μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί
και το ράσο;
Οι ελληνοεβραίοι πολλοί θωρούν ακίνητοι τον πατριάρχη
μπροστά στο πανεπιστήμιο, και φουσκώνουν σά διάνοι. Οι
ελληνοέλληνες λίγοι μιλούν για την εθνική σχιζοφρένεια, και
ψιθυρίζουν σαν το μεγάλο Σολωμό: «Αλλίμονον, η δάφνη
κατεμαράνθη!». Και κλαίνε. Και ο άγιος Παπαδιαμάντης μας ετούτο
το τουρλού τουρλού της Εβραιοελ-λάδας, με τους δημάρχους, τους
λιμενάρχες, τους τηλεγραφητές, τον ειρηνοδίκη, τον έφορο και τον
αστυνόμο, τό 'χυσε μέσα στην κατάλληλη σχιζοφρενική του φόρμα:
Καλέ, τους εκαλέσαμε στο γάμο μας. Δημαρχέους και
λιμενάρχονς, ντελιγραφιστάόες, νεροδίκη, τελώνη και αστρονόμο1.
Κι εγώ κι εσύ και ο δίπλα σου τεθηπώς, και χάσκων, και ταφών.
Αλλά πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και
σταματήστε τα δάκρυα για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον
καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι έλληνες. Και περιμένουν.
Τό 'δειξε ο ©οδωράκης και ο Σολωμός. Τό 'δειξε ο
Καποδίστριας και η Λιογέννητη. Τό 'δειξε το Δώδεκα δεκατρία και
ο Τρικούπης. Τό 'δειξε ο Γοργοπόταμος, ο Καβάφης, και το ύψωμα
731 κοντά στο Βεράτι.
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο
και δύο είκοσι δύο στον ουρανό.
Έλληνες θα ειπεί να τελείς στους νεκρούς τις χοές της
Ηλέκτρας. Όχι κεριά στους νεκρόλακκους, και δηνάρια στο σακούλι
του τουρκόπαπα.
Έλληνες θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το
γνώθι σαντόν. Όχι να κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους
πνευματικούς και στους μαύρους ψυχοσώστες.
Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του
Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο: στάθί και οϊκτιρον.
Σταμάτα, και δάκρυσε· γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε
σταυρούς κορακίστικα λόγια και νοήματα: προσδοκώ ανάσταση
νεκρών.
Έλληνες θα ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να
κουβεντιάζεις φρόνιμα. Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι
το πρωί να κάνεις μετάνοιες στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι
φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος στην ενορία σου. Και το
βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και να ολολύζεις σα
βερέμης.
Ακόμη κι ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό 'ριξε στους αγγέλους και
στα σουδάρια1. Τι απογοήτεψη...
Έλληνες θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο
και τον άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη
θάλασσα. Και σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη
μνήμη σου, να πίνουνε παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλησαν να βγουν από τον Άδη, Ένας το Μάη
θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη, Κι ο Δήμος τ' αγια-Δη μητριού ν'
ανοίξει γιοματάρι. Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν. -
Κόρη, βροντούν τ' ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου, και τα χρυσά
γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος.
Του Δη. Αρ.
ΔρΔς ^ h
Ολίγο φως και μάκρυνα σε
μέγα σκότος κι έρμο.
Όπου Δρ το σφάλμα στον προσδιορισμό της ορμής του
σωματιδίου. Όπου Aq το σφάλμα στον προσδιορισμό της θέσης
του σωματιδίου. Όπου h η σταθερά του Πλανκ. Δηλαδή ποσό
ενέργειας ίσο με 6,6 · ΙΟ"34 Watt-sec2.
«Το παρατηρητό περιεχόμενο της κβαντοθεωρητικής
Κινηματικής και Μηχανικής1.
Τον Β. Χάιζενμπεργκ Κοπεγχάγη. Με 2
εικόνες. (23 Μαρτίου 1927).
Στην προκείμενη εργασία παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο
ακριβής καθορισμός των λέξεων: τόπος, ταχύτητα, ενέργεια κλπ.
(π.χ. του ηλεκτρόνιου), που ισχύουν στην Κβαντομηχανική, και
φανερώνεται ότι μεγέθη συνεζευγμένα μεταξύ τους σύμφωνα με την
κρατούσα αντίληψη ημπορούν να προσδιορισθούν ταυτόχρονα, αλλά
μόνο με μια χαρακτηριστική ανακρίβεια (§1).
Αυτή η ανακρίβεια είναι ή βασική αιτία για το πώς εμ-
φανίζοννται οι ποσοτικά μετρήσιμες συσχετίσεις στην Κβα-
ντομηχανική. Η μαθηματική τους διατύπωση γίνεται κατορθωτή χάρη
στη θεωρία του Ντιράκ και του Γιόρνταν (§2).
Ξεκινώντας από τις θεμελιώδεις προτάσεις που μας δίνου-νται
από δώ, φανερώνεται πώς μπορούν να κατανοηθούν τα συμβαίνοντα
στον ορατό κόσμο με βάση την Κβαντομηχανική (§3).
Για την εξήγηση της θεωρίας γίνεται συζήτηση απάνου σε κάποια
ιδιαίτερα «θεωρητικά πειράματα» (§4)».
Uber den anschaulichen Inhalt der
quantentheoretischen Kinematik und Mechanik.
Von W. Heisenberg in Kopenhagen. Mit 2
Abbildungen. (Eingegangen am 23. März 1927).
In der vorliegenden Arbeit werden zunächst exakte Definitionen
der Worte: Ort, Geschwindigkeit, Energie usw. (z. B. des Elektrons)
aufgestellt, die auch in der Quantenmechanik Gültigkeit behalten,
und es wird gezeigt, daß kanonisch konjugierte Größen simultan
nur mit einer charakteristischen Ungenauigkeit bestimmt werden
können ( § 1). Diese Ungenauigkeit ist der eigentliche Grund für
das Auftreten statistischer Zusammenhänge in der
Quantenmechanik. Ihre mathematische Formulierung gelingt
mittels der Dirac—Jor-danschen Theorie ( § 2 ) . Von den so
gewonnenen Grundsätzen ausgehend wird gezeigt, wie die
makroskopischen Vorgänge aus der Quantenmechanik heraus
verstanden werden können ( § 3 ) . Zur Erläuterung der Theorie
werden einige besondere Gedankenexperimente diskutiert ( § 4 ) .
Ένα λευκό τσακάλι κυνηγά ένα λευκό λαγουδάκι. Στις
απέραντες χιονισμένες στέπες του Καναδά. Το σαρκοβόρο είναι
πεινασμένο και άγριο ως την άκρη των νυχιών κι ως την άκρη της
τρίχας του. Το λαγουδάκι το αλαλιάζει τρελός ο φόβος του
θανάτου. Τρέχει σα σφαίρα.
Το ένστικτο του ολέθρου, που πλακώνει, πολλαπλασιά-
ζει τις δυνάμεις φυγής στο αθώο ζώο. Η οργή της πείνας, που δεν
αντέχεται, πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις καταδίωξης του αγριμιού.
Πόλεμος φρικαλέος χωρίς όρια και χωρίς όρους ξετυλίγεται στο
πεδίο της φύσης.
Παρακολουθούμε τη σκηνή στην οθόνη. Ένα μόλις πή-
δημα χωρίζει το χορτοφάγο από το σαρκοβόρο. Τα δόντια του
κακού ζουλαπιού λάμπουνε λευκοπυρωμένα καρφιά στην παγωνιά.
Το δέρμα του τρυφερού λαγού το ταράζουν ριπές από έξαλλες
φρικιάσεις. Νιώθει κιόλας στη ράχη του το αγκομαχητό του
αγριμιού.
- Μη! φωνάζουμε έντρομοι. Όχι! Να σωθεί το αθώο
άκακο ζώο. Να μην ιδούμε να το σπαράζουν τα ιδρωμένα δόντια.
Να μην ιδούμε τη σάρκα του πώς ξεσκίζεται. Τα ποδαράκια του να
τρέμουν τρομαλέα, και να τινάζουνται στον αέρα σφαδάζοντας. Το
αχνιστό αίμα πώς θα βάφει το αλέκιαστο χιόνι.
Ορμόψυχα και αυθόρμητα, σα να μας κυνηγά τους ίδιους η
τρομάρα, ψηφίζουμε σωτηρία για το λαγό και αστοχία για το
τσακάλι. Φωνάζουμε, βόηθα, θεέ! Πάψε το κακό και το άδικο που
συντελιέται τώρα στη φύση! Πάψε την οργή σου!
Ξαφνικά και ενώ το αγρίμι αγγίζει με το μουσούδι του την ουρά
του λαγού, γίνεται το απρόσμενο. Η δύναμη όρασης του τσακαλιού
μπερδεύεται με το χιόνι. Σε μια στροφή του λαγού το τσακάλι
τραβάει ευθεία. Χάνει απότομα το ρυθμό του. Αποσυντονίζεται το
τέμπο της κίνησης. Η κάθετη ευθυβολία στο στόχο, που η φύση
χωρίς οίκτο και χωρίς λύπηση αξιώνει για τη στιγμή, ταράζεται.
Αυτό ήταν. Ο λαγός κερδίζει απόσταση. Ξεμακραίνει. Όλο και
ξεμακραίνει. Ένα, δύο, πέντε, δέκα μέτρα. Σε λίγο έχει χαθεί από το
οπτικό πεδίο βολής του τσακαλιού.
Το σαρκοβόρο σταματά. Κοιτάζει ατενώς. Τίποτα. Ο λευκός
ορίζοντας μπροστά του έχει γίνει ένα αδιάφορο χάος. Άβυσσος
ερημιάς και ολέθρου. Το απλανές βλέμμα του τσακαλιού, ξέψυχο
ανάμεσα στην ηλιθιότητα και στην ανεξήγητη απορία, είναι ό,τι
απόμεινε από τη σκηνή.
- Μπράβο! φωνάζουμε, και φτεροκοπάμε τα χέρια και τα πόδια
μας. Λύνεται ο κακός μας βραχνάς. Η ανάσα μας ξαναγυρίζει. Ένα
αίσθημα λύτρωσης χτυπά σαν το γέλιο τη διάθεση μας. Δόξα στον
κόσμο και στο θεό. Το λαγου-δάκι εγλύτωσε.
Λάθος, τίμιε αναγνώστη. Το λαγουδάκι εγλύτωσε, αλλά το
τσακάλι θα πεθάνει από την πείνα.
Αυτό δεν τό 'χαμε σκεφθεί.
Η ιστορία μας χαρίζει δύο συμπεράσματα. Το ένα είναι
συμπέρασμα περί της μεθόδου. Ότι η σκέψη μας είναι μονόδρομος.
Όλοι πονάμε το λαγουδάκι. Γιατί είναι το υποψήφιο αναίτιο θύμα.
Το αδύναμο πλάσμα της φύσης. Κανείς δεν συμπονά το τσακάλι.
Το αιμοδιψές και το αιμοβόρο. Γιατί κανείς δε σκέφτεται ότι και
κείνο είναι το υποψήφιο αναίτιο θύμα, στην περίπτωση που θα του
ξεφύγει ο λαγός. Όπως και έγινε, δηλαδή.
Εμάθαμε να σκεφτόμαστε με οδηγό το ακρατές μας συ-
ναίσθημα. Ανάλατα και πλαδαρά. Ευνουχισμένα, γελοία, και
μονόφθαλμα. Και παροπλίσαμε τη λογική και τη γνώση.
Το άλλο είναι συμπέρασμα περί της ουσίας.
Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίχτηκε ένα επεισόδιο της
φύσης με δύο όρους ισοσθενείς και αντίρροπους. Και ως προς την
αγριότητα ακραίους.
Εδώ είναι για να ζήσει το ένα από τα δύο. Ή το τσακάλι ή ο
λαγός. Ή ο λαγός ή το τσακάλι. Ούτε και τα δύο γίνεται να ζήσουν,
ούτε και τα δύο γίνεται να πεθάνουν. Αλλά ή το ένα ή το άλλο.
Τρίτον δε δίδεται. Tertium non datur.
Ωστόσο, αν φύγουμε από τη λογική του είτε... είτε, και πάμε
στη λογική του τόσο... όσο, ο συλλογισμός μας θα ξετυλιχθεί
εντελώς διαφορετικά. Από αντιθετικός γίνεται συ μπληρωματικός.
Θέλω να ειπώ: για να ζήσει το τσακάλι πρέπει να πεθάνει ο
λαγός· και αντίστροφα, για να ζήσει ο λαγός πρέπει να πεθάνει το
τσακάλι.
Με άλλα λόγια, η ζωή στο προκείμενο είναι συνάρτηση του
θανάτου, και ο θάνατος είναι συνάρτηση της ζωής. Ζει το τσακάλι;
αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του λαγού. Ζει ο
λαγός; αυτό σημαίνει ότι χρεωστά τη ζωή του στο θάνατο του
τσακαλιού. Το ένα ζει χάρη στο θάνατο. Το άλλο πεθαίνει χάρη στη
ζωή.
Το εξαγόμενο είναι πως η βάση σε κάθε μορφή ζωής
είναι ο θάνατος. Ο θάνατος είναι το θεμέλιο και η αιτία και η
σωτηρία της ζωής. Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ζωή. Ζωή και
θάνατος είναι τα δύο μισά που δίνουν εκείνο το απλό και απόλυτο
φαινόμενο, που το ονομάζουμε φύση, φύεσθαι, γέννηση, natura.
Ο βαθύτερος, δηλαδή, νόμος της φύσης δεν είναι ή το ένα ή το
άλλο ανεξάρτητα από το ένα ή το άλλο. Αλλά είναι ή το ένα ή το
άλλο μέσα από το ένα ή το άλλο. Είναι η ζωή του λαγού μέσα από
το θάνατο του τσακαλιού, ή η ζωή του τσακαλιού μέσα από το
θάνατο του λαγού. Δε δίνεται, δηλαδή, ούτε το πρώτο ούτε το
δεύτερο, αλλά μόνο το τρίτο δίνεται, που προκύπτει σαν
απροσδιοριστία του πρώτου και του δεύτερου. Μόνον tertium datur.
Αυτή η κυρίαρχη τάξη μέσα στη φύση καταργεί τον ένα
από τους τέσσερες νόμους της κλασικής λογικής. Καταργεί το νόμο
του τρίτου ή μέσου αποκλείσεως. Prin-cipium exclusi tertii sive
medii1.
Και νά 'τανε μόνο αυτό! Γιατί όχι μόνο καταργεί το νόμο του
τρίτου ή μέσου αποκλείσεως, αλλά αντίστροφα ιδρύει και επιβάλλει
τον αντίθετο του σαν τον κυρίαρχο νόμο της λογικής απάνου στον
οποίο στηρίζεται και ο πρώτος νόμος της ταυτότητας (Α είναι Α),
και ο δεύτερος νόμος της αντίφασης (Α δεν είναι όχι Α)2.
Ο νέος νόμος της μή αποκλείσεως του μέσου ή του τρίτου,
Principium non exclusi tertii sive medii, μετά το 1927 που ο
Χάιζενμπεργκ διατύπωσε την αρχή της Απροσδιοριστίας
(Unschärferelation) γίνεται ο υπερνόμος και της λογικής του
ανθρώπου και της φύσης του κόσμου.
Όλα υπακούουν και όλα υποτάσσουνται, όλα χρεωστι-ούνται
και χρεώνουνται στη λογική και κοσμολογική και οντολογική
εντολή του τρίτον δίδεται. Τβηίιιιη άΆίχιτ.
Με την αρχή της Απροσδιοριστίας αναποδογυρίστηκε ολόκληρο
το σύμπαν της λογικής του ανθρώπου.
Όπως η θεωρία της γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν
υπερκέρασε την κλασική Μηχανική του Νεύτωνα, ύ·101"^ έδειξε ότι
σ' ένα πιο υψηλό επίπεδο της πραγματικότητας, στον μεγάκοσμο με
αποστάσεις σε παρσέκ και με ταχύτητες σε κλάσμα της ταχύτητας
του φωτός, δεν ισχύουν οι νόμοι της κλασικής Μηχανικής του
μακρόκοσμου,
έτσι και η θεωρία της Απροσδιοριστίας του Χάιζεν-
μπεργκ υπερκέρασε την κλασική Λογική του Αριστοτέλη, γιατί
έδειξε ότι σ' ένα πιο χαμηλό επίπεδο της πραγματικότητας, στο
μικρόκοσμο με μάζες διαστάσεων ατόμου και ταχύτητες κλάσμα
της ταχύτητας του φωτός, δεν ισχύουν οι νόμοι της κλασικής
λογικής του Αριστοτέλη.
Στα είκοσι πέντε του χρόνια ο Χάιζενμπεργκ έκανε τα
πειράματα του στο μικρόκοσμο του ατόμου. Έπαιζε και επάλευε με
γέλιο και αγωνία να αναγνώσει επακριβώς και ταυτόχρονα τη θέση
και την κίνηση του ηλεκτρόνιου.
Στις τρεις μετά το μεσονύχτι, την ώρα των λύκων, άφηνε
εργαστήριο και σπουδαστήριο και έβγαινε να περπατήσει στο
πάρκο της πόλης. Να πάρει ολίγο τον αέρα του. Η τρικυμία του
μυαλού του να μπουνατσάρει κομμάτι.
Συλλογιότανε το νόημα που μπορεί νά 'χαν για την τάξη και τη
δομή του κόσμου τα αποτελέσματα από τις μετρήσεις του.
Στεκότανε τότε ώρα ακίνητος. Απορροφημένα αφηρημένος. Σαν το
Σωκράτη στην Ποτείδαια. Ύστερα σαλτάριζε ξαφνικά απάνου στην
πρώτη φιλύρα που βρισκόταν μπροστά του, και φώναζε:
- Είναι δυνατόν η φύση νά 'ναι τρελή1;
Αλλοτε, περισσότερο κυρίαρχος, αισθανότανε τον εαυτό του
συνεργό ή πρωταγωνιστή στα ασύλληπτα τεκταινόμενα της φύσης,
της έρευνας και του ανθρώπινου νου. Τότε σα νά 'βλεπε να
καταρρέει ολόκληρο το στατικό οικοδό-
μημα του Λαπλάς για το ντετερμινιστικό σύμπαν, εφώναζε με
περηφάνεια παράφορη, αλλά καθόλου αλαζονική:
- Κατάλυσα το νόμο της αιτιότητας1. (Της
αιτιοκρατίας ήθελε να ειπεί).
Το πείραμα του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, να προσδιορίσει
ταυτόχρονα και ακριβώς τη θέση και την ορμή του ηλεκτρόνιου
ενός ατόμου, το συνόδευε η ακόλουθη δυσκολία:
Όταν το ποσό της ενέργειας που έπεφτε επάνω στο
ηλεκτρόνιο ήταν χαμηλής συχνότητας, ραδιοακτινοβολία
μικροκυμάτων 10 1 επί ας πούμε, τότε η θέση και η κίνηση του
ηλεκτρόνιου μπορούσε να προσδιορισθεί ταυτόχρονα και ακριβώς,
αλλά και δε μπορούσε. Γιατί η ενέργεια ήταν τόσο ασθενής, ώστε
να μη διαταράζεται η κατάσταση του ηλεκτρόνιου. Όμως η ενέργεια
ήταν και τόσο ασθενής, ώστε να μένει σχεδόν αόρατο το
ηλεκτρόνιο. Κρατούσε την ορμή αλλά έχασε τη θέση.
Όταν το ποσό της ενέργειας που έπεφτε επάνω στο ηλεκτρόνιο
ήταν υψηλής συχνότητας, ακτινοβολία γ ραδιενεργού σώματος ας
πούμε, τότε η θέση και η κίνηση του ηλεκτρόνιου μπορούσε να
προσδιορισθεί ταυτόχρονα και ακριβώς, αλλά και δε μπορούσε.
Γιατί η ενέργεια ήταν τόσο ισχυρή, ώστε να γίνεται καθαρά ορατό
το ηλεκτρόνιο. Όμως η ενέργεια ήταν και τόσο ισχυρή, ώστε να
διαταράζεται η κατάσταση του ηλεκτρόνιου. Κρατούσε τη θέση
αλλά έχανε την ορμή.
Όταν το ποσό της ενέργειας που έπεφτε επάνω στο ηλεκτρόνιο
ήταν μέτριας συχνότητας, ακτινοβολία ανάμεσα στο ορατό φάσμα
10 4 οπι και στο υπεριώδες ΙΟ"6 οτη ας πούμε, τότε η θέση και η
κίνηση του ηλεκτρόνιου μπορούσε να προσδιορισθεί ταυτόχρονα
και ακριβώς, αλλά με το ελάχιστο δυνατό σφάλμα. Γιατί η ενέργεια
ήταν τόσο ασθενοϊσχυρή, ώστε μόλις να διαταράζεται η κατάσταση
του ηλεκτρόνιου, και τόσο ισχυροασθενής, ώστε μόλις να γίνεται
ορατό.
Μόλις που κρατούσε τη θέση του και μόλις που κρατούσε την
ορμή του.
Αυτό το μόλις είναι το ελάχιστο δυνατό σφάλμα στον
προσδιορισμό της θέσης Δρ και το ελάχιστο δυνατό σφάλμα στον
προσδιορισμό της κίνησης Δς του ηλεκτρόνιου.
Αυτό το μόλις είναι η αρχή της Απροσδιοριστίας που
ανακάλυψε ο Χάιζενμπεργκ μέσα στη δομή των χημικών στοιχείων.
Μέσα στη δομή, δηλαδή, των λίθων με τους οποίους είναι χτισμένο
το σύμπαν.
Αυτό το μόλις, εκατό ακριβώς χρόνια πριν από το Χάιζενμπεργκ
το είχε ανακαλύψει ο Σολωμός μας, ωσάν το μέσο διάμεσο άπειρης
δύναμης ανάμεσα στο q του έρωτα και στο p του θανάτου:
Μόλις είν' έτσι δυνατός, ο Έρωτας κι ο Χάρος.
Το γινόμενο του σφάλματος στον προσδιορισμό της θέ-
σης και της ορμής του ηλεκτρόνιου δε μπορούσε σε καμία
περίπτωση να είναι μικρότερο από τη σταθερά του Πλάνκ. Από την
Plank-Konstante για το Virkungsquantum.
Εάν μεγαλώνει η τιμή του σφάλματος στον προσδιορισμό της
θέσης (ακτινοβολία προς το ασθενές του φάσματος), τότε μικραίνει
ανάλογα η τιμή του σφάλματος στον προσδιορισμό της ορμής. Εάν
μεγαλώσει η τιμή του σφάλματος στον προσδιορισμό της ορμής
(ακτινοβολία προς το ισχυρό του φάσματος), τότε μικραίνει
ανάλογα η τιμή του σφάλματος στον προσδιορισμό της θέσης. Όσο
καθαρότερα βλέπω το ηλεκτρόνιο, τόσο περισσότερο διαταράζεται
η κατάσταση του. Όσο πιο ανενόχλητο μένει το ηλεκτρόνιο, τόσο
δυσκολότερα το διακρίνω.
Όσο περισσότερο πλησιάζει το τσακάλι το λαγό και ξεμακραίνει
ο λαγός από το τσακάλι, τόσο περισσότερο προσεγγίζεται η
δυνατότητα να μην πεθάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η ζωή
οντοποιείται και αποθεώνεται ταυτόχρονα και για τα δύο ζώα
ανάμεσα στη στιγμή της αστραπής. Αυτή η στιγμή της αστραπής
μετρήθηκε από το Χάιζενμπεργκ, και ή ελάχιστη δυνατή τιμή της
βρέθηκε να φτάνει ως το όριο της σταθεράς του Πλανκ. Όχι
παρακάτω.
Απροσδιοριστία είναι η στιγμή της αστραπής, που πάλι ο
Σολωμός μας την εκράτησε γκέμι στα χέρια του μ' έναν όψιμο στίχο
του:
Άστραψε φως, κ' εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του.
Αυτή η σολωμική αστραπή που χωρίζει τον κολυμπιστή
από τον καρχαρία, και που μέσα της μπορούμε να γνωρίσουμε τον
εαυτό μας τόσο φωτεινά, ώστε να γίνουμε ολόκληροι φως, έχει την
ίδια τιμή με το κβάντο ενέργειας, h = 6,6 · 10 34 Watt. sec2.
Η πρώτη ανάγνωση της θεωρίας της Απροσδιοριστίας
από τους φυσικούς έδωκε συγκομιδή ξυλοκαρπίας. Σκέψεις
αλλόκοτες, συμπεράσματα παλαβά. Λίγη σύγχυση, πολλή αμηχανία.
Μέχρι και για ελευθερία στη βούληση της πέτρας, και απόδειξη της
ύπαρξης του θεού έφτασαν να μιλούν οι χριστιανοί, ol σακάτη δες
και οι άλλοι κουλο-κουτσόστραβοι. Αλλά κάπου και οι έντρομες
υποψίες για μεγαλουργικές κατακτήσεις άρχισαν να ξεμυτίζουν.
-Τι να θέλει πάλι να μας ειπεί ετούτος ο νέος Καπα-δόκης;
ερώταγαν ol λιγότερο στοχαστικοί. Το πράγμα ξα-νάκαμε
επίκαιρη την αρβυλολογία του 1905 με την ειδική Σχετικότητα:
-Πάρτε μια ζυγαριά να ζυγίσουμε το φως. Συναγερμός! γιατί το
λεπτό ευρίσκεται σε κίνδυνο. Από τους δύο δίδυμους ο ένας
γέρασε, και ο άλλος κόλλησε στα νήπια. Ζουρλομανδύα! φέρτε
το ζουρλομανδύα να φορέσουμε στον Αϊνστάιν και στις
παλάβρες του.
Μέσα σ' εκείνο το σαλαγητό και την αντάρα, ένας φυ-
σικός έδωκε την απλή εξήγηση που χρειαζότανε:
Εκείνο που θέλεις να ειπείς με την αρχή της Απροσδιοριστίας,
με τα πε κιου και τα Δέλτα σου, έγραφε στα 1926 ο Πάουλι σε μια
επιστολή του στο Χάιζενμπεργκ, εγώ το παρασταίνω έτσι:
Ημπορεί κανείς να κοιτάζει τον κόσμο με τον οφθαλμό ρ και νά
'χει εικόνα- ημπορεί ανάποδα να τον κοιτάζει με τον οφθαλμό q και
νά 'χει πάλι εικόνα· αν όμως ανοίξει κα τα δυο μάτια τον ταντόχρονα,
τότε δεν έχει εικόνα. Θα πλανηθεί.
Αυτή την παραβολή στο δικό μου παράδειγμα τη διαβάζω έτσι:
Ημπορείς να κοιτάς το τσακάλι να πεθαίνει και το λαγό να ζει.
Έχεις εικόνα. Ημπορείς ανάποδα να κοιτάς το τσακάλι να ζει και το
λαγό να πεθαίνει. Έχεις εικόνα. Αν όμως θέλεις να ιδείς ταυτόχρονα
να ζουν ή να πεθαίνουν και ο λαγός και το τσακάλι, τότε δεν έχεις
εικόνα. Θα πλανηθείς.
Την πειραματική απόδειξη της αρχής της Απροσδιορι-
στίας μας την έδωκε το πιο παράδοξο πείραμα που έγινε ποτέ. Είναι
το θρυλικό πείραμα του Έρβιν Σραίντιγκερ.
Έλαβε ένα κλουβί γυάλινο στεγανό που στα εσωτερικά του
τοιχώματα είχε υδροχιτώνια. Στο κάτω μέρος σε κάθε υδροχιτώνιο
υπήρχε μια οπή που βούλωνε με μια βαλβίδα, πολύ εύκολη να
ανοίγει. Εγέμισε τα υδροχιτώνια με υδροκυάνιο. Δηλητήριο που η
εισπνοή του προκαλεί ακαριαίο θάνατο. Έκλεισε τις βαλβίδες. Και
έβαλε μέσα στο κλουβί μια γάτα και τό 'σφράγισε. Όμοια όπως ο
Κουτούζωφ έκλεισε στο κλουβί το Βοναπάρτη μαζί με την αρκούδα
του ρωσικού χειμώνα. Ετοποθέτησε παράμερα το κλουβί, ώστε να
μην το βλέπεις. Και ύστερα από δέκα ή είκοσι λεπτά, γυρίζει και σε
ρωτάει:
- Για ειπέ μου, τίμιε αναγνώστη, η γάτα μέσα στο κλουβί
είναι ζωντανή ή νεκρή;
Τι θ' απαντήσεις;
Να ειπείς είναι νεκρή; Αλλά μπορεί να μην έχει πατήσει ακόμη
τη βαλβίδα. Να ειπείς είναι ζωντανή; Αλλά μπορεί νά 'χει κιόλας
πατήσει τη μοιραία βαλβίδα.
Τι θ' απαντήσεις;
Ούτε η μία ούτε η άλλη απάντηση είναι δυνατή. Γιατί κοιτάς,
και ή γάτα είναι νεκρή (οφθαλμός ρ, έχεις εικόνα), κι εσύ απάντησες
ότι είναι ζωντανή. Γιατί κοιτάς και η γάτα είναι ζωντανή (οφθαλμός
q , έχεις εικόνα), κι εσύ απάντησες ότι η γάτα είναι νεκρή.
Τι θ' απαντήσεις;
Μία μόνο απάντηση είναι δυνατή. Ούτε η απάντηση Α (η γάτα
είναι ζωντανή), ούτε η απάντηση Β (η γάτα είναι νεκρή), αλλά η
απάντηση Γ:
Η γάτα είναι νεκροζώντανη.
Το ένα μάτι ρ και η εικόνα του είναι η νεκρή γάτα. Είναι
η μισή πιθανότητα που κερδίζει, ή ο ακριβής προσδιορισμός της
θέσης του ηλεκτρόνιου. Το άλλο μάτι q εί-
ναι η ζωντανή γάτα. Είναι η αντίστροφη μισή πιθανότητα που
κερδίζει, ή ο ακριβής προσδιορισμός της κίνησης του ηλεκτρόνιου.
Κοιτάς και με τα δύο μάτια θα ειπεί ότι δεν κοιτάς με κανένα,
και ωστόσο είσαι αναγκασμένος ν' απαντήσεις τι γίνεται μέσα στο
κλουβί. Ο ταυτόχρονος προσδιορισμός της κίνησης και της θέσης
του ηλεκτρόνιου δεν ημπορεί να είναι ακριβής αλλά
απροσδιόριστος. Η γάτα είναι νεκροζώντανη.
Αυτή τη μόνη δυνατή κατάσταση της γάτας στο κλουβί, τη
νεκροζώντανη δηλαδή, ο Σραίντιγκερ την εχαρα-κτήρισε με τους
τρεις δοξασμένους χαρακτηρισμούς του.
Πρώτο, η γάτα είναι σε κατάσταση δαιμονική. Μη συλ-ληπτή
δηλαδή από το φτωχό μυαλό του ανθρώπου. Ή τα αφανή του
κόσμου είναι αληθινότερα από τα φαινόμενα.
Δεύτερο η γάτα είναι σε κατάσταση υβριδική. Τραμ με τροχούς
και λεωφορείο με ηλεκτρικό σύρμα. Τρόλλευ δηλαδή. Κένταυρος,
Χίμαιρα, Τρίτωνας, Γοργόνα, Σφίγγα.
Και τρίτο η γάτα είναι σε κατάσταση σχιζοφρενική. Δηλαδή είναι
για να κρεπάρεις, αν δοκιμάσεις να την κατανοήσεις και να την
περιγράψεις.
Αυτός είναι ο λόγος, που όλα τα σπουδαία έργα στην ιστορία του
ανθρώπου είναι παρανοϊκά και ακατανόητα. Τερατουργικές
μεγαλουργίες και μεγαλουργικές τερατουρ-γίες. Αλέξανδρος,
Καίσαρας, Βοναπάρτης, Στάλιν.
Και αυτός είναι ο λόγος, που όλοι οι σπουδαίοι άνθρωποι
της γης, όσοι προσέγγισαν δηλαδή το βυθό της αλήθειας για τη
φύση και για τη ζωή, υπήρξαν σχιζοφρενικοί.
Είναι απλός και κοινός και αρχαίος ο λόγος ότι μεγα-
λοφυία σημαίνει παραφροσύνη.
Γιατί όλα τα μεγάλα έργα γεννιούνται και μεγαλώνουν
απάνου στη στιγμή της αστραπής του Δρ επί Aq. Και όλοι οι
μεγάλοι άνθρωποι ζουν και περπατούν απάνου στην κόψη της
αστραπής Δρ επί Aq.
Τους γνωρίζουμε από την κόψη του σπαθιού την τρομερή. Όπως
και τη λευτεριά Ελλάδα.
Η Απροσδιοριστία είναι το Αλφαβητάριο του βιβλίου της φύσης.
Ο μεγάκοσμος την κρύβει στο υποθετικό σημείο αναστροφής του
βέλους του χρόνου. Όταν θα συμβεί η αντιστροφή από τη διαστολή
στη συστολή της πορείας του σύμπαντος. Ο μακρόκοσμος τη λέγει
σ' ένα εκατομμύριο εκατομμύρια παραδείγματα. Ο μικρόκοσμος τη
σημαίνει στα Δέλτα του πε και του κιου του ηλεκτρόνιου.
Η Απροσδιοριστία «ούτε λέγει οϋτε κρύπτει, άλλα σημαίνει».
Σύμφωνα και με την πρώτη σύλληψη της από τον Ηράκλειτο.
Ολόκληρο το σύμπαν διηγιέται τη δύναμη και τη δόξα της. Τα
δεινά και τα δώρα της φύσης διορίζουν το δείκτη, την οδηγία, και το
δείγμα της. Διαρκώς μας διαβιβάζει τη διαταγή της, και διαρκώς μας
δίνεται η διαθήκη της. Με τα Δέλτα του ρ και του q.
Η ύλη, στην πιο απλή της μορφή, άλλοτε μας πάει να την
παίρνουμε σωμάτιο και άλλοτε κυμάτιο. Είναι τα Δέλτα του ρ και
του q.
Η ακμή του ξυραφιού και η κόψη του σπαθιού είναι μια
ακατόρθωτη διάσταση που συνέχεια τείνει να μονιάσει τις δύο
κοφτερές όψεις του ρ και του q.
Ο Καιρός του χρόνου, το αέναο νυν της ροής του, που πριν
φτάσει πέρασε κιόλας, εκείνο το έκπληκτο σημείο ανάμεσα στο
ούκέτι και στο οϋπω, στο όχι ακόμη και στο όχι πια, είναι τα Δέλτα
του ρ και του ς.
Τα νερά στον ποταμό του Ηράκλειτου, που ποτέ δεν τα
πατάς, γιατί πριν ακόμη φτάσουν έφυγαν κιόλας, είναι τα Δέλτα του
ρ και του q.
Το 'μεταδάλλον άναπαύεται' στον Ηράκλειτο, πως όλα
δηλαδή στον κόσμο αλλάζουν εκτός από τον ίδιο το νόμο της
αλλαγής, είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Το 'άθάνατοι θνητοί, θνητοί άθάνατοι' στον Ηράκλειτο
είναι η πιλάλα του τσακαλιού και του λαγού στο χιόνι, ή η γάτα του
Στραίντιγκερ στο κλουβί.
Τα 'άνω κάτω οδός μία', ή 'άρχή και πέρας έπί κύκλου κοινόν',
του Ηράκλειτου είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Η γνώση του Παρμενίδη ότι 'πρέπει να είναι το μη εί-ναι',
υποδηλώνει τα Δέλτα του ρ και του q.
Το νερό στον ουρανίσκο μας ανάμεσα στο ασταθές δι-ψοξεδιψώ
είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Η καταποσιά το φαγί στον ουρανίσκο του πεινασμένου, που την
παλεύουν από δω η νόστιμη παραμονή στο στόμα και από κει η
ελκτική αδημονία της κατάποσης, είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Η ανάβαση στο ακραίο άκρο της ηδονής κατά τη γενετήσια
σμίξη, που στο θηλυκό βιώνεται οροπέδιο αλλά στον άντρα
κορυφογραμμή, είναι ο ίλιγγος ανάμεσα στη λάμφη της στέρησης
και στο σβήσιμο της πλήρωσης. Είναι τα Δέλτα στο ρ της
πλατωνικής Πενίας και στο q του πλατωνικού Πόρου, που γέννησαν
τον Έρωτα.
Η ισόπαλη πάλη, ανάμεσα στα γκραβιτόνια των βαρυ-τικών και
στα φωτόνια των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων στη διελκυστίνδα
του ήλιου, είναι τα Δέλτα του ρ και του ς, που μας χαρίζουν τη ζωή,
το φως, και το θάνατο.
Το μεσημέρι και τα μεσάνυχτα, τα "νυκτερινά φέγγη' του
Πλάτωνα σε μεγαλογραφική χαρτογράφηση, είναι τα Δέλτα του ρ
και του q των ωρών.
Ο Φθινόπωρος να καταλεί την Άνοιξη για να τη χρεωθεί- και ο
Θέρος να κηδεύει το Χειμώνα στον τάφο του κηδευτή, κατά το 'Το
ζωντανό κιβούρι μου' του Παπαδιαμάντη, είναι τα Δέλτα του ρ και
του q των εποχών.
Το 'τι δέ τις; τι δ' ου τις; και ψυχρά φλογί» του Πίνδαρου
είναι τα Δέλτα του ρ και του q. Ίσκιος ονείρου ο βίος μας.
Το 'δακρυόεν γελάσασα' της Ανδρομάχης, και η χαρμολύπη του
Ερμή στην Ολυμπία, με τη μία παρειά γελαστή και την άλλη
θλιμμένη, είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Το 'στοναχή κατά δώματ' όρώρει' του Όμηρου1, ανάμεσα
στο γέροντα Πρίαμο που θρηνεί το νεκρό του γιο, και το λαμπρό
Αχιλλέα που θρηνεί το ζωντανό γέροντα πατέρα του, είναι τα Δέλτα
του ρ και του q.
Οι "επαγγελματίες επαναστάτες' του Λένιν, για να μη γίνεται
ύπνος το 'γρηγορείτε' και κατεστημένο η επανάσταση- οι
εκκαθαρίσεις των παλαιών (και νέων) μπολσεβίκων από τον
ατσάλινο Στάλιν, για να μην παγώνουν οι άρχοντες στο μπετόν της
συνήθειας και της αλαζονείας, είναι τα Δέλτα στο ρ και στο q.
Ο λάλος στο ικρίωμα από το στόμα τον Δαντόν: 'Σε βλέπω να
πατάς οπού πατώ' σαν αντίλαλος στα αυτιά του Ροβεσπιέρου είναι
τα Δέλτα στο ρ και στο q.
Ο Κολοκοτρώνης νικητής στο Δερβενάκι και δικασμένος στ'
Ανάπλι, κι ο Παπαφλέσσας υπουργός στο Κουβέρ-νο και πεσόντας
στο Μανιάκι είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Ο στίχος 426 της Πέμπτης ελεγείας του Ντουΐνο στο Ρίλκε είναι
τα Δέλτα του ρ και του q.
Ο Νηφομανής, που περπατά στου ξυραφιού την κόψη, έχει από
δω το ρ του νηφάλιου κριτικού κι από κει το q του εμπνευσμένου
από τη μανία των Μουσών ποιητή.
Το τρίτο είδος, το μιχτό αλλά νόμιμο, του Σολωμού, με το ρ του
ρομαντισμού της Ευρώπης και το q του κλασικού της Ελλάδας,
δηλώνει το ακατόρθωτο αλλά και ανεξίτηλο ύφος της πιο υψηλής
ποίησης.
Η Ναστάσια Φιλίπποβνα, στον Ηλίθιο του Ντοστογιέβ-
σκι, ανάμεσα στη λάσπη του εραστή Ραγκόζιν που τη χρειάξουνται
τα καρποφόρα δέντρα, και στον αιθέρα του ερωτευμένου πρίγκιπα
Μύσκιν που τόσο δυσκολεύει την αναπνοή, είναι τά Δέλτα του ρ
και του q.
Η Γεθσημανή του Ιησού με τον ιδρώτα του 'ώσεί θρόμ-
βους αϊματος' στη μέση της πορείας από τα βαγιόφυλλα της
Κυριακής ως το 'λιμά σαβαχθανί' του λόφου, είναι τα Δέλτα του ρ
και του q.
Ο 'φανός δίος' του ασκητή αρσενοκοίτη Σωκράτη, ανά-
μεσα στην υπόγεια και στην ουράνια πορεία, είναι τα Δέλτα του ρ
και του q. Οδός Πουργατόριου ανάμεσα σε Κόλαση και Παράδεισο.
Η άπιστη πίστη και η πιστή απιστία του Ερρίκου Φάουστ και
του Νικολάι Σταυρόγκιν είναι τα Δέλτα του ρ και του q.
Στις Νέκυιες του Οδυσσέα του Αινεία και του Δάντη, ο
ζωντανός που περπατεί με την τρομάρα του Αδη, είναι ο
αγγελοκρουμός ανάμεσα στο ρ της ζωής και στο q του θανάτου.
Η αττική τραγωδία των ελλήνων, με το διονυσιακό και το
απολλώνειο στοιχείο της, είναι τα κατορθωμένα Δέλτα
της στιγμικής ισορροπίας ανάμεσα στο p του φόβου και στο q του
ελέου.
Και ακόμη ετούτο:
Το «προδίνω τον εαυτό μου» που ψιθυρίζει και κλαίει η μικρή
παντρεμένη με τα φεγγερά γόνατα, καθώς τη νύχτα πλαγιάζει με τον
άντρα της και τη μέρα κυλιέται με τον εραστή της, είναι τα Δέλτα
ανάμεσα στο φρικαλέο εξαίσιο p του τσακαλιού αν είναι να μην
πεθάνει, και στο φρικαλέο εξαίσιο q του λαγού αν είναι να μην
εξοντωθεί.
(Μόνε πρόσεχε την κλαγγή των σπαθιών: δε μιλώ για την
ανόητη άπιστη που κάθε τρίμηνο ή τέρμινο φροντίζει να αλλάζει τα
κέρατα στο μέτωπο του συζύγου άντρα της. Ούτε για τον
παραλυμένο μοιχό, που σε όποια πόλη κι αν ταξιδέψει δε βαστά να
μη λύσει τον ακυβέρνητο φαλλό του. Γιατί αλλίμονο στην εμορφιά
της αγωνίας, όταν κα-τανταίνει πλήξη συνήθειας. Τότε είναι νεκρά
και ο λαγός και το τσακάλι, και η μοιχαλίδα και ο κερατάς της. Και
προπαντός ο έρωτας).
Πριν από χρόνους είχα τη χάρη να συντύχω για μία φορά
το Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. Ήταν ένα αποσπέρο στη Σάλα Μπετόβεν
στη Βόννη. Ιούλιος του 1972.
Είδα μπροστά μου ένα γεροντάκο στα 71 του χρόνια. Τα μάτια
του ήσαν ανοιχτόχρωμα. Είχαν μια λαμπυρότη που την έσκιαζε
κάπως ο καιρός, ο κόπος, και μια μακρυ-νή ενατένιση. Ωσάν ιδέα
θησαυρισμένης φροντίδας.
Μέτριος στο ανάστημα, φορώντας τη γινομένη σάρκωση
της τρίτης ηλικίας, ωστόσο στυλός, ανάδινε την αίσθηση μιας
ξεχασμένης ιλαρότητας. Οι κινήσεις του ήσαν ήμερες. Τα
χαρακτηριστικά του αδρά παλαιωμένα. Στην έκφραση του
ανέβαινες να αποκρυπτογραφήσεις το αντη-λάρισμα μιας μακρυνής
νικηφόρας αποστρατείας, που κούρνιαζε μετέωρη, όπως η γλαύκα
στο σούρουπο. Ήταν ντυμένος το ύφος της φτασμένης ηρεμίας. Τον
εκόντεψα, άπλωσε το χέρι.
- Oh! video hominem, είπα.
- Όρώ τον άνδρα. Ja, ich verstehe das Lateinische und antworte
griechisch, αποκρίθηκε.
Μέσα στα εκατομμύρια της Αγοράς του αιώνα μου είδα
για μια στιγμή έναν άνθρωπο, χωρίς να χρειάζεται να κρατήσω το
μεσημεριανό φανάρι του αρχαίου Διογένη.
Φεύγοντας κυμάτιζα όπως ο Κάραγιαν με τα κλειστά
μάτια, όταν κυβερνούσε την Pastorale του Μπετόβεν. Ανάμεσα
στην καταιγίδα του καιρού από δω, κι από κει στο ποιμενικό
τραγούδι της απλότητας. Στο Gewitter - Sturm, και στο
Hirtengesang.
0 αναγνώστες άφησαν σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου